Οι δρόμοι του Παρισιού αντηχούσαν το Μάιο του 1968 από μια σειρά άλλοτε εμπρηστικών κι άλλοτε σαρκαστικών συνθημάτων, τα οποία εξέφραζαν με τον πλέον εύγλωττο τρόπο την αντίθεση μιας γενιάς μάλλον καλοαναθρεμμένων γόνων της ευημερούσας δυτικής κοινωνίας, απέναντι στη ρηχή και αποπνικτική ευζωία που οι γεννήτορες τους τούς είχαν κληρονομήσει. Ανάμεσα στα ποικίλα αιτήματα αυτής της εξεγερμένης γενιάς κεντρική θέση κατείχε το επίκαιρο, ήδη από τα χρόνια του Διαφωτισμού, αίτημα για ελευθερία. Κι αυτή η ελευθερία νοούνταν πρωτίστως υπό την έννοια της «αρνητικής» ελευθερίας, όπως την ονομάζουν οι ιστορικοί των ιδεών, δηλαδή υπό την έννοια της εξάλειψης κάθε νόμου, ορίου η περιορισμού που θεωρούνταν πως καταστέλλει την εκδίπλωσή της. Δυο συνθήματα εξέφρασαν αυτό το αίσθημα με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο. Κατ’ αρχήν το λακωνικό και απόλυτο: «απαγορεύεται το απαγορεύεται». Και συνοδευτικά ένα πιο περιφραστικό που ερμήνευε το προηγούμενο: «η ελευθερία δεν είναι αγαθό που μας ανήκει. Είναι αυτό που μας εμπόδισαν να αποκτήσουμε οι νόμοι, οι προκαταλήψεις, η άγνοια».
Η έκρηξη αυτή όμως, καθώς και άλλες ανάλογες εξελίξεις της δεκαετίας του 1960 στις οποίες σήμερα αναφερόμαστε ως «πολιτιστική επανάσταση», έχουν τις απαρχές τους πολύ νωρίτερα στην ιστορική εξέλιξη. Η κεντρική προμετωπίδα του Διαφωτισμού όπως την εξέφρασε ο Kant με τη φράση sapere aude, τόλμησε να χρησιμοποιήσεις τη λογική σου,  έφερε εντός της όλο τον απελευθερωτικό αέρα της εξέγερσης ενάντια στην αυθεντία της παράδοσης. Μιας παράδοσης που νοούνταν κυρίως ως η εκκλησιαστική αυθεντία, η δεσμευτική για όλους ερμηνεία του θεϊκού θελήματος. Αυτό βέβαια δεν σήμανε την εξάλειψη κάθε ορίου και κάθε κανονιστικής προοπτικής. Ο συνεπής μηδενισμός, αν και διατυπώθηκε με ενάργεια στο χώρο της φιλοσοφίας, δεν μπόρεσε ποτέ να αποκτήσει αξιοσημείωτη κοινωνική παρουσία. Μια κοινωνία χρειαζόταν νόημα για να αυτοσυντηρείται κι αυτό μόνο ένα σύστημα κανόνων και αξιών μπορούσε να εγγυηθεί.
Εν ονόματι όμως τίνος πράγματος μπορούσε κάποιος να καταναγκάσει τους ανθρώπους να πράξουν κάτι το οποίο δεν είχαν επιλέξει οι ίδιοι; Μόνο εν ονόματι μιας αξίας ανώτερης από αυτούς, ήταν η απάντηση του Διαφωτισμού. Αν όμως, όπως πίστευε ο Kant, που αποτελεί τον κεντρικό εκφραστή αυτής της προοπτικής του διαφωτιστικού προγράμματος, όλες οι αξίες αναδεικνύονται ως τέτοιες μόνο όταν απορρέουν από τις ελεύθερες πράξεις των ανθρώπων, συμπεραίνουμε ότι δεν υφίσταται αξία ανώτερη από τον ίδιο τον άνθρωπο και μάλιστα τον άνθρωπο ως φορέα του Ορθού Λόγου.[1] 
Ο προσεκτικός παρατηρητής μπορεί να διακρίνει πως πίσω από τον φαινομενικά καινοφανή χαρακτήρα του διαφωτιστικού προγράμματος υποκρύπτεται ένας βαθιά εκκοσμικευμένος προτεσταντισμός. Τη θέση του Θεού έχει πάρει τώρα η ιδέα μιας ορθολογικής ζωής και τη θέση της προσπάθειας να προσεγγίσει ο άνθρωπος τον Θεό και να ενωθεί μαζί Του παίρνει τώρα η προσπάθεια να ακολουθήσει ο άνθρωπος τα κελεύσματα του Λόγου και όχι τις επιταγές των ψυχορμήτων του.
Σύμφωνα με τη γνώμη ενός επιφανούς στοχαστή,  η γνώση που μας προσφέρει ο Λόγος λειτουργεί απελευθερωτικά όχι επειδή διευρύνει το φάσμα των δυνατοτήτων από τις οποίες μπορούμε να επιλέξουμε, αλλά επειδή μας προφυλάσσει από την απογοήτευση που θα δοκιμάσουμε αν επιχειρήσουμε το αδύνατο.[2]  Και στην προοπτική του Διαφωτισμού αυτό που θεωρούνταν a priori αδύνατο ήταν πλέον η γνώση του Θεού. Έτσι αυτό που απόμενε ήταν να περιοριστεί η θρησκεία εντός των ορίων του Λόγου και μόνο.[3]  Κι όχι μόνο ήταν απρόσιτη η γνώση του Θεού, αλλά εξίσου ακατανόητο έμοιαζε πια και το θέλημά του, όπως αυτό γινόταν αντιληπτό στο πλαίσιο του Διαφωτισμού. Για να χρησιμοποιήσω τη διατύπωση ενός, ως προς τούτο, σύγχρονου επιγόνου του Διαφωτισμού: «Μπορεί όντως η ασκητική αυταπάρνηση να αποτελεί πηγή ακεραιότητας, εσωτερικής γαλήνης και πνευματικής δύναμης· αδυνατώ εν τούτοις να καταλάβω πώς θα μπορούσε κανείς να τη θεωρήσει διεύρυνση της ελευθερίας…Αν φτάσω στα άκρα, αν μαζευτώ δηλαδή στον μικρότερο δυνατό χώρο, δεν μπορεί παρά να πεθάνω από ασφυξία. Η λογική κατάληξη αυτής της διαδικασίας καταστροφής όλων όσα θα μπορούσαν ενδεχομένως να με πληγώσουν είναι πράγματι η αυτοκτονία».[4]  Το απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό ως προς την αδυναμία του να κατανοήσει τη δυναμική του πνευματικού αγώνα που μεταμορφώνει σταδιακά το χαρακτήρα του χριστιανού, καθώς και τη θετική προοπτική που περιέχεται στην τήρηση των εντολών του Θεού που αποτελούν, ακριβώς γι’ αυτό, την προϋπόθεση της εν Χριστώ ελευθερίας για την οποία θα μιλήσουμε αναλυτικά παρακάτω. Εδώ, στο πλαίσιο αυτής της εκκοσμικευμένης προοπτικής, απουσιάζει κάθε υποψία παρουσίας ενός Πνεύματος που ενεργεί μεταμορφωτικά εντός του ανθρώπου ο οποίος αγωνίζεται να τηρήσει τις εντολές.
Για να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε το θέμα της στάσης του σύγχρονου ανθρώπου απέναντι στο Νόμο του Θεού, σ’ αυτό δηλαδή που στη θεολογική γλώσσα ονομάζουμε και θέλημα του Θεού, θα πρέπει να διακρίνουμε τρεις βασικές αρχετυπικές προοπτικές. Η πρώτη από τις τρεις προέκυψε μέσα από την κανονιστική παράδοση του Διαφωτισμού και οδήγησε στη σύνθεση που ονομάζουμε αστικό πολιτισμό. Η δεύτερη προοπτική προέκυψε ως η κριτική υπέρβαση της αστικής σύνθεσης και ονομάζεται μετανεωτερική, μεταμοντέρνα ή και προοπτική της μαζικής δημοκρατίας. Τέλος η τρίτη προοπτική είναι η χριστιανική κι εδώ θα πρέπει να προσέξουμε γιατί συχνά η εξέγερση ενάντια στην αστική σύνθεση, όπως ήταν για παράδειγμα ο Μάης του 68 για τον οποίο έγινε λόγος πιο πριν, εκλαμβάνεται συχνά και ως εξέγερση ενάντια στη χριστιανική προοπτική, συγχέοντας τις προφανείς διαφορές ανάμεσα στην αστική παράδοση που έχει τις ρίζες της στο Διαφωτισμό, από τη χριστιανική παράδοση που πηγάζει από το Ευαγγέλιο του Χριστού. Για να συλλάβουμε καλύτερα την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στις τρεις αυτές προοπτικές στο θέμα που μας ενδιαφέρει θα εστιάσουμε την προσοχή μας στο πώς αντιλαμβάνονται οι τρεις αυτές διαφορετικές παραδόσεις, αστική, μεταμοντέρνα και χριστιανική την πορεία του ανθρώπου προς την προσωπική ολοκλήρωση, το περιεχόμενο που δίνουν σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε αυτοπραγμάτωση.
Η αυτοπραγμάτωση στο πλαίσιο του αστικού πολιτισμού ορίζεται κυρίως ως αυτουπέρβαση, ως επιβολή δηλαδή του αληθινού ή αυθεντικού εγώ πάνω στα ψυχόρμητα που θεωρούνται κατώτερα. Ως κυρίαρχες αρετές σ’ αυτή την πορεία εκλαμβάνονται η αυτοπειθαρχία και η ειλικρίνεια. Η αυτοπειθαρχία προβάλλοντας την επίτευξη μακροπρόθεσμων στόχων, πάντα εγκόσμιου χαρακτήρα,  τόσο εσωτερικών (διαμόρφωση χαρακτήρα) όσο και εξωτερικών (κοινωνική και οικονομική καταξίωση) υποδούλωσε την καθημερινή ζωή και την κατέστησε μια τυραννική εσωτερίκευση μιας σειράς νόμων και εντολών που υπηρετούσε αυτούς τους μακροπρόθεσμους στόχους. Τα συναισθήματα ως βασικό κομμάτι της ψυχικής οικονομίας του ανθρώπου, και το πάθος προς κάτι το υπερβατικό που ξεπερνά τον άνθρωπο, δεν είχαν εδώ καμία θέση.
Η ειλικρίνεια πάλι δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση χαρακτήρα, μιας σταθερής και ανεξάλειπτης δηλαδή ατομικότητας που ως ηθική προσωπικότητα αναγνωριζόταν ως αξιόπιστος συνομιλητής και εταίρος εντός της κοινωνίας. Δεν είναι άλλωστε καθόλου τυχαίο ότι στον εμπορικό κόσμο, που εν πολλοίς στάθηκε η κοινωνική προϋπόθεση του αστικού πολιτισμού, η λέξη «πίστη» σήμαινε τον αξιόπιστο συμμέτοχο στο πεδίο των οικονομικών συναλλαγών.
Με την έλευση της μετανεωτερικότητας (συμβατικά μετά το 1900) η έμφαση δεν δίνεται πλέον στην αυτοπειθαρχία που αποσκοπεί στη συσσώρευση και τις μακροπρόθεσμες επιδιώξεις. Αυτό που καταφάσκεται τώρα είναι η βραχυπρόθεσμη απόλαυση, το στιγμιαίο και το αυθόρμητο, κι αυτή η στάση οδηγεί, όπως είναι φυσικό, στην απόρριψη του εξωτερικού ελέγχου, της πειθάρχησης και κάθε μορφής περιορισμού.  Η ειλικρίνεια ως κυρίαρχη αρετή αντικαθίσταται από την αυθεντικότητα, την ικανότητα δηλαδή του ατόμου να ζει σύμφωνα με τις πιο μύχιες παρωθήσεις, καταβολές ή υπαρξιακές του ανάγκες, την επιθυμία να μιλά και να ενεργεί χωρίς να ενδιαφέρεται για συμβάσεις και τυπικότητες. (Συνθήματα όπως Θέλουμε τον κόσμο και τον θέλουμε τώρα και διαφημιστικές καμπάνιες όπως Οι επιθυμίες σας δεν μπορούν να περιμένουν και follow your heart εκφράζουν πολύ χαρακτηριστικά αυτό το κλίμα).
Αν η προσωπικότητα του αστού και ο χαρακτήρας του ήταν δημιούργημα μιας μακράς παιδείας και της συνακόλουθης άσκησης, η προσωπικότητα που προκύπτει μέσα από τη σύγχρονη πρόταξη της αυθεντικότητας ως της κυρίαρχης αρετής θυμίζει μια μάσκα ή ακριβέστερα μια διαδοχική εναλλαγή προσωπείων ως το μεταβαλλόμενο προϊόν αστάθμητων αυτοσχεδιασμών. Τα όρια του εγώ παραμένουν ρευστά και διαπερατά, όλες οι μελλοντικές προοπτικές αφήνονται ανοικτές, μια που μόνο έτσι είναι δυνατά καινούργια «βιώματα» και «εμπειρίες», ενώ, αντίθετα, οι σταθερές αποφάσεις και προτιμήσεις αποφεύγονται γιατί δυσχεραίνουν τις επιθυμητές αλλαγές και τις καθιστούν περισσότερο επώδυνες. Έτσι γίνεται όλο και περισσότερο ακατανόητο αν όχι απεχθές το μεγάλο πάθος που τόσο θαυμαζόταν στην αστική περίοδο, και ακόμη περισσότερο στην εποχή του ρομαντισμού που την ακολούθησε, η προθυμία δηλαδή να δώσει ή να θυσιάσει κανείς τα πάντα για μια μεγάλη υπόθεση ή και για ένα αγαπημένο πρόσωπο.
Έτσι η τελική κατάληξη της μετανεωτερικής περιόδου που ζούμε είναι ο ηθικός σχετικισμός και ο ηδονοθηρικός καταναλωτισμός· τα πάντα, αξίες και προϊόντα, φιλίες και έρωτες, καταναλώνονται εξίσου βουλιμικά για να αποβληθούν κατόπιν στις σύγχρονες χωματερές πάσης φύσεως. Ακόμη κι όταν υιοθετείται μια αξία,  ή κάποια πίστη, αυτό δεν συνεπάγεται πλέον την ανάλογη δέσμευση στο επίπεδο της πρακτικής συμπεριφοράς.[5]  Για να παραφράσουμε μια γνωστή φράση: στη μεταμοντέρνα εποχή είσαι ό,τι δηλώσεις.
Συνοψίζοντας εντελώς σχηματικά την ιστορική πορεία που περιγράψαμε και που οδηγεί από τον αστικό πολιτισμό στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας, θα μπορούσαμε να πούμε πως από τον αρχικό ηρωισμό της καντιανής προσπάθειας για μια ελευθερία και αυτονομία που θα παρείχε η ίδια το Νόμο ως προϊόν του Πρακτικού Λόγου, μια μακρά σειρά από εξελίξεις οδήγησε στη σημερινή συγκυρία, όπου ελευθερία σημαίνει να κάνουμε ό,τι επιθυμούμε κάθε φορά χωρίς να πρέπει να δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν πέρα από τον εαυτό μας.[6]  Αυτό που έχει πρωτίστως σημασία δεν είναι το αντικείμενο της επιθυμίας αλλά αυτό το ίδιο το γεγονός της επιθυμίας. Στόχος δεν είναι να καταστούμε ελεύθεροι μέσω των αρετών, αλλά, αποτρέποντας κάθε μορφή καθορισμού, να διατηρούμε ανά πάσα στιγμή όλες τις δυνατότητες ανοικτές.
Η νεώτερη φιλελεύθερη φιλοσοφική παράδοση είδε την ελευθερία ως αντίδραση και αντίθεση, πρώτον, ενάντια σε  κάθε μορφή ανάμιξης και επέμβασης έξω από τον άνθρωπο και, δεύτερον, ενάντια στο ντετερμινισμό, υπεραμυνόμενη αυτό που ονόμαζε ελεύθερη βούληση. Εκείνο που η παράδοση αυτή δεν μπόρεσε να σκεφτεί ήταν η ελευθερία καθεαυτή. Μια ελευθερία που δεν θα ορίζονταν από το αντίθετό της, την εξωτερική επέμβαση ή τον ντετερμινισμό όπως γινόταν στις δυο περιπτώσεις που αναφέραμε, αλλά θα χαρακτηρίζονταν από την απουσία αντίθετων χαρακτηριστικών. Η χριστιανική παράδοση θεώρησε, ευθύς εξαρχής, πως μια τέτοια ελευθερία δεν μπορεί παρά να αποτελεί θεϊκό κατηγόρημα, ιδιότητα του Θεού, του μόνου που δεν προκύπτει διαλεκτικά ως αντίδραση σε κάποιο άλλο υποκείμενο ή έννοια. Έτσι η ελευθερία, υπό την απόλυτη αυτή έννοιά της, είναι κάτι ριζικά διαφορετικό από την κτιστή ανθρώπινη ελευθερία. Για τους χριστιανούς η ελευθερία δεν ήταν ποτέ κάτι το δεδομένο, πολύ δε περισσότερο δεν ήταν, για να χρησιμοποιήσουμε τη σύγχρονη γλώσσα, ένα από τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά θεωρούνταν ως  δώρο. Λησμονώντας το αυτό και βγάζοντας από το οπτικό του πεδίο τον δωρεοδότη Θεό ο σύγχρονος άνθρωπος οδηγείται σε ένα εφιαλτικό αδιέξοδο. Από τη μια πλευρά του νομίσματος δεσπόζει το προμηθεϊκό όραμα ενός ανθρώπου ελεύθερου από τους θεούς, ενός ανθρώπου που στις μέρες μας, μέσα από τις εξελίξεις στο χώρο της βιοτεχνολογίας, επιχειρεί να ελευθερωθεί ακόμη και από τα όρια που του θέτει η ίδια η βιολογική του φύση· που φιλοδοξεί να διαμορφώσει και να μεταμορφώσει το σώμα του, το φύλο του, τους απογόνους του, το περιβάλλον του, σύμφωνα με τις ιδιοσυγκρασιακές του προτιμήσεις. Και από την άλλη πλευρά το φωτεινό όραμα εκβάλλει στο σκοτεινό εφιάλτη ενός κόσμου και μιας ανθρώπινης ζωής που κυβερνάται από απρόσωπες οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές δομές εξουσίας, έναν κόσμο  που τη θέση της ελευθερίας παίρνει η θέληση για ισχύ και η συνακόλουθη ασυδοσία.
Ενάντια στη νεωτερική θεώρηση που θέλει τον Ορθό Λόγο να είναι ο δημιουργός του ηθικού νόμου οι χριστιανοί θεωρούν πως ο Λόγος είναι κοινωνός του Νόμου του Θεού, στο βαθμό που συνειδητοποιεί την αλήθεια που ο Νόμος αυτός φέρει και αποδέχεται την αυθεντία του. Έτσι η σχέση ελευθερίας και Νόμου αναδεικνύεται ως τελεολογική: η γνήσια ανθρώπινη ελευθερία είναι το τέλος, ο στόχος προς τον οποίο οδηγεί ο Νόμος. Ο Νόμος δίνει νόημα στην ελευθερία που χωρίς αυτόν μοιάζει μετέωρη και επικίνδυνα επιρρεπής σε ερμηνευτική καπηλεία. Χωρίς το Νόμο χάνεται η διάκριση Θεού και ανθρώπων και αναδεικνύεται η δύναμη του δαιμονικού.
Γι’ αυτό ακριβώς, αρχίζοντας πια να σκιαγραφούμε τη χριστιανική προοπτική στη σχέση ελευθερίας και Νόμου, θα ξεκινούσαμε από την παρατήρηση ότι στο πλαίσιο αυτής της προοπτικής η ελευθερία δεν συνίσταται στην ατελεύτητη δυνατότητα επιλογών, αλλά στη συγκρότηση μιας προσωπικότητας και ενός χαρακτήρα για τον οποίο συγκεκριμένες επιλογές απλούστατα δεν τίθενται ποτέ σε εσωτερική διαβούλευση.[7]  Αν η σημερινή συγκυρία χαρακτηρίζεται από τη συνεχή εναλλαγή ρόλων και προσωπείων με τελικό αποτέλεσμα την αδυναμία του ανθρώπου να ανασυνθέσει τη ζωή του κατά τρόπο συνεκτικό, η χριστιανική προοπτική, θέτοντας τη μεταμόρφωση του χαρακτήρα βάσει των εντολών του Θεού στο κέντρο της προσοχής, τον κάνει και πάλι ικανό να αξιώσει την προσωπική του ζωή ως πραγματικά δική του.
Η έννοια αυτή της ελευθερίας συναρτάται με τη σύγχρονη θεώρηση που βλέπει τον άνθρωπο, σε αντίθεση με όλο το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο, ως ένα αδιαμόρφωτο ον, μια ανοικτή δυνατότητα. Η ταυτότητά του δεν βρίσκεται τόσο μέσα του όσο μπροστά του, ενώπιόν του, άρα στο πεδίο της ιστορίας. Γι’ αυτό και η ελευθερία μας να επιλέξουμε την εξέγερση ενάντια στο Θεό και τη φύση μας δεν είναι αυθόρμητη και αυτόματη, δεν είναι απόλυτη και χωρίς όρια. Κατά τούτο ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να γίνει διάβολος, κάνοντας το κακό προς χάριν του κακού και μόνο, και γι’ αυτό η προοπτική της μετανοίας είναι πάντοτε ανοικτή μπροστά του. Τα παραπάνω εκφράζουν όμως επίσης και τον τραγικό χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης στο βαθμό που ο άνθρωπος είναι πάντα ανοικτός στην εισβολή της ενοχής και ταυτόχρονα αποδεικνύεται τόσο συχνά τυφλός, ανόητος και οδυνηρά πλανεμένος.[8]
Το ότι ο Θεός θέλει του ανθρώπους ελεύθερους αποτελεί κεντρικό στοιχείο του χριστιανικού μηνύματος. Ήδη στην Παλαιά Διαθήκη η εξαιρετική εκείνη ενέργεια μέσω της οποίας ο Θεός αποκαλύπτει τον εαυτό του και συγκροτεί τον εκλεκτό λαό Του, τον Ισραήλ, είναι μια πράξη απελευθέρωσης, η έξοδος των Εβραίων από την Αίγυπτο.[9] «Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου, όστις εξήγαγεν σε εκ γης Αιγύπτου εξ οίκου δουλείας».[10] Και στην Καινή Διαθήκη η ελευθερία, αφενός, ταυτίζεται με τη γνώση της αλήθειας, «γνώσεσθαι την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει ημάς» [11]και, αφετέρου, ορίζεται ως η κατάσταση του ανθρώπου που αποδέχεται το Ευαγγέλιο, «υμείς γαρ επ’ ελευθερία εκλήθητε αδελφοί».[12]
Η έννοια αυτή της ελευθερία ως μια συγκεκριμένη κατάσταση εντός μιας κοινότητας επεκτείνει και μεθερμηνεύει την ανάλογη έννοια που είχε ο όρος στην αρχαία ελληνική σκέψη. Κι εκεί η ελευθερία δεν νοούνταν ως η αφηρημένη έννοια που περιγράφει τη σχέση του ανθρώπου με τους άλλους όπως αυτή ορίζεται μέσω ενός απρόσωπου νόμου που επιβάλλεται σε όλους ισότιμα, ούτε βέβαια ως η δυνατότητα πολλαπλών ελεύθερων επιλογών. Στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία η ελευθερία συνδεόταν με ένα πολύ έντονο συναίσθημα του ανήκειν σε μια πολιτική κοινότητα· οι γυναίκες, οι δούλοι, τα παιδιά δεν ήταν ελεύθεροι, υπό την έννοια πως δεν μετείχαν στην κοινότητα που αποφάσιζε και συζητούσε τα της πολιτείας. Η έννοια αυτή της ελευθερίας προϋποθέτει επομένως την ιδέα μιας αλληλεγγύης, την ιδέα μιας κοινότητας που συλλαμβάνει τον εαυτό της ως ολότητα.[13]  Στην περίπτωση των χριστιανών η ελευθερία συνεπάγεται έτσι τη μετοχή στην Εκκλησία ως του Σώματος του Χριστού.
Διαβάζοντας στην επιστολή του αποστόλου Παύλου προς τους Γαλάτες την αλληγορική ερμηνεία για τα παιδιά του Αβραάμ από την ελεύθερη Σάρρα και τη δούλη Άγαρ καταλαβαίνουμε την έννοια αυτή της ελευθερία στη βιβλική της προοπτική. Εκεί διαπιστώνουμε πως η διαφορά ανάμεσα στο παιδί της ελεύθερης και στο παιδί της δούλης δεν έγκειται στη διαφορά προνομίων. Ο γιός της Σάρρας όσο ήταν ακόμη παιδί έχει τα ίδια προνόμια με το γιο της δούλης. Αυτό όμως που τον διαφοροποιεί συνίσταται στο ότι είναι εν δυνάμει κληρονόμος. «Λέγω δε, εφ’ όσον χρόνον ο κληρονόμος νήπιος εστίν ουδέν διαφέρει δούλου, κύριος πάντων ων, αλλά υπό επιτρόπους εστί και οικονόμους άχρι της προθεσμίας του πατρός».[14]  Η ελευθερία εδώ ορίζεται ως μια δυναμική κατάσταση, προϋποθέτει την εξέλιξη, την ενηλικίωση, είμαστε πάλι ενώπιον της ιδέας του ανθρώπου ως όντος υπό διαμόρφωση, ως ύπαρξης που η αλήθεια γι’ αυτόν έρχεται από το μέλλον. Η πορεία προς την υιοθεσία είναι μια πορεία τήρησης του Νόμου του Θεού. Τηρώντας τις εντολές ο άνθρωπος παραμένει σε σχέση και επαφή με το Θεό, τον μόνο πραγματικά ελεύθερο, και έτσι γίνεται κι αυτός κατά χάριν  ελεύθερος. Υπό την ίδια έννοια ο κατά φύσιν Υιός του Θεού είναι το τέλος, το πλήρωμα του Νόμου, όχι υπό την έννοια της κατάργησής Του, όπως συχνά ερμηνεύθηκε, αλλά της πλήρωσής Του. Στο πρόσωπο του Χριστού βλέπουμε το αληθινό σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο.[15]
 Αν οι Μακαρισμοί αποτελούν το αντιστάθμισμα που προσφέρει ο Χριστός στο Δεκάλογο, αυτό δε σημαίνει καθόλου πως τον καταργούν, απλώς τον προϋποθέτουν. Η λέξη μακάριος που επαναλαμβάνεται σε αυτούς περιγράφει ακριβώς την κατάσταση του ανθρώπου όταν ο Θεός ενεργεί εντός της ζωής του και μέσω της ζωής του. Οι Μακαρισμοί δεν είναι έτσι ούτε τα απλησίαστα ιδεώδη που ένας απάνθρωπος νόμος επιβάλει στους ανθρώπους για να τους οδηγήσει στην ενοχή λόγω της αποτυχίας να τα πραγματοποιήσουν, όπως θεώρησαν κάποιοι κριτικοί του χριστιανισμού, ούτε όμως  η αυτονόητη συμπεριφορά αυτών που πίστεψαν στο Χριστό όπως θεώρησαν κάποιοι άλλοι, μάλλον απλουστευτικά. Οι Μακαρισμοί περιγράφουν μια νέα πραγματικότητα που είναι στην ουσία της εσχατολογική, θα φανερωθεί δηλαδή στην πληρότητά της κατά την έλευση της Βασιλείας του Θεού στη γη, τη Δευτέρα Παρουσία, αλλά ταυτόχρονα έχει ήδη εισβάλλει στον κόσμο, μια που ο Χριστός είναι ανάμεσά μας. Όταν ο άνθρωπος αρχίζει να βλέπει και να βιώνει τα πάντα μέσα από την προοπτική της Βασιλείας του Θεού, όταν δηλαδή γίνεται μαθητής του Χριστού και βρίσκεται σε κοινή πορεία μαζί Του,  τότε γίνεται παρόν κάτι από το έσχατο και στη δική του ζωή, τότε έχουμε σημεία της Βασιλείας ανάμεσα μας. Οι Μακαρισμοί αποτελούν την εφαρμογή του Σταυρού και της Ανάστασης στην ύπαρξη των μαθητών του Χριστού. Ισχύουν όμως για τους μαθητές γιατί έχουν πραγματοποιηθεί ήδη στον Χριστό.[16]
 Εδώ πρέπει να επισημανθεί πως η πορεία προς την ελευθερία δεν είναι για τον άνθρωπο μια μοναχική πορεία. Προϋποθέτει, την εκκλησία, μια κοινότητα ανθρώπων που ενώ ζουν μέσα στον κόσμο δεν διαμορφώνουν τη ζωή τους με τα κριτήρια του κόσμου, ούτε με κάποιον δήθεν υπερατομικό Ορθό Λόγο, κοινό σε όλους τους ανθρώπους, αλλά μέσα από μια σειρά πρακτικών που οδηγούν σε ένα άλλο ήθος , το ήθος που παράγει η υπακοή στο Νόμο του Θεού. Η λατρεία του Θεού, η μετοχή στην κοινή τράπεζα της Ευχαριστίας, η προσευχή, η ελεημοσύνη, η συγχώρηση, η άσκηση, είναι οι πρακτικές εκείνες που βιώνει η κοινότητα και στις οποίες εντάσσεται κάθε νέο μέλος της. Με τα λόγια ενός δασκάλου της πνευματικής ζωής: «Χρη ημάς…μη εκουσίω ζυγώ δουλείας ανέχεσθαι, αλλά κρατείν την ελευθερίαν, δια της εργασίας των εντολών, δι’ ων αναλόγως πάσα αλήθεια ευρίσκεται»[17]
Αυτή η πορεία προς την ελευθερία μέσω της τήρησης των εντολών ενέχει μυστηριακό χαρακτήρα. Η παρουσία και η δράση  του Αγίου Πνεύματος εντός του ανθρώπου δεν καταστρέφει ούτε εξαλείφει το ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά του δίνει τη δύναμη και την εξουσία που οδηγεί στην εκπλήρωση του καθ’ ομοίωσιν. Οι οπαδοί του Αυγουστίνου και του Πελάγιου κάθε εποχής, αυτοί που αποδίδουν τα πάντα στη χάρη και αυτοί που αποδίδουν τα πάντα στην ανθρώπινη προσπάθεια,  οι οπαδοί της απαισιόδοξης και οι οπαδοί της αισιόδοξης ανθρωπολογίας θα είναι πάντα ανίκανοι να κατανοήσουν αυτό το μυστήριο. Την πνευματική αυτή εμπειρία που πάντα βίωνε η εκκλησία ενίοτε την διαισθάνονται μερικοί φιλόσοφοι, εκφράζοντάς την με ένα μίγμα ποιητικότητας και ασάφειας. Γράφει χαρακτηριστικά ο Derrida: «Πολλές φορές όταν ήμουν αναγκασμένος να προσδιορίσω πράγματα αυτής της τάξης—το «ελεύθερο», το ανυπολόγιστο, το απρόβλεπτο…το συμβάν,…, το άλλο—κατέληγα να μιλώ για «αυτό που έρχεται»…μια άφιξη που με εκπλήσσει πέρα για πέρα, αυτός στον οποίο δεν μπορώ, δεν γίνεται πλέον να μην απαντήσω και να μην ανταποκριθώ…αυτό που εφορμά πάνω μου χωρίς καμία δυνατότητα ελέγχου. Εν ολίγοις ετερονομία: ο άλλος είναι ο νόμος μου…Αλλά εκεί όπου έρχεται αυτός που μένει να έρθει είμαι εκτεθειμένος, καταδικασμένος να είμαι ελεύθερος και να αποφασίζω, καθόσον δεν μπορώ να προβλέψω, να προκαθορίσω, να προγνώσω. Θα μπορούσα να το ονομάσω αυτό ελευθερία».[18]  Μόνο όμως εντός της χριστιανικής παράδοσης η διαίσθηση αυτή καθίσταται βιωμένη εμπειρία που χαρίζει ο Θεός και λειτουργεί με τέτοιο τρόπο που να οικοδομεί την εκκλησία.
Για να γίνουμε όμως περισσότερο σαφείς στην προσπάθειά μας να περιγράψουμε, κατά το δυνατόν, την αλληλοδιαπλοκή χάριτος και ανθρώπινης προσπάθειας στην πορεία πραγμάτωσης του νόμου και απόκτησης της ελευθερίας θα πρέπει να εμβαθύνουμε λίγο ακόμη στην πνευματική παράδοση της εκκλησίας. Εκεί θα διακρίνουμε δύο βασικά στάδια σ’ αυτή την πορεία. Στο πρώτο, ο άνθρωπος αρχίζει την προσπάθεια αποδοχής και εφαρμογής του Νόμου του Θεού ενώ παράλληλα μέσα του βαθιά κάτι δυσφορεί. Η προσπάθεια και ο αγώνας για την εφαρμογή του θελήματος του Χριστού γίνεται «μη θελούσης της καρδίας».[19]  Αυτή είναι η κατάσταση την οποία με τόσο εξαιρετικό και σπαρακτικό ρεαλισμό περιγράφει ο απόστολος Παύλος στην επιστολή του προς Ρωμαίους: «Εσωτερικά συμφωνώ και χαίρομαι με όσα λέει ο νόμος του Θεού. Διαπιστώνω όμως πως η πράξη μου ακολουθεί έναν άλλο νόμο, που αντιστρατεύεται στο νόμο με τον οποίο συμφωνεί η συνείδηση μου: είναι ο νόμος της αμαρτίας που κυριαρχεί στην ύπαρξή μου και με  κάνει αιχμάλωτό της. Τι δυστυχισμένος, αληθινά, που είμαι! Ποιος μπορεί να με λυτρώσει από την ύπαρξη αυτή, που έχει υποταχθεί στο θάνατο;».[20]  Αν όμως ο άνθρωπος επιμείνει στην προσπάθεια και τον αγώνα παρά τις αντιξοότητες και τις οχλήσεις, τότε η εσωτερική του κατάσταση αρχίζει σταδιακά, σχεδόν ανεπαίσθητα, να μεταβάλλεται και εισέρχεται στο δεύτερο στάδιο για το οποίο μιλήσαμε. Τότε, όπως γράφει ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος: «βλέποντας ο Κύριος αυτή του την προαίρεση και τον καλό ζήλο, πως δηλαδή πιέζει τον εαυτό του πάντοτε στη μνήμη του Θεού, και στο καλό πάντα, και στην ταπεινοφροσύνη και στην πραότητα και στην αγάπη· και πως, ενώ δεν θέλει η καρδιά, πιέζει και οδηγεί, με όση δύναμη έχει, τον εαυτό του με τη βία, τον σπλαχνίζεται· και τον λυτρώνει από τους εχθρούς του και από την αμαρτία που κατοικεί μέσα του, τον γεμίζει Πνεύμα Άγιο και έτσι στο εξής χωρίς βία και κόπο πραγματοποιεί πάντοτε όλες τις εντολές του Κυρίου αληθινά· μάλλον ο Κύριος πραγματοποιεί μέσα του τις ίδιες τις δικές του εντολές, και τους καρπούς του Πνεύματος, όταν καρποφορεί καθαρό καρπό».[20]  Η ριζική αυτή διάκριση, ανάμεσα στην ανθρώπινη προσπάθεια και τη δωρεά του Θεού, είναι που μας γλυτώνει τόσο από τον κίνδυνο του φαρισαϊσμού όσο και από τις διαμάχες του τύπου Αυγουστίνου-Πελάγιου.
Η εικόνα που παρουσιάζει ο άνθρωπος που φτάνει σ’ αυτό το δεύτερο στάδιο,  όταν δηλαδή το Πνεύμα του Θεού ενεργεί εντός του μάς φέρνει στο νου το νόημα της εορτής της Παναγίας ως της Ζωοδόχου Πηγής.
Η ίδια η έννοια της Ζωοδόχου Πηγής[22] περιέχει ένα φαινομενικό οξύμωρο, το πρώτο συνθετικό παραπέμπει σε μια παθητικότητα, την κατάσταση της αποδοχής της ζωής από έξω, ενώ το δεύτερο εκφράζει μια ενεργητικότητα,  τη δυνατότητα μιας νέας δημιουργίας που πηγάζει αυθόρμητα και προσφέρεται προς τους άλλους. Η Παναγία, η Ζωοδόχος Πηγή, είναι ακριβώς το πρότυπο που εκφράζει με τον πιο εναργή τρόπο το θέμα που εξετάσαμε, τη σχέση ανθρώπινης ελευθερίας και αποδοχής του θεϊκού θελήματος. Είναι το πρότυπο για κάθε χριστιανό που δέχεται το θέλημα του Θεού ως σωτηρία, ως έκφραση της θεϊκής αγάπης που καθιστά πραγματικά ελεύθερο τον άνθρωπο και τον κάνει ικανό να γίνει αργότερα κι αυτός με τη σειρά του πηγή αυτής της δωρεάς. Αυτό που εκφράζεται τόσο όμορφα με τα λόγια του ίδιου του Χριστού: «Ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος».[23]
Σημειώσεις
1 Βλ. Isaiah Berlin, Τέσσερα δοκίμια περί Ελευθερίας, μετάφρ. Γιάννης Παπαδημητρίου, Scripta, 2001,
σ. 281.
2 Berlin, ο.π., σ. 290.
3 Βλ. Ιμμάνουελ Καντ, Η Θρησκεία εντός των ορίων του Λόγου και μόνο, μετάφρ. Κώστας Ανδρουλιδάκης, Πόλις, 2007.
4 Berlin, ο.π., σ. 285.
5 Για την μετάβαση από τη νεωτερική στη μετανεωτερική εποχή βλ. Παναγιώτης Κονδύλης, Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, Θεμέλιο, Αθήνα 1991, σ. 252-3, 264.
6 Βλ. Reinhard Hütter, Bound to Be Free, Eerdmans, 2004, p. 150.
7 Βλ. Stanley Hauerwas, The Peaceable Kingdom, University of Notre Dame Press, 1983, p. 7-8.
8 Βλ. Hendrikus Berkhof, Christian Faith, engl. transl. Sierd Woudstra, Eerdmans, 1979, p. 184, 202.
9 Βλ. Robert W. Jenson, On Thinking the Human, Eerdmans, 2003, p. 32.
10 Έξοδος 20,1.
11 Ιωάννης 8, 32
12 Γαλάτες 5, 13.
13 Βλ. Κορνήλιος Καστοριάδης, Η ελληνική ιδιαιτερότητα, Τόμος Β΄, Η Πόλις και οι νόμοι, μετάφρ. Ζωή Καστοριάδη, Κριτική, Αθήνα, σ. 49-50.
14 Γαλάτες 4,1
15 Βλ. Ratzinger, Church Ecumenism and Politics, engl. transl. Michael J. Miller, Ignatius Press 2008, p. 186-187
16 Γιόζεφ Ράτσινγκερ, Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, μετάφρ. Σωτήριος Δεσπότης, Ψυχογιός, 2007, σ. 85, 87.
17 Μάρκος Ασκητής, PG 65, 985 BC.
18 Jacques Derrida Elisabeth Roudinesco, Συνομιλίες για το αύριο, μετάφρ. Τάσος Μπέτζελος, Μεταίχμιο, 2005, , 128-130.
19 Η φράση ανήκει στον άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο.
20 Ρωμαίους 7, 22-25.
21 Μακάριος Αιγύπτιος, Περί φυλακής καρδίας, ΒΕΠΕΣ, 42, σ.186.
22 Για την έννοια της Ζωοδόχου Πηγής αλλά και τα στάδια της πνευματικής πορείας του χριστιανού αντλώ από την εργασία:  π. Αντώνιος Πινακούλας, Η εορτή της Ζωοδόχου Πηγής. Το Θεολογικό της περιεχόμενο, περιοδικό Μαρτυρία,  Μάρτιος-Απρίλιος 2006, τχ. 228, σ. 7-20.
23 Ιωάννης 7, 38.

(μια μορφή του παρόντος άρθρου είχε δημοσιευθεί
 στο περιοδικό “Παρεμβολή” ( τχ 98 και 99)
 π. Ευάγγελος Γκανάς
via