Ἡ Παναγία, ὡς ἕνα ξεχωριστὸ καὶ μοναδικὸ πρόσωπο, δεσπόζει μέσα στὸ χῶρο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἡ πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν εἶναι ἡ ἀρχηγὸς ποὺ ὁδηγεῖ τοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν πρὸς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν ἀναδημιουργία. Ταυτόχρονα ἀποτελεῖ τὴν χορηγὸ κάθε θεϊκῆς ἀγαθότητας πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν κτίση1. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, τὸ νὰ προσπαθεῖ κανεὶς νὰ παρουσιάσει τὸ μεγαλεῖο τῆς Θεοτόκου ξεπερνᾶ τὶς ἀνθρώπινες δυνάμεις. Μόνο οἱ ἄγγελοι, τονίζει ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, μποροῦν ἐπάξια νὰ ἐκφράζουν τὴ δόξα τῆς Θεοτόκου στὴν Οὐράνια Βασιλεία, ἐνῶ ἐμεῖς τόσο μόνο μποροῦμε νὰ τὴν ἐγκωμιάσουμε, ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ ἁγιάσουμε τὴ γλῶσσα καὶ τὴν ψυχή μας. Ἀρκεῖ καὶ μόνο ἕνας λόγος καὶ μιὰ ἐνθύμηση γιὰ τὴ δόξα τῆς Παναγίας, γιὰ νὰ ἀνυψώσει τὴν ψυχὴ καὶ τὴν διάνοια καὶ νὰ μᾶς μεταμορφώσει ἀπὸ σαρκικοὺς σὲ πνευματικοὺς καὶ ἀπὸ βέβηλους σὲ ἁγίους2.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας ὄχι μόνο ἐγκωμιάζει τὴ ζωὴ καὶ «τὴν εὐεργετικὴ παρουσία τῆς Παναγίας στὸν κόσμο, ἀλλὰ μὲ βάση τὸ πρόσωπό της προσπαθεῖ νὰ δώσει ἀπάντηση στὸ μεγάλο πρόβλημα ποὺ εἶχε θέσει ὁ ἀνθρωπισμός. Γιατὶ ὅταν ὑποτιμᾶται τὸ μεγαλεῖο τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας φαλκιδεύεται ἡ ἴδια ἡ χριστιανικὴ ζωή3. Ζώντας ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας αὐτὴ τὴν κρίσιμη ἐποχὴ τοῦ δέκατου τέταρτου αἰῶνα, προβάλλει τὴν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία μέσα ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Στὴν πρόκληση τοῦ ἀνθρωποκεντρικοῦ Οὐμανισμοῦ ἀντιπαραθέτει τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας ποὺ ἐκπροσωπεῖ τὸν «κατ' εἰκόνα» Θεοῦ ἄνθρωπο, τὸν προικισμένο μὲ τὴ δύναμη τοῦ «καθ' ὁμοίωσιν»4. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἔδωσε μιὰ νέα διάσταση στὸ δόγμα τῆς Παρθένου Μαρίας. Δὲν τὸ ἑρμήνευσε μόνο Χριστολογικά, ὅπως οἱ προηγούμενοι Πατέρες τῆς Ἐκκκλησίας5, ἀλλὰ πρόβαλε συγχρόνως καὶ τὴν ἀνθρωπολογικὴ σημασία του. Ἡ Παναγία ἀποκαλύπτει τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴν καταξιώνει καὶ τὴν προσανατολίζει πρὸς τὸ Χριστό. Ἔτσι ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα καὶ ἡ διδασκαλία του γιὰ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου ἀλληλοπλέκονται ἔχοντας ὡς κέντρο τὸ Χριστό, ποὺ εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος.




Ἡ Παναγία ὁ πρῶτος καὶ τέλειος ἄνθρωπος




Ἡ Παναγία καταγόταν ἀπὸ τὴν ἁγία ρίζα τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας. Ἡ γέννησή της δὲν ἦταν ἁπλὰ μόνο «φύσεως τόκος», ἀλλὰ καὶ καρπὸς τῆς ἐνάρετης ζωῆς καὶ τῆς δύναμης τῆς προσευχῆς τῶν γονιῶν της6. Ὁ Ἰωακείμ καὶ ἡ Ἄννα ὑπερεῖχαν στὴν ἀρετὴ ἀπὸ ὅλους τοὺς δίκαιους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ξεχώριζαν γιὰ τὴν ἀκρίβεια τῆς τήρησης τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γίνουν οἱ πιὸ ἀγαπητοὶ στὸ Θεό, «θεοφιλεῖς» καὶ οἰκεῖοι σ' Αὐτόν7. Ἦταν πιστοὶ τηρητὲς τοῦ νόμου, δίκαιοι μὲ ἔνθερμο ζῆλο πρὸς κάθε ἀγαθό, γι' αὐτὸ ὁ Θεὸς ἔλυσε τὴ στειρότητα τῆς φύσεώς τους καὶ εἰσάκουσε τὸ αἴτημα τῶν προσευχῶν τους. Γιὰ τὴ μεγάλη ἀρετή τους ἀξιώθηκαν ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ φέρουν τὸν τελειότερο καρπὸ τοῦ νόμου, τὸ θησαυρὸ τῆς χάριτος, τὴν Παρθένο Μαρία καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἔγιναν συνεργοὶ Θεοῦ στὸ ἔργο τῆς θείας Οἰκονομίας8. Ἡ Παναγία ἦταν τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ ποὺ τιμοῦσε τοὺς ἀγῶνες τους γιὰ τὴ βίωση τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, ἦταν ἡ φανέρωση τῆς ἁγιότητάς τους9.
Ἡ ἁγία αὐτὴ καταβολὴ τῆς Παναγίας ἀποτελεῖ γιὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα τὴ βάση καὶ τὴν ἀφετηρία τῆς πνευματικῆς πορείας της10. Ἡ Παναγία, θυγατέρα σωφρόνων γονέων ποὺ τελειώθηκαν στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκηση, ἦταν εὔλογο νὰ παρέμενε πάναγνη καὶ πανάρετη. Ἡ ἁγιότητά της προετοιμαζόταν ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς γονεῖς της σ' ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ ἐπίγειου βίου τους11. Ἡ Παναγία ὡς ἄνθρωπος κληρονόμησε ἀπὸ τοὺς γονεῖς της τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν καθαρότητα. Αὐτὲς τὶς κληρονομικὲς καταβολές χρησιμοποιώντας στὴ ζωή της12 τελειοποίησε τὴν ἁγιότητα τῶν γονιῶν της καὶ ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ ἀνα­δειχθεῖ ὁ «πρῶτος ἄνθρωπος» τῆς δημιουργίας13.
Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ προικισμένος μὲ τὸ νοῦ, τὴ θέληση, τὸ αὐτεξούσιο καὶ πολλὰ ἄλλα χαρίσματα. Ἀξιοποιώντας τὰ χαρίσματα αὐτὰ τῆς «κατ' εἰκόνα» Θεοῦ δημιουργίας του, ὁ ἄνθρωπος θὰ μποροῦσε νὰ ζήσει μ' ἕναν θαυμαστὸ τρόπο ποὺ θὰ ξεχώριζε ὡς τὸ τελειότερο καὶ ὡραιότερο δημιούργημα τῆς κτίσης. Τὰ στοιχεῖα ποὺ συνθέτουν τὸν ἀληθινὸ ἄνθρωπο καὶ προσδιορίζουν τὸν ξεχωριστὸ τρόπο τῆς ζωῆς του εἶναι τὸ ν' ἀγαπᾶ τὸ Θεὸ μὲ καθαρὸ τρόπο, νὰ ζεῖ ἔλλογα, νὰ κυριαρχεῖ στὰ πάθη του καὶ νὰ εἶναι ἄγευστος ἀπὸ τὴν πίκρα τῆς ἁμαρτίας14. Ἡ δύναμη αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ νικᾶ κάθε ἁμαρτία δὲν σημαίνει ἀπόλυτη ἐλευθερία ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, ὅπως συμβαίνει στὸ Θεό. Σημαίνει ὅμως πὼς ἡ διάπραξή της δὲν ὀφείλεται στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ στὴν ἐλευθερία τῆς γνώμης, στὴν προαίρεσή του15. Χωρὶς τὴν ἐλευθερία αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος χάνει τὴν ταυτότητά του, ἐξισώνεται μὲ τὰ ἄλογα ζῶα καὶ δὲν εἶναι ὑπεύθυνος οὔτε γιὰ τὴν ἐπιβράβευση, οὔτε γιὰ τὴν τιμωρία τῶν πράξεών του. Γι' αὐτὸ ἂν στὸ νοῦ, στὴ θέληση καὶ στὸ αὐτεξούσιο βρίσκεται τὸ «εἶναι» τοῦ ἀνθρώπου, στὴ σωστὴ χρήση αὐτῶν ἔγκειται τὸ «εὖ εἶναι», ἡ δυνατότητα νὰ ζεῖ κανεὶς χωρὶς ν' ἁμαρτάνει στὴ ζωή του16. Ἐπομένως ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας ἔβαλε μέσα στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου τὴ δύναμη ν' ἀντιστέκεται καὶ νὰ νικᾶ τὴν ἁμαρτία. Στὴν ἀρχὴ βέβαια τοῦ ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ μετατρέπει τὴ δύναμη αὐτὴ σὲ ἐνέργεια μὲ τὴ δική του προσπάθεια καὶ τοὺς δικούς του κόπους, ὥστε νὰ γίνει ἀπὸ μόνος του «οἴκοθεν» ἀγαθός. Στὴ συνέχεια, θὰ σταματοῦσαν οἱ κόποι του, θὰ ἔμενε ἀναμάρτητος καὶ ἑδραιωμένος στὸ καλὸ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ χωρὶς τοὺς ἀγῶνες του17. Ζώντας ὁ ἄνθρωπος μέ αὐτὴ τὴν καθαρότητα καὶ διατηρώντας ἀμόλυντη τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα του, θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκαλύψει τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ στὸν κόσμο: «μόνος γὰρ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τὴν εἰκόνα κομίζων, ἂν αὐτὸς καθαρός, ὅπερ ἐστί, φανῆ, προσγεγραμμένον ἔχων νόθον οὐδέν, ἀληθῶς δεῖξαι δύναιτ' ἂν αὐτὸν τὸν Θεόν»18. Μὲ τὴν πτώση ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἄλλαξε τὴν πορεία τῆς ζωῆς του, γιατὶ κατολίσθησε στὴν πολύμορφη ἁμαρτία. Ἡ δύναμη κατὰ τῆς ἁμαρτίας, ποὺ ὑπῆρχε στὴ φύση του, ἔμενε ἀνενέργητη. Κανένας ἄνθρωπος δὲν ἦταν καθαρὸς καὶ φαινόταν ὅτι τὸ κακὸ βρισκόταν στὴν ἴδια τὴ φύση του. Μὲ ἀποτέλεσμα ἡ φυσικὴ ὡραιότητα τοῦ ἀνθρώπου παρέμενε κρυμμένη μέσα σὲ ἀναρίθμητα ἀνθρώπινα σώματα καὶ ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος δὲν εἶχε φανερωθεῖ ἀκόμη19.
Μόνο ἡ Παναγία, ἂν καὶ ἦταν μέτοχος τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος κληρονομώντας ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὴν εὐαισθησία καὶ τὴν ροπὴ πρὸς τὸ κακό, ἀντιστάθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος σὲ κάθε κακία. Ἀγωνίστηκε χωρὶς νὰ λάβει ἐπιπλέον βοήθεια ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ χωρὶς νὰ ἔχει κανένα ξεχωριστὸ προνόμιο, ἀλλὰ μόνο ὡς ἄνθρωπος20 ποὺ ἦταν, χρησιμοποίησε τὴ δύναμη καὶ τὰ ὅπλα τοῦ «κατ' εἰκόνα» ποὺ δώρισε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο κατὰ τὴ δημιουργία του21. Μὲ τὴν ἀγάπη της στὸ Θεό, τὴ ρωμαλεότητα τῆς σκέψης της, τὴ σταθερότητα τῆς θέλησής της καὶ τὴ μεγαλειώδη σωφροσύνη της νίκησε κάθε ἁμαρ­τία22. Τὸ πιὸ θαυμαστὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι ἡ Παναγία δὲν ζοῦσε μέσα στὴν τρυφὴ τοῦ Παραδείσου, ὅπως ὁ Ἀδάμ, οὔτε μέσα στὴ χάρη τῶν μυστηρίων, ὅπως οἱ ἄνθρωποι μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Κατάφερε ὅμως «ἐν μεσημβρίᾳ κακῶν», στὸν τόπο τῆς καταδίκης ποὺ κανένας δὲν μποροῦσε νὰ ἀντισταθεῖ στὸ κακό, ἀξιοποιώντας μόνο τὰ κοινὰ χαρίσματα τοῦ «κατ' εἰκόνα», νὰ ξεφύγει τὴν κοινὴ ἀρρώστια τῆς ἁμαρτίας23. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ διαφύλαξε τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀνόθευτη «παντὸς ἀλλο­τρίου»24 καὶ ἀπέδωσε στὸ Θεὸ ἀμόλυντη τὴν ὡραιότητα ποὺ χάρισε στὸν ἄνθρωπο25. Γι' αὐτὸ ἡ Παναγία ἀπ' ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν ἦταν ἡ μόνη καὶ ἡ πρώτη ποὺ φανέρωσε τὸν ἀληθινὸ ἄνθρωπο, καθαρὸ καὶ ἀκέραιο ὅπως εἶχε δημιουργηθεῖ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἀποκάλυψε τὸ πρωτόκτιστο κάλλος του καὶ τὴ δύναμη ποὺ εἶχε μέσα του νὰ νικᾶ τὴν ἁμαρτία: «καὶ οὔτως ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ καθάπερ ἐν τῷ παραδείσῳ, καθαρὸν καὶ ὁλόκληρον τὸν ἄνθρωπον ἔδειξε καὶ οἷος τὴν ἀρχὴν ἐπλάσθη καὶ οἷον αὐτὸν μένειν ἐχρῆν καὶ ὁποῖος ἂν ἦν ἔπειτα περὶ τῆς εὐγενείας ἠγωνισμένος»26.
Τὸ μεγαλεῖο τῆς Παναγίας ἔγκειται στὸ ὅτι δὲν ἦταν μόνο ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἀλλὰ καὶ ὁ τέλειος, γιατὶ πραγματοποίησε τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο πλάστηκε ὁ ἄνθρωπος. Σκοπός του ἦταν νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ Θεό, ἀφοῦ πρῶτα μὲ τὴ δική του προσπάθεια νικοῦσε τὴν ἁμαρτία. Ἡ Παναγία διατήρησε ἀμόλυντη τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ κάθε ἁμαρτία καὶ ἀξιώθηκε νὰ γίνει ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ, Θεοτόκος27. Ὁλόκληρος ὁ βίος τῆς Παναγίας ἦταν μιὰ πορεία πρὸς τὴν τελειότητα, «καθ' ὁμοίωσιν» Θεοῦ. Αὐτὸν τὸν «καθ' ὁμοίωσιν» Θεοῦ ἄνθρωπο, ἐκπροσωπεῖ ἡ Παναγία28. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ ἱερὸς συγγραφέας τονίζει πὼς ἡ Θεοτόκος ἀποτελοῦσε τὸν κανόνα καὶ τὸ πρότυπο γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο μὲ τελικὸ σκοπὸ τὴ θέωση ἔχοντας ὡς πρότυπό Του τὴν Παναγία, γιατὶ ἦταν ἡ μόνη ποὺ ἀνέδειξε τὴν τέλεια ἀνθρώπινη φύση. Τὸν δημιούργησε ἔτσι, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ πάρει ἀργότερα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τὴ Μητέρα Του, ὅταν θὰ ἐρχόταν τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου29. Ἄλλωστε γιὰ νὰ μπορέσει νὰ γίνει δυνατὴ ἡ ἕνωση τῆς θείας μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση στὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ἔπρεπε ἡ κάθε φύση νὰ παρουσιαστεῖ μόνη της καὶ χωριστὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ὁ Θεὸς φανερώθηκε, ὅπως ἦταν δυνατὸν σ' Αὐτὸν νὰ φανερωθεῖ, καὶ ἡ Παναγία φανέρωσε τὴν ἀνθρώπινη φύση30. Ἐπομένως γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀνάγκη νὰ ὑπάρξει κάποιος ἄνθρωπος, ποὺ θὰ ὑλοποιοῦσε τὸ σκοπὸ τὸν ὁποῖο ἔθεσε ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας του. Νὰ ὑπάρξει ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἁμαρτήσει, ἀλλὰ μὲ τὴ δική του δύναμη, τὴν προθυμία καὶ τὸ ζῆλο του θὰ νικοῦσε τὴν ἁμαρτία καὶ θὰ ζοῦσε χωρὶς τὴν πικρὴ γεύση της. Ζώντας χωρὶς τὴν ἁμαρτία θὰ φανέρωνε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ ζεῖ ὁ ῎ανθρωπος στὴ γῆ31. Σ' αὐτὴ τὴν τελειότητα ὅμως εἶχε φτάσει μόνο ἡ Παναγία ποὺ μὲ τὴ ζωή της ἀποκάλυψε τὸ μεγαλεῖο τοῦ δημιουργοῦ. Φανέρωσε τὴν ἄφατη σοφία Του καὶ τὴν ἀπέραντη φιλανθρωπία Του, ἀποδίδοντας σ' Αὐτὸν τὴν πρέπουσα τιμὴ καὶ δόξα32.




Ἡ ἄσκηση καὶ ἡ συνεργία τῆς Παναγίας




Ἡ ἀνάδειξη τῆς Παναγίας ὡς τοῦ κατ' ἐξοχὴν προσώπου τῆς Ὀρθόδοξης πνευματικῆς ζωῆς συμπορεύεται ἀπαραίτητα μὲ τὸ ἐπίπονο στάδιο τῆς ἄσκησης. Ἄλλωστε ἡ βάση τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἄσκηση καὶ ὁ ἄνθρωπος καταξιώνεται ὡς πρόσωπο μόνο μέσα ἀπὸ τὴν ἄσκηση. Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας προβάλλει τὴν ἐσωτερικὴ ἄσκηση τῆς Παναγίας, ποὺ πραγματοποιεῖται στὰ βάθη τῆς ψυχῆς, δίνοντας ἔμφαση στὴν τριμερὴ κάθαρσή της - τοῦ νοῦ, τῆς θέλησης καὶ τῆς ἐπιθυμίας. Ὁ βίος τῆς Παναγίας ἦταν ἀ­σκητικός33. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ βίου της βάδισε τὸ δρόμο τῆς τελειώσεως. Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας τονίζει πὼς ἡ Παναγία ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ γεννήθηκε εἶχε βάλει σὰν σκοπό της νὰ οἰκοδομεῖ κατάλυμα κατάλληλο γιὰ τὸν Θεό, ἀντάξιο γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἔφερνε τὴ σωτηρία στὸν κόσμο. Ὅπως ἀκριβῶς μιὰ πόλη λαμπρὴ ποὺ ξεχωρίζει γιὰ τὴν ὀμορφιά, τὸν πλοῦτο, τὸν πολιτισμὸ ἀποτελεῖ γιὰ τὸν βασιλιὰ τὴν πρωτεύουσα τοῦ κράτους του, τὸ σύμβολο τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς δύναμής του, ἔτσι καὶ ἡ Παναγία ξεχώρισε ἀπὸ τὴν κτίση ὡς ἡ μοναδικὴ κατοικία τοῦ Θεοῦ χωρὶς νὰ ἔχει τὸ παραμικρὸ σπίλο ἢ ψεγάδι34.
Ἡ ἄσκηση τῆς Παναγίας ξεπέρασε τὰ ἀνθρώπινα μέτρα. Ἦταν «ὑπερφυὴς» γιατὶ τίποτα δὲν ἐμπόδιζε τὸ διαρκὴ προσανατολισμὸ τοῦ νοῦ της πρὸς τὸν Θεό. Ἂν καὶ ζοῦσε μέσα στὸν «κατακλυσμὸ τῆς κακίας», παρέμεινε ἀνεπηρέαστη ἀπὸ κάθε μολυσμὸ τῆς ἁμαρτίας, ἀπροσπέλαστη ἀπὸ κάθε ἀρνητικὴ ἐπιρροή της καὶ οὔτε κἂν αἰσθάνθηκε τὴν κακία ποὺ κατέκλυζε τὴ γῆ. Ἦταν ξένη πρὸς ὅλα ἐκεῖνα ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ νοθεύσουν τὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ της35. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ διατήρησε τὴ σκέψη της «ἄσυλη» καὶ ἱερὴ σὰν νὰ ζοῦσε μέσα στὴν «ἀρχαία ἑστία» τοῦ Παραδείσου, ὅπου καμιὰ ἁμαρτία δὲν εἶχε συντελεστεῖ ἀκόμη ἀπὸ κανέναν ἄνθρωπο36. Ὁ νοῦς τῆς Παναγίας ἦταν σταθερὰ προσηλωμένος στὸν Θεό, ὅμοιος μὲ φτερούγισμα ποὺ δὲ δείλιαζε μπρὸς σὲ κανένα ὕψος, ξεπερνώντας καὶ αὐτὸ τὸ πέταγμα τῶν Ἀγγέλων. Αὐτὴ ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἀφοσίωση τοῦ νοῦ της στὸ Θεὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα καὶ κάθε ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς της νὰ εἶναι στραμμένη πρὸς Αὐτόν, τὸν μόνον Ἐφετόν. Ὁ θεῖος ἔρωτάς της ἐπεσκίασε καὶ ἀφομοίωσε κάθε ἄλλη ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς της37, γι' αὐτὸ ὅταν ὁ Θεὸς θέλησε νὰ κατεβεῖ στὴ γῆ, καμιὰ ἁμαρτία δὲν Τὸν ἐμπόδισε νὰ εἰσέλθει καὶ νὰ σκηνώσει σ' αὐτήν, τὴ μόνη ἁγνὴ καὶ καθαρή38.
Ἡ κοπιώδης ἄσκηση τῆς Παναγίας, μὲ τὴ σύμπραξη ὅλων τῶν δυνάμεών της γιὰ τὴν κάθαρση τοῦ νοῦ καὶ τῆς ἐπιθυμίας, ἀναγνωρίστηκε καὶ ἐπιβραβεύτηκε μὲ τὴν εἴσοδό της στὸν ἱερότερο χῶρο τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομώντα, τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ὡς τὴ νεανική της ἠλικία. Ἡ Παναγία χρησιμοποιοῦσε τὸ χῶρο αὐτὸ ὡς μόνιμη κατοικία χωρὶς νὰ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὶς ἐξιλαστήριες θυσίες. Ἐνῶ ὁ Ἀρχιερέας ἔμπαινε στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε καθαριστεῖ μὲ μεγάλη προσοχὴ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, τελώντας τὶς ἀπαραίτητες θυσίες. Μέσα στὸ Ναὸ Ἄγγελος Κυρίου εἶχε ἀναλάβει τὴν καθημερινὴ διατροφή της, γεγονὸς ποὺ φανέρωνε τὴν ἀποδέσμευση τοῦ νοῦ της ἀπὸ τὰ γήινα καὶ τὴ διηνεκὴ ἐνασχόλησή της μὲ τὰ ἀνώτερα καὶ πνευμα­τικά39. Τὸ ἔνθεο αὐτὸ ψυχικὸ κάλλος τῆς Παναγίας ἦταν ἀδύνατο νὰ μείνει κρυμμένο καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ λαμπρὸ φῶς τοῦ ἐνάρετου βίου της γίνεται αἰσθητὸ καὶ ἐπηρεάζει ὅλους ὅσους ἦταν τυφλοὶ καὶ βυθισμένοι στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας40. Γι' αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι τὴν ξεχώρισαν καὶ τὴν τίμησαν προσφέροντας γιὰ κατοικία της τὸν πιὸ ἱερὸ χῶρο, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένος σὰν δῶρο ὅλης τῆς κτίσης μόνο στὸ Θεό. Ἡ καθαρότητά της ἦταν τόσο τέλεια, ὥστε οἱ ἄνθρωποι θεώρησαν πὼς ὁ ἴδιος χῶρος ποὺ ἦταν ναὸς τοῦ Θεοῦ ἔπρεπε νὰ γίνει καὶ κατοικία τῆς Παναγίας ἢ καλύτερα ἔπρεπε ἡ κατοικία τῆς Παναγίας νὰ εἶναι καὶ ναὸς τοῦ Θεοῦ41.
Ἡ συνεχὴς καὶ ἐπίπονη ἄσκηση τῆς Παναγίας ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν κάθαρση τῆς θέλησής της. Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, ποὺ ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ δογματικὸς θεμελιωτὴς τῆς ἁγιότητας τῆς Παναγίας42, τονίζει πὼς ἡ Παναγία ἔφτασε στὴν κορυφὴ τῆς ἁγιότητας, γιατὶ εἶχε συμμορφώσει τὸ θέλημά της μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἱερὸς συγγραφέας συνεχίζει ὑπογραμμίζοντας ὅτι ἡ Παναγία, ἂν καὶ μετεῖχε σ' ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ πεσόντος γένους τῶν ἀνθρώπων43, δὲν υἱοθέτησε τὴν ἴδια νοοτροπία, οὔτε παρασύρθηκε ἀπὸ τὴ συνήθεια καὶ τὴ ροπὴ πρὸς τὸ κακό. Ἀλλὰ ἀντιστάθηκε στὴ φθορὰ τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ νίκησε τὴν ἁμαρτία δίνοντας ἕνα τελειωτικὸ χτύπημα σ' αὐτήν. Πέτυχε τὴν νίκη αὐτὴ διατηρώντας τὴ θέλησή της τόσο καθαρὴ σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχε κανένας ἄνθρωπος πάνω στὴ γῆ, καὶ μάλιστα σὰν νὰ βρισκόταν μόνη μπροστὰ στὸ μόνο Θεό44. Τίποτα τὸ ἀνθρώπινο δὲν ἀποσποῦσε τὴν προσοχὴ της. Σὲ κανένα δημιούργημα τῆς κτίσης δὲν συγκέντρωσε τὸ ἐνδιαφέρον της, ἀλλὰ προσέφερε ὅλη τὴν ὕπαρξή της στὸ Θεό. Ἀναλώνει τὴ θέλησή της στὸ Θεό, ἐγκαταλείπει τὸν ἑαυτό της καὶ ζεῖ μόνο γι' Αὐτόν. Αὐτὴ ἡ πλήρης ἐγκατάλειψη καὶ ἡ ἐκούσια προσφορά της στὸ Θεὸ ἀνακαινίζει καὶ μεταμορφώνει τὴ θέλησή της. Ἡ ὕπαρξή της δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ παρὰ μόνον ὡς ἀπόλυτη ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ποὺ γίνεται καὶ δικὸ της θέλημα.
Ἡ πρωτοφανὴς καθαρότητα τῆς θέλησης τῆς Παναγίας συμβολιζόταν ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μὲ τὸν ἱερὸ καὶ ἄβατο χῶρο, τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Ἡ Παναγία, ἂν καὶ «τῆς γῆς ἀνασχοῦσα», ἀποχωρίστηκε μὲ τὴ θέλησή της ὅλα τὰ χοϊκὰ πράγματα καὶ δὲν ἔφερε στὴν ψυχή της κάτι ποὺ νὰ μὴν ἦταν ἐξ' ὁλοκλήρου ἅγιο καὶ ἱερό45. Γι' αὐτὸ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων συμβόλιζαν τὴν πλήρη καθαρότητα, τὴν τέλεια ἁγνότητα καὶ τὴν μοναδικὴ ἁγιότητα τῆς Παναγίας. Ἡ εἴσοδός της στὸν ἱερὸ αὐτὸ χῶρο δὲν τιμᾶ τὴν Παναγία, ἀλλὰ περισσότερο ἡ ἴδια καταξιώνει τὸν χῶρο αὐτό. Ὁ ναὸς ἦταν τόσο πολὺ σεβαστός, καὶ ἀπαγορευόταν ἡ εἴσοδος στοὺς ἀνθρώπους, ἐπειδὴ θὰ δεχόταν τὴν ἴδια τὴν Παναγία. Τιμοῦσε καὶ κρατοῦσε τὸν ἑαυτό του μόνο γι' αὐτήν, ποὺ διατήρησε τὴ θέλησή της ἀπρόσβλητη ἀπὸ κάθε κακία καὶ ἀνώτερη ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη μικρότητα. Οὔτε τὸ μάννα, οὔτε ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρών, οὔτε οἱ πλάκες τῶν δέκα ἐντολῶν ποὺ φυλάσσονταν στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, δὲν ἦταν τόσο πολύτιμα καὶ ἱερὰ ὅσο ἡ Παναγία. Ὅλα αὐτὰ ἦταν σύμβολα ποὺ εἶχαν τὴν ἀναφορά τους καὶ ὁδηγοῦσαν στὴ Θεοτόκο. Εἶχαν ξεχωριστὴ ἀξία, γιατὶ προεικόνιζαν τὴν ἁγιότητά της46.
Στὸν Εὐαγγελισμὸ ἡ Παναγία ἀξιώθηκε ν' ἀκούσει ἀπὸ τὸν Ἄγγελο τὸ «χαῖρε κεχαριτωμένη», ὅτι τῆς ἁρμόζει ἡ τέλεια χαρά, γιατὶ μὲ τὴν ὑπακοή της στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ δὲν εἶχε κανένα κοινὸ μὲ τὴν ἁμαρτία, εἶχε καθαρίσει τὴ θέλησή της ἀπὸ κάθε ρύπο φτάνοντας στὴν ὕψιστη τελείωση καὶ ἁγιότητα. Ἐνῶ ἀντίθετα ἡ Εὔα δοκίμασε τὴ λύπη στὴ ζωή της, γιατί, λόγω τῆς παρακοῆς καὶ τῆς ἀποστροφῆς της πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁδηγήθηκε στὴν πρόξενο κάθε λύπης καὶ πόνου, τὴν ἁμαρ­τία47.
Ἡ καθαρότητα τῆς θέλησης τῆς Παναγίας ἀποκαλύπτεται καὶ ὅταν ρώτησε τὸν Ἄγγελο μὲ ποιὸ τρόπο θὰ κυοφορήσει τὸ Σωτῆρα Χριστό. Ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ τῆς ἀπάντησε κάνοντας λόγο μόνο γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴ δύναμη τοῦ Ὑψίστου: «Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ, καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι»48. Δὲν ἀναφέρει ὅμως πουθενὰ γιὰ ἄφεση ἁμαρτιῶν καὶ γιὰ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς ἐνοχές. Αὐτὸ φανερώνει πὼς ἡ Παναγία μὲ τὸν προσωπικὸ ἀγῶνα καὶ τὴν ἄσκησή της τὴ στιγμὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἦταν ἀμόλυντη καὶ ἀκηλίδωτη, ἄξια τῆς θείας ἐκλογῆς. Ἡ ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπισφραγίζει τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Παρθένου Μαρίας καὶ ὁλοκληρώνει τὴν τελείωσή της49. Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας ὑπογραμμίζει χαρακτηριστικὰ πὼς ἡ ἔλευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος στὴν Παναγία δὲν σημαίνει κάθαρση ἀλλὰ προσθήκη χαρισμάτων, ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς ἀγγέλους ποὺ δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τὴν ἁμαρ­τία50. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁ ἱερὸς συγγραφέας θέλει νὰ τονίσει πὼς ἡ Παναγία μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἔμεινε ἀμετακίνητη στὸ ἀγαθό, ὅπως οἱ ἄγγελοι ποὺ μετὰ τὴν ἐλεύθερη ἐκλογὴ τῆς ἀρετῆς ἔμειναν σταθεροὶ στὸ κα­λό51. Τὴν ἴδια γνώμη ἔχει καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος συνοψίζει καὶ ἀνακεφαλαιώνει τὴν πατερικὴ σκέψη πάνω στὸ θέμα αὐτὸ: «ἡ καθαρὰ καθαίρεται καὶ ἡ ἁγία ἁγιάζεται πρὸς ἔτι μείζονα ἁγιασμὸν αὐτῆς»52.
Ἡ Παναγία ἀφοσιώθηκε στὴν ἔμπρακτη ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν παρέβηκε ποτὲ τὸ θέλημά Του. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ πρὶν ἀκόμη φανερώσει σωματικὰ τὸν Θεὸ στοὺς ἀνθρώπους, Τὸν ἀποτύπωσε καὶ τὸν ἀπεικόνισε πρῶτα μὲ τὰ ἴδια τὰ ἔργα της πάνω στὸν ἑαυτό της53. Τηρώντας σὲ τέλειο βαθμὸ καὶ μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια τὶς θεῖες ἐντολές, ὁλοκληρώθηκε ὡς πρόσωπο καὶ ἔγινε μέτοχος στὴ θεία ζωή54. Τὴν Παναγία, ποὺ ἦταν ἄσπιλη καὶ ἄχραντη, διάλεξε ὁ Θεὸς ὡς ναὸ γιὰ τὸν ἑαυτό Του προτιμώντας την ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση55. Μὲ τὴν ἐκούσια ἀποδοχὴ τοῦ θείου θελήματος ἡ Παναγία ξεπέρασε κάθε κορυφὴ ἁγιότητας, «πάσαν ἔδειξαν ὑπερβάσαν ἁγιωσύνης ὑπερβολήν». Γι' αὐτὸ ὁ Θεὸς ὄχι μόνο τὴν ἀποκάλεσε τιμητικὰ μητέρα, ἀλλὰ τὴν ἔκανε πραγματικὰ Μητέρα Του56. Ἡ ὑπερβολὴ τῆς ἁγιότητας καταξίωσε τὴν Παναγία νὰ γίνει Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἀδιάκοπη ἄσκηση τῆς Παναγίας γιὰ τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μεταμόρφωσε ὄχι μόνο τὴν ψυχή της ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα της σὲ Ναὸ τοῦ Θεοῦ ἱερώτερο ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο, τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ τὸ σῶμα της δὲν τὸ ἐπεσκίαζαν μόνο οἱ Ἄγγελοι, τὰ Χερουβὶμ καὶ τὰ Σεραφείμ, ὅπως τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, ἀλλὰ τὸ ἐπεσκίαζε ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἡ «δύναμίς» Του57. Ἡ πρωτοφανὴς ἁγνότητα τοῦ σώματος τῆς Παναγίας ἦταν μιὰ «καινὴ θυσία» ἱερώτερη καὶ ἁγιώτερη ἀπὸ κάθε ἄλλη θυσία ποὺ προσφέρθηκε στὸ Θεό. Γι' αὐτὸ τὸ αἷμα τῆς θυσίας αὐτῆς δὲν τὸ δέχτηκε τὸ θυσιαστήριο ἢ δὲν τὸ κατέφαγε ἡ φωτιά, ἀλλὰ τὸ προσέλαβε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς καὶ τὸ φόρεσε ὡς «ἱμάτιο σωτηρίου καὶ χιτῶνα εὐφροσύνης»58. Αὐτὴ ἡ περιβολὴ τοῦ ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ γίνει μέτοχος στὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ νὰ τὴν σώσει. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ δὲν τὴν ὑποτιμᾶ καθόλου, ἀλλὰ ἀντίθετα τὴ θεωρεῖ δόξα Του καὶ βασιλεία Του. Τὸν Θεὸ ποὺ κανένας τόπος μέσα στὴν κτίση, ὅσο καὶ ἂν γινόταν μύριες φορὲς μεγαλύτερη δὲν μποροῦσε νὰ τὸν χωρέσει, Τὸν περιέβαλε ὅμως τὸ αἷμα τῆς Παναγίας, καὶ τὸ αἷμα της ἔγινε αἷμα Θεοῦ59. Τόσο ἅγιο καὶ ἱερὸ ἦταν τὸ σῶμα τῆς Παναγίας ποὺ ἀξιώθηκε νὰ γίνει ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ, ἡ χώρα τοῦ ἀχωρήτου60.
Ἡ ἀσύγκριτη ἀκεραιότητα καὶ καθαρότητα τῆς Παναγίας μετέβαλε τὸ σῶμα της σὲ πνευματικό, ποὺ μὲ τὴν παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος ξεπέρασε τοὺς νόμους τῆς φύσης. Τὸ σῶμα της εἶχε ὑπερβεῖ τὴ γήινη φθαρτότητα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν τὴν ἐμποδίζει νὰ ζεῖ καὶ νὰ ἀπολαμβάνει ἀπὸ τὴν ἐδῶ ζωὴ τὴν αἰώνια μακαριότητα τῆς μέλλουσας Βασιλείας σὲ τελειότερο βαθμὸ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἁγίους. Ἀκόμη εἶχε μείνει ἀμετακίνητη στὸ ἀγαθὸ καὶ στὴν ἀρετὴ πρὶν ἀποχωριστεῖ τὸ σῶμα της, γεγονὸς ποὺ συμβαίνει στοὺς ἁγίους μετὰ τὸ θάνατό τους61. Τὸ πιὸ θαυμαστὸ ὅμως ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ὑπέρλαμπρης ἁγιότητας ἀποτελεῖ ἡ ἐνσώματη μετάστασή της62. Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας προσπαθώντας νὰ δώσει λύση στὸ πρόβλημα τῆς Μετάστασης ἢ τῆς Κοίμησης τῆς Θεοτόκου63τὸ συσχετίζει ὄχι μόνο μὲ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου της ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ὀντολογικὴ σχέση της μὲ τὸ Χριστὸ ὡς Μητέρας Του64. Ἡ Παναγία ἑνώθηκε τόσο στενὰ μὲ τὸ Χριστό, ὥστε συμμετεῖχε ἀπόλυτα στὴ ζωή Του. Ζοῦσε πλήρως «ἐν Χριστῷ». Αὐτὸ σημαίνει πὼς ζοῦσε, ἦταν, βρισκόταν ὅπου καὶ ὁ Χριστὸς: «Ἔδει διὰ πασῶν ἐλθεῖν τῶν ὁδῶν δι' ὧν ὁ Σωτὴρ»65 ἦλθε. Γι' αὐτὸ ἡ Παναγία ἔγινε ὄχι μόνο «σύμμορφος» τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ καὶ τῆς ἔνδοξης Ἀνάστασής Του66. Ἡ ψυχὴ τῆς Παναγίας χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα της, παραδίδεται στὴν ταφή, ἀλλὰ δὲν κατεξουσιάζεται ἀπὸ τὸ θάνατο οὔτε διαλύεται ἀπὸ τὴ φθορά, ὅπως ὑπαγορεύει ἡ φυσικὴ νομοτέλεια. Τὸ πανάγιο σῶμα τῆς Παναγίας, ὅπως καὶ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μένει τρεῖς μέρες στὴ γῆ καὶ μεταβαίνει στὸν οὐρανό. Μετὰ τὴν Κοίμησή της τὸ θεῖο σῶμα τῆς Παναγίας μένει ἀδιάφθορο καὶ γεύεται ἀπὸ τώρα τὴν ἀνάσταση, αὐτὸ ποὺ θὰ συμβεῖ ἐσχατολογικὰ μὲ τὴν καθολικὴ καὶ κοινὴ ἀνάσταση67.
Ἡ Παναγία μὲ τὴν ἀδιάκοπη ἄσκηση κατακόσμησε τὴν προσωπικότητά της μὲ τὴν λαμπρότητα ὅλων τῶν ἀρετῶν. Αὐτὸ τὸ πλήρωμα τῆς ὡραιότητας μὲ τὸ ἀγγελικὸ καὶ παρθενικὸ κάλλος της εἴλκυσε τὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, «ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος», ἔστρεψε τὰ μάτια Του πάνω της, γιὰ νὰ συνεργαστεῖ μαζί της στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας καταγράφει αὐτὰ ποὺ μὲ τὴν ἄσκησή της ἡ Παναγία πραγματοποίησε στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή της, ἐκεῖνα ποὺ προσείλκυσαν τὸν Θεὸ στὴ γῆ. Ποιὰ εἶναι αὐτά; «Βίος πανάμωμος, ζωὴ πάναγνος, ἄρνηση κακίας ἀπάσης, ψυχὴ καθαρωτέρα φωτός, σῶμα διὰ πάντων πνευματικόν, ἡλίου φαιδρότερον, οὐρανοῦ καθαρώτερον, θρόνων χερουβικῶν ἱερώτερον»68. Μὲ τὴν ἄσκησή της ἡ Παναγία προετοίμαζε ἐπὶ ἔτη τὴν προσωπικὴ πνευματικὴ ὁλοκλήρωσή της, γι' αὐτὸ ἀναδείχθηκε ἡ μόνη βοηθὸς τοῦ Δημιουργοῦ. Ὅπως ἡ Εὔα ἔγινε ἡ μόνη βοηθὸς τοῦ Ἀδάμ ἀπὸ ὅλο τὸ βασίλειο τῶν ζώων καὶ τῶν φυτῶν, γιατὶ ἦταν ὁ μόνος ἄνθρωπος. Κατὰ παρόμοιο τρόπο μόνο ἡ Παναγία ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση βοήθησε τὸν Θεό, γιὰ νὰ φανερώσει τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν φιλανθρωπία Του. Γιατὶ ἦταν ἡ μόνη ποὺ μὲ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν ἐνάρετη ζωή της συμμετεῖχε στὴν χρηστότητα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν βρῆκε στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας ἁπλὰ μόνο ἕνα κατάλληλο ὄργανο, ὅπως ὁ γλύπτης ψάχνει νὰ βρεῖ ἕνα κατάλληλο ἐργαλεῖο ποὺ νὰ ἐξυπηρετεῖ στὴν ὑλοποίηση τοῦ σκοποῦ του, ἀλλὰ βρῆκε ἕνα ξεχωριστὸ καὶ ἱκανό συνεργάτη, «συνεργοῦ τυχών ἐπικαιροτάτου», ποὺ μποροῦσε νὰ συμβάλει στὸ ἔργο τῆς θείας Οἰκονομίας69.
Στὸ ἔργο αὐτὸ τῆς ἀναδημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ἀνύψωσής του σὲ πρόσωπο ἀπαραίτητη εἶναι καὶ ἡ ἐλεύθερη συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό. Ἡ Παναγία, ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ πρότυπο συνεργίας μὲ τὸ Θεό. Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας διαπιστώνει πὼς ἀπὸ τὴν μιὰ πλευρά, ἂν ἡ Παναγία δὲν εἶχε μὲ δικὴ της προσωπικὴ ἐπιλογὴ προετοιμαστεῖ κατάλληλα, ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἔβλεπε μὲ εὐμένεια τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ διακονήσει στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἂν ἡ Παναγία δὲν πίστευε στὰ λόγια τοῦ Ἀγγέλου καὶ δὲν ἀποδεχόταν ἐλεύθερα καὶ μὲ τὴν θέλησή της νὰ συνεργαστεῖ μὲ τὸν Θεό, δὲν θὰ πρωτοστατοῦσε στὸ ἔργο τῆς Οἰκονομίας. Αὐτὸ γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὸ ὅτι, ὅσο ἡ Παναγία ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Ἄγγελο ἐξηγήσεις γιὰ τὸν παράδοξο τρόπο τῆς κυοφορίας, ὁ Θεὸς δὲν ἐρχόταν μέσα της. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ ἄκουσε τὴν ἀπάντηση τοῦ Ἀγγέλου, πίστεψε στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας καὶ δέχτηκε ἐλεύθερα τὴν πρόσκληση, ὁ Θεὸς ἀμέσως φόρεσε τὴν ἀνθρώπινη σάρκα καὶ ἔγινε Μητέρα τοῦ Θεοῦ70. Εἶναι χαρακτηριστικὸ πὼς ὁ Θεὸς γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου δὲν ζητᾶ τὴ συνδρομὴ τοῦ Ἀδάμ. Ἐνῶ γιὰ τὴν ἀνακαίνισή του ὁ Θεὸς προϋποθέτει τὴν ἐνεργητικὴ συμμετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ περιμένει τὴν δεκτικότητα καὶ τὴν ἀνταπόκρισή του. Ἐπομένως τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν ἀνάπλαση τοῦ ἀνθρώπου τὴν ἀποφάσισε ὁ Τριαδικὸς Θεὸς καὶ τὴν κύρωσε ἡ Παναγία μὲ τὴν σύμφωνη γνώμη της. Ἡ ἐνανθρώπηση ὑπῆρξε ὄχι μόνο ἔργο τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ καὶ ἔργο τῆς θέλησης καὶ τῆς πίστης τῆς Παναγίας. Ἡ παρουσία τῆς Παναγίας ἦταν ἀπαραίτητα συνθήκη γιὰ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ71. Χωρὶς τὴν συγκατάθεσή της καὶ χωρὶς τὴ συνδρομὴ τῆς πίστης της τὸ θεῖο σχέδιο θὰ ἔμενε απραγματοποίητο72. Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας παρατηρεῖ πὼς ἡ Παναγία ἔπρεπε νὰ ἐπιδείξει χαρακτηριστικὰ ἀντίστοιχα μὲ τὸν Υἱό της. Ὅπως ὁ Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος «ἐκουσίως», μὲ τὴ θέλησή του, ἔτσι καὶ ἡ Παναγία γίνεται Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἐλεύθερα καὶ μὲ τὴ θέλησή της, «μετ' ἐθελουσίου γνώμης γένηται Μήτηρ» Θεοῦ. Καὶ ὅπως ὁ Χριστὸς δὲν προσέλαβε μόνο τὴν σάρκα ἀλλὰ καθετὶ τὸ ἀνθρώπινο καὶ εἶχε καὶ ψυχὴ καὶ νοῦ καὶ θέληση, ἔτσι καὶ ἡ Παναγία δὲν πρόσφερε μόνο τὸ σῶμα της γιὰ τὴ σάρκωση τοῦ Χριστοῦ, σὰν μιὰ ἁπλὴ ἑτεροκίνητη μηχανὴ ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ μιὰ ὁρισμένη δουλειά, ἀλλὰ προσέφερε στὸ Θεὸ καὶ τὸ νοῦ καὶ τὴ θέλησή της, ὅλη τὴν ὕπαρξή της. καὶ γίνεται Μητέρα Θεοῦ καὶ ὡς πρὸς τὸ σῶμα καὶ ὡς πρὸς τὴν ψυχή73.
Μέσα ἀπὸ τὴ στιχομυθία τοῦ Ἀγγέλου μὲ τὴν Παναγία κατὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ διαπιστώνεται ἡ συγκατάθεση καὶ ἡ συναίνεσή της στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ. Ἡ Παναγία ὅμως δὲν δέχεται ἄκριτα καὶ ἀβασάνιστα τὸ μήνυμα τοῦ Ἀγγέλου. Τὰ λόγια του ἀκούγονται παράδοξα καὶ δὲν μπορεῖ εὔκολα νὰ τὰ παραδεχτεῖ74. Ὁ ἀρχάγγελος τῆς ἀναγγέλει κάτι ἐντελῶς πρωτάκουστο, ἀσυνήθιστο, μοναδικό, ποὺ ἀνατρέπει τοὺς νόμους τῆς φύσης καὶ ξεπερνᾶ τὴ λογική. Γι' αὐτὸ εὔλογη προβάλλει ἡ ἀπορία τῆς Παναγίας: «Πῶς ἔσται μοι τοῦτο;»75. Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας ἐπιμένει ἰδιαίτερα στὴν ἐρώτηση τῆς Παναγίας γιὰ τὸν τρόπο πραγματοποίησης τῆς παράδοξης σύλληψης. Τὴν θεωρεῖ ἀπαραίτητη, γιατὶ ἐνισχύει τὴν πίστη τῆς Παναγίας στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ καὶ ταυτόχρονα φανερώνει τὴν βαθιὰ καὶ εἰλικρινὴ πίστη της, τὸ θαυμαστὸ ἡρωισμό της, τὴν ἀσύλληπτη ἀκεραιότητά της, τὸ ἄμετρο ψυχικὸ μεγαλεῖο της76.
Ἡ Παναγία δὲν ἐκπλήσσεται, οὔτε ταράζεται ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Ἀγγέλου, ὅπως ἀκριβῶς δὲν ἐνοχλοῦνται τὰ μάτια ἀπὸ τὸ φῶς καὶ ἡ μέρα ἀπὸ τὸν ἥλιο, γιατὶ γνωρίζει καλὰ πὼς σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό77. Οὔτε πάλι παρασύρεται ἀπὸ τὰ ὑπερβολικὰ ἐγκώμια τοῦ Ἀγγέλου, ἀλλὰ τὸ μόνο ποὺ τὴν ἀπασχολεῖ καὶ σ' αὐτὸ ποὺ συγκεντρώνει τὴν προσοχή της εἶναι νὰ μάθει καὶ νὰ ἐρευνήσει μὲ ἀκρίβεια τὸν τρόπο τῆς θείας σύλλη­ψης78. Ἀπορεῖ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ κυοφορήσει, ἐνῶ ἔχει διαλέξει τὴ ζωὴ τῆς παρθενίας, καὶ μὲ ποιὸ τρόπο μπορεῖ νὰ συμβεῖ κάτι τέτοιο στὴ φύση: «εἰ δὲ καὶ ἡ φύσις ἀκολουθήσει, διδάσκοις ἄν», γιατὶ «παρὰ τοῖς παρθενεύειν προηρημένοις, ὥσπερ ἐγὼ ζῇν εἰλόμην, οὐκ οἶδε κύειν ἡ φύσις»79. Σ' αὐτὸ τὸ διάλογο ἀξιοπρόσεκτο εἶναι ὅτι ἡ Παναγία ἀντιπαρέρχεται καθετὶ ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν δική της προετοιμασία. Δὲν ἐνδιαφέρεται νὰ ρωτήσει ἂν ἔχει καθαρίσει ἱκανοποιητικὰ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή της γιὰ σπουδαία διακονία, γιατὶ ξέρει καλὰ τὸν ἑαυτό της πὼς δὲν ὑπάρχει κανένα ἐμπόδιο, εἶναι κατάλληλα προετοιμασμένη καὶ ἕτοιμη γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Θεοῦ: «Ἐγὼ μὲν τοῦ Θεοῦ πρὸς ὑποδοχὴν ἕτοιμος καὶ ἰκανῶς ἔχω παρασκευῆς»80. Ἡ Παναγία εἶναι συνειδητοποιημένη ὡς πρὸς τὴν ψυχοσωματική της ἀκεραιότητα καὶ ἁγνότητα81, γι' αὐτὸ ὅταν μαθαίνει τὸν τρόπο κυοφορίας, «ἐκ Πνεύματος ἁγίου», ξεπερνᾶ κάθε ἀμφιβολία καὶ ὑποτάσσει στὴν πίστη ὅλα τὰ τυχὸν ἐρωτηματικὰ ποὺ τῆς γεννήθηκαν καὶ δέχεται πρόθυμα νὰ ὑπηρετήσει στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπινου γένους.
Ἡ ἀποδοχὴ τοῦ ἀγγελικοῦ μηνύματος δὲν ἦταν μιὰ ἐπιπόλαιη καὶ βιαστικὴ κατάφαση στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μιὰ ἐλεύθερη, ἐνσυνείδητη καὶ προσωπικὴ ἀνταπόκριση στὴν κλήση Του. Μέσα ἀπὸ τὸ διάλογο αὐτὸ ἀποκαλύπτεται ἡ σύνεση, ἡ σωφροσύνη καὶ ἡ ἀληθινὴ πίστη τῆς Παναγίας82μὲ τὴν ὁποία ἀντιμετώπισε τὸ ὅλο πρόβλημα, χωρὶς νὰ φτάσει στὴ διστακτικότητα τοῦ Ζαχαρία καὶ στὴν ἀπιστία τῆς Εὔας83. Ἡ ἀρχικὴ ἐπιφυλακτικότητα τῆς Παναγίας ἔναντι τοῦ Ἀγγέλου δὲν εἶχε κίνητρο τὴν δυσπιστία, ἀλλὰ ἦταν ἐνδεικτικὴ τῆς σύνεσης, τῆς πίστης καὶ τῆς ἀκεραιότητάς της. Μ' ἕνα λόγο ἦταν ἀπαύγασμα ὁλόκληρου τοῦ ψυχικοῦ μεγαλείου της.
Ἡ στάση καὶ ἡ ἀντιφώνηση τῆς Παναγίας πρὸς τὸν ἀρχάγγελο μὲ τὰ ἁπλὰ λόγια: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου» ὑπαινίσσεται τὴν ξεχωριστὴ ἀρετὴ τῆς Παναγίας, τὴν ταπείνωσή της. Ἡ ταπείνωση ἀποτελεῖ περιεκτικὴ ἀρετή, ἡ ἄσκηση τῆς ὁποίας μαρτυρεῖ ἤδη τὴν ἄσκηση καὶ βίωση ὅλων τῶν ἄλλων ἀρετῶν84. Αὐτὴ ἡ βαθειὰ ταπείνωση τῆς Παναγίας σὰν μαγνήτης εἴλκυσε τὸ πλήρωμα τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ85. Τὸ «μέγιστον καὶ ὑπερφυὲς» στὴν ἄφατη ταπείνωση τῆς Παναγίας εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι χωρὶς νὰ ξέρει τίποτα, χωρὶς καμιὰ προειδοποίηση, ἦταν τόσο καλὰ προετοιμασμένη γιὰ τὸ μυστήριο τῆς ἐνσάρκωσης, ὥστε μόλις ὁ Θεὸς θέλησε ξαφνικὰ νὰ κατεβεῖ στὴ γῆ, ἦταν σὲ θέση νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ μὲ ψυχὴ ἕτοιμη, ἄγρυπνη καὶ καθαρή86. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἄγνοια τῆς Παναγίας ἀπέδειξε καλύτερα τὸ πόσο πολὺ τελειοποίησε τὴν ψυχή της, τὁ ὅτι ἔφτασε στὴν κορυφὴ τῆς ἁγιότητας, ὥστε ὁ Θεὸς τὴν διάλεξε γιὰ Μητέρα Του ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν κτίση.





Ἡ προσφορὰ καὶ τὸ ἔργο τῆς Παναγίας





Ἡ τελειότητα τῆς ἀρετῆς τῆς Παναγίας ἦταν ἡ δύναμή της. Μὲ τὴ δύναμη αὐτὴ τῶν ἀρετῶν της ἔδωσε τέλος στὴν κυριαρχία τῆς ἁμαρτίας ποὺ καταδυνάστευε τοὺς ἀνθρώπους: «καὶ ἤρκεσε μιᾶς ψυχῆς ἀρετὴ πρὸς τὴν τῶν ἀπάντων τῶν ἐξ αἰῶνος ἀνθρώπων στῆναι κακίαν»87. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ Παναγία ἔγινε ἡ Κιβωτὸς ποὺ διέσωσε τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὸ φοβερὸ κατακλυσμὸ τῆς ἁμαρτίας, ὅπως ἀκριβῶς ἔκανε καὶ ἡ Κιβωτὸς τοῦ Νῶε στὴν Παλαιὰ Δια­θήκη88. Ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀρετὴ τῆς Παναγίας ξέπλυνε τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ τὸ μίασμα τῆς ἁμαρτίας καὶ ἐξάλειψε τὴν αἰσχύνη ποὺ τῆς προκαλοῦσε καταργώντας ταυτόχρονα καὶ τὴν «ὕβρι» τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ διαβόλου89. Ἡ νίκη αὐτὴ τῆς ἁμαρτίας δὲν περιορίστηκε μόνο στὴν Παναγία, ἀλλὰ μεταδόθηκε σ' ὅλους τοὺς ἀνθρώπους90. Γιατὶ σύμφωνα μὲ τὴ θεμελιώδη ἀλήθεια τῆς ὀρθοδόξου πίστης ἡ ὕπαρξη κάθε ἀνθρώπου εἶναι στενὰ συνδεδεμένη μὲ τὴν ὕπαρξη τῶν ἄλλων. Αὐτὴ ἡ ὀντολογικὴ κοινωνία καὶ ἡ ἑνότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ καθαρότητα ἑνὸς προσώπου νὰ ρέει σ' ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἐπομένως ἡ νίκη τῆς Παναγίας κατὰ τῆς ἁμαρτίας δὲν θεωρήθηκε ποτὲ ὡς προσωπική της μόνο δόξα, ἀλλὰ σὰν νίκη ποὺ τὴν πέτυχαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Μὲ τὴ δική της νίκη κόσμησε τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀποκρύπτοντας τὴν ἀσχήμια του. Δὲν τὸ ἔκανε νὰ ντρέπεται σὰν νὰ νικήθηκε, ἀλλὰ τὸ φανέρωσε λαμπρότερο. Οὔτε μὲ τὸ νὰ γίνει ἐξαιρετικὰ καλὴ καὶ ὡραία ἀποκάλυψε τὴν ἁμαρτωλότητα τῶν ἄλλων, ἀλλὰ μὲ τὴν νίκη της ἀπάλλαξε ἀπὸ κάθε κακία ὅλους τοὺς νικημένους καὶ τοὺς χάρισε πνευματικὸ κάλλος καὶ ὡραιότη­τα91. Ἡ ὑπεροχὴ τῆς ἀρετῆς τῆς Παναγίας ἐξάγνισε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἔγινε ἡ κάθαρση καὶ ὁ ἱλασμός τους92. Ἡ δική της καθαρότητα προσφέρθηκε σὰν θυσία «προτέλειος καὶ καθαρτήριος» πρὶν ἀπὸ τὴν σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸ καλὸ ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Μόνη αὐτὴ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους παρουσίασε ψυχὴ ἀπόλυτα καθαρή, ποὺ «συνεκάλυψε πᾶσαν ἀνθρωπίνην πονηρίαν» καὶ ὑπερασπίστηκε μὲ τὴν ἀρετή της καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους93.
Ἡ μοναδικὴ ὡραιότητα τῆς Παναγίας ἀνέδειξε ὡραία καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση94, γι' αὐτὸ ἡ Παναγία θεωρεῖται ἡ αἰτία κάθε ὡραιότητας καὶ μεγαλοπρέπειας ποὺ ὑπάρχει στὸν ἄνθρωπο. Στὴν Παναγία, βέβαια, βασίζεται καὶ ὅλο τὸ «εἶναι» τοῦ ἀνθρώπου, γιατὶ ἡ Παναγία ἀποκάλυψε τὴν ὡραιότητα τῆς ἀρχικῆς του δημιουργίας, συνέβαλε στὴν ἀποκατάσταση τοῦ «κατ' εἰκόνα» ποὺ εἶχε ἀμαυρωθεῖ μὲ τὴν πτώση του καὶ ἀνέπλασε τὴν εὐπρέπεια τοῦ κάλλους του ποὺ εἶχε ἀφανιστεῖ μὲ τὴν κυριαρχία τοῦ κακοῦ95. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ Παναγία συνέπραξε στὸ ἔργο τῆς ἀνακαίνισης τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Ὅπως τὸ φῶς τοῦ ἥλιου διαχέεται στὴν ἀτμόσφαιρα καὶ παρουσιάζει τὴν ὡραιότητα τῶν πραγμάτων ποὺ φωτίζονται, παρόμοια καὶ ἡ Παναγία μεταδίδει σ' ὅλους τὸ δικό της λαμπρὸ φῶς καὶ προβάλλει ὅλη τὴν ὡραιότητα καὶ τὴ χάρη τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως αὐτὴ ἀνθοῦσε πρὶν νὰ τὴ χάσει μὲ τὴν πτώση του96. Ἐπειδὴ ἡ Παναγία μόνη ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση ἀποκαλύπτει τὴν πρωτόκτιστη ὡραιότητα τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι καὶ ἡ μόνη διὰ μέσου τῆς ὁποίας μπορεῖ κάθε ἄνθρωπος νὰ γνωρίσει ἀληθινὰ τὸν Δημιουργό: «καὶ μόνη τῶν κτισμάτων ἀληθῶς ἐξῆν ἀπὸ ταύτης τὸν δημιουργὸν ἐπιγνῶναι»97. Ὅπως ἡ διαύγεια τοῦ ἀέρα μᾶς ἐπιτρέπει νὰ βλέπουμε καθαρὰ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, ἔτσι καὶ ἡ καθαρότητα τῆς Παναγίας δὲν ἐμποδίζει κανέναν, ἀλλὰ φανερώνει σ' ὅλους τὸ ἀληθινὸ φῶς τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας τονίζει χαρακτηριστικὰ πὼς μόλις ἡ Παναγία παρουσιάστηκε στὴ γῆ, ἀποκαλύφτηκε ἀμέσως καὶ ὁ Χριστὸς: «ἐπεὶ ἡ Παρθένος ἦν, καὶ αὐτὸς (ὁ Χριστὸς) παντάπασι δῆλος ἦν»98.
Τὸ ὑποβλητικὸ κάλλος τῆς Παναγίας εἴλκυσε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, κατέκτησε Αὐτὸν ποὺ ἦταν ἀπαθὴς καὶ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ χάρη τῆς Παναγίας, Ἐκεῖνος ποὺ ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας ἦταν μισητὸς στοὺς ἀνθρώπους99. Ἡ Παναγία μὲ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου της γκρέμισε τὸ διαχωριστικὸ τεῖχος τῆς ἁμαρτίας ποὺ ὑπῆρχε ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καὶ στὸν Θεό, διέλυσε τὸ μεταξύ τους μῖσος, τοὺς συμφιλίωσε καὶ τοὺς συνένωσε μεταφέροντας τὶς προσευχὲς τῶν ἀνθρώπων στὸν οὐρανό100. Μὲ τὴ λύση τῆς ἔχθρας αὐτῆς ἡ Παναγία ὡς Μητέρα τοῦ Θεανθρώπου προσέφερε τὴ δυνατότητα σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸ Θεὸ καὶ μάλιστα νὰ γίνουν ὁμότιμοι, ὁμόθρονοι καὶ ὁμόθεοι μὲ τὴ θεία φύση101. Ἡ Παναγία ἔγινε ἡ «γέφυρα» καὶ ἡ «κλίμακα» μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς102. Χάρη στὴν ὕπαρξή της ὁ οὐρανὸς γέμισε ἀναγεννημένους ἀνθρώπους ποὺ τοὺς μετέφερε ἡ Παναγία ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό. Καὶ ἡ γῆ δέχτηκε σὰν κάτοικό της τὸν καινὸ ἄνθρωπο, τὸν Δεσπότη τοῦ οὐρανοῦ, τὸν Χριστό103.
Ἡ Παναγία δὲν ἦταν «καρπὸς τῆς ἁμαρτίας», ἀλλὰ «νέον δικαιοσύνης ἄνθος»104 ποὺ νίκησε τὸν κόσμο τῆς φθορᾶς καὶ μετέπλασε τὸ ἀνθρώπινο γένος. Τὸ ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴν ἐξασθένηση καὶ τὸ μαρασμὸ ποὺ φέρνουν τὰ γηρατειὰ καὶ τοῦ ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ ἀναγεννηθεῖ ἐλευθερώνοντάς το ἀπὸ τὸ θάνατο καὶ τὴ φθορὰ τῆς ἁμαρτίας105. Ἡ Παναγία ἐκπροσωπεῖ ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, γιατὶ «ἐμηχανήσατο», ἔφερε τὴν ἀνάσταση στοὺς ἀνθρώπους106. Οἱ ἄνθρωποι χάρη στὴν παρουσία της δὲν ὑπόκεινται πιὰ στὶς συνέπειες τῆς προγονικῆς τιμωρίας καὶ δὲν ὑπηρετοῦν πλέον τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο, ἀλλὰ ἐλεύθεροι ἀνυψώνονται πρὸς τὸν Θεό107.
Διὰ μέσου τῆς Παναγίας ἐξαφανίζεται ἡ λύπη τῆς ἁμαρτίας καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ βρεῖ καὶ νὰ ἀπολαύσει τὴν ἀναλλοίωτη χαρὰ καὶ τὴν ἀληθινὴ εὐτυχία. Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν πτώση του, ἀφοῦ ἔχασε τὴν εὐτυχία γιὰ τὴν ὁποία πλάστηκε, τὴν ἀναζητοῦσε καὶ τὴν ποθοῦσε ἀπὸ τότε ἀδιάκοπα. Κανεὶς ὅμως οὔτε ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους, οὔτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶχε τὴ δύναμη νὰ τοῦ τὴν ξαναπροσφέρει. Ἔπεφτε συνεχῶς στὰ χειρότερα χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ ξαναγυρίσει στὴν πρώτη κατάσταση. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν εὐτυχία μόνο ἡ Παναγία ἔδωσε τὴ δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο νὰ τὴν ξαναβρεῖ. Γιατὶ ἡ Παναγία ἐκπλήρωσε τὴν ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου ἑνώνοντάς τον μὲ τὸν μόνο Ἐπιθυμητόν, Αὐτὸν ποὺ ὅταν τὸν βρεῖ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ζητήσει τίποτε περισσότερο. Καὶ ἕνωσε τόσο στενὰ τὸν Θεὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο, ὥστε ὁ Χριστὸς νὰ μετέχει ὄχι μόνο στὸν τρόπο καὶ στὸν τόπο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ καὶ στὴν ἴδια τὴν φύση του108. Γιὰ τὸ λόγο αύτὸ ἡ Παναγία εἶναι ἡ μοναδικὴ ὁδηγός, ποὺ ὁδηγεῖ κάθε ἄνθρωπο νὰ βρεῖ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀλήθειά Του: «Μόνη γὰρ ἡγεμὼν ὑπῆρξε πάσῃ ψυχῇ καὶ νῷ τῆς περὶ Θεὸν ἀληθείας»109.
Ἡ ὕπαρξη τῆς Παναγίας ἔχει κοσμικὲς διαστάσεις. Ἡ Παναγία εἶναι ὁ «καρπὸς τῶν κτισμάτων»110. Γιατὶ γιὰ χάρη τῆς Παναγίας δόθηκε ἡ ἁρμονία καὶ ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη στὸν οὐρανό, στὴ γῆ, στὸν ἥλιο καὶ στὸ καθετὶ ποὺ ὑπάρχει στὴν κτίση. Ὅπως ἀκριβῶς γιὰ χάρη τοῦ καρποῦ ὑπάρχει καὶ ἐπαινεῖται τὸ δέντρο, ἔτσι ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὴν Παναγία ποὺ εἶναι ὁ «καρπὸς τῶν κτισμάτων» πρέπει ν' ἀποδοθεῖ κάθε μεγαλοπρέπεια, χάρη καὶ ὡραιότητα τῆς κτίσης111. Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας ὑπογραμμίζει πὼς, ὅταν ὁ Θεὸς δημιούργησε τὰ πάντα καὶ βλέποντάς τα εἶπε ὅτι ἦταν «καλὰ λίαν», αὐτὸ τὸ κάλλος ἀφοροῦσε καὶ ἦταν ἐγκώμιο γιὰ τὴν Παναγία. Ἦταν «καλὰ λίαν», ἐπειδὴ ἡ Παναγία θὰ ἐρχόταν στὴ γῆ112. Γι' αὐτὸ τὴν ἡμέρα τῆς γέννησής της ὁλόκληρη ἡ κτίση ἀγάλλεται καὶ πανηγυρίζει τὴν ἀναγέννησή της. Ὁ οὐρανὸς καὶ ὁ ἥλιος τὴν ἡμέρα τῆς γέννησης τῆς Παναγίας συνειδητοποίησαν πὼς δὲν δημιουργήθηκαν ἄσκοπα, ἀφοῦ φανερώθηκε αὐτὴ γιὰ τὴν ὁποία πλάστηκαν. Ἡ Παναγία εἶναι ὁ σκοπὸς ὅλης τῆς δημιουργίας, γι' αὐτὸ ἡ γενέθλιος ἡμέρα τῆς Παναγίας εἶναι τὰ γενέθλια καὶ τῆς οἰκουμένης: «Νῦν πᾶσα κτίσις ἑαυτῆς ἤσθετο καλλίονος καὶ λαμπροτέρας, τοῦ κοινοῦ κόσμου λάμψαντος»113.
Ἡ παρουσία τῆς Παναγίας στὸν κόσμο ἀλλοίωσε πρὸς τὸ καλύτερο ὅλο τὸ σύμπαν. Ἀποκάλυψε τὴν ὡραιότητα καὶ τὴ λαμπρότητα ὅλης τῆς δημιουργίας. Ἀπάλλαξε τὴν κτίση ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ τῆς χάρισε τὴν πολυπόθητη ἀφθαρσία. Γι' αὐτὸ ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας γράφει πὼς ἡ κτίση θὰ γίνει καλύτερη χάρη στὴν Παναγία καὶ θὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ σελήνη καὶ ἡ γῆ καὶ τὰ ἀστέρια114. Ἡ Παναγία ἐνσαρκώνει τὴν ἐλευθερία τῆς κτίσης ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς φθορᾶς. Ἀποκατέστησε τὴν ταραγμένη σχέση τῆς κτίσης μὲ τὸν Θεὸ - Δημιουργό, ἐλευθερώνοντάς την ἀπὸ τὰ δεσμὰ ποὺ τῆς ἐπέβαλε ἡ ἀδαμικὴ πτώση, καὶ ἐκπλήρωσε τὸ διακαὴ πόθο τῆς κτίσης μὲ τὴ φανέρωση τοῦ Χριστοῦ στὴ γῆ, ὁλοκληρώνοντας τὴν ἀπελευθέρωσή της115.
Ἡ εὐεργετικὴ παρουσία τῆς Παναγίας δὲν περιορίζεται μόνο στὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν κτίση, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται πέρα ἀπὸ τὸν οὐρανό. Τὸ μεγαλεῖο καὶ ἡ πρωτοφανὴς ἀρετὴ τῆς Παναγίας «ἐκάλυψε» τὸν οὐρανὸ καὶ ξεπέρασε τὸ χορὸ τῶν Ἀγγέλων. Ἐνῶ οἱ Ἄγγελοι, τὰ Χερουβὶμ καὶ τὰ Σεραφεὶμ στέκονται γύρω ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ δέχονται τὶς θεῖες ἀκτῖνες Του, ἡ Παναγία δὲν δέχεται κάποια θεία λαμπρότητα καὶ δόξα ἀλλὰ τὴν ἴδια τὴν ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ μέσα της. Γι' αὐτὸ ἡ Παναγία τοποθετεῖται ψηλότερα ἀπὸ τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις. Εἶναι ἡ «τιμιωτέρα τῶν Χερουβὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ»116.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας σχολιάζοντας τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου τονίζει πὼς διὰ μέσου τῶν Ἀγγέλων δόθηκε στοὺς ἀνθρώπους ὁ παλαιὸς νόμος τοῦ Θεοῦ, οἱ ἐντολές Του. Ἡ Παναγία ὅμως ἀποκάλυψε στοὺς ἀνθρώπους τὸν ἴδιο τὸν ἐνυπόστατο Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὄχι μὲ σύμβολα καὶ εἰκόνες ἀλλὰ μὲ ἄμεσο τρόπο φανέρωσε τὸν ἴδιο τὸν Θεό, τὸν Χριστό, ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ στὶς ἀγγελικὲς Ἀρχὲς καὶ Ἐξουσίες, γιὰ νὰ γίνει καὶ σ' αὐτὲς γνωστὴ ἡ πολυποίκιλος τοῦ Θεοῦ σοφία. Γιατὶ πρὶν ἀπὸ τὴν Παναγία ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ἦταν τόσο ἀμυδρή, ὥστε νὰ μὴ μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μ' αὐτὴ ποὺ ἔφερε ἡ Παρθένος Μαρία. Ἡ Παναγία ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, τοὺς δίκαιους καὶ τοὺς ἄδικους, τοὺς πονηροὺς καὶ τοὺς ἀγαθοὺς ἀλλὰ καὶ σ' αὐτὲς τὶς ὑπερκόσμιες δυνάμεις φανέρωσε τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύύνης117. Γι' αὐτὸ ἡ ὕπαρξή της ἦταν πολύτιμη καὶ γιὰ τοὺς Ἀγγέλους. Ἔκανε ν' ἀνατείλει καὶ γι' αὐτοὺς τὸ φῶς, τοὺς ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ γίνουν σοφότεροι καὶ καθαρότεροι ἀπὸ πρὶν καὶ νὰ γνωρίσουν τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ καλύτερα118.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας φτάνοντας στὴν ἀποκορύφωση τῆς ὁμιλίας του διαπιστώνει πὼς ἡ Παναγία εἶναι ἡ «καινὴ γῆ καὶ καινὸς οὐρανός». Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁ ἱερὸς συγγραφέας θέλει νὰ κάνει σαφὴ ὑπαινιγμὸ στὶς ἐκκλησιολογικὲς διαστάσεις τῆς Παναγίας. Εἶναι καινὴ γῆ, γιατὶ ἂν καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴ γῆ, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, δὲν νικήθηκε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἔγινε ἡ ἀπαρχὴ ἑνὸς νέου γένους πνευματικὰ ὡραιότερου. Καὶ εἶναι καινὸς οὐρανὸς ἐπειδὴ ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ κάθε κακία καὶ μολυσμὸ καὶ εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερη ἀπὸ κάθε φθορά, γι' αὐτὸ μὲ τὴν παρουσία της ἀνακαινίζει ὅλη τὴ δημιουργία ἀκόμη καὶ τοὺς Ἀγγέλους119. Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας συνεχίζει ὑπογραμμίζοντας πὼς ἡ Παναγία εἶναι γῆ θαυμαστὴ καὶ ὑπέροχος οὐρανός, γιατὶ μὲ τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἀκεραιότητά της ἀνυψώθηκε ἀπὸ τὴν γῆ καὶ ξεπέρασε ὅλο τὸ πλάτος καὶ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ. Εἶναι ἀφάνταστα καθαρότερη ἀπὸ τὸν οὐρανό, γιατὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ δεῖ κανεὶς τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἐνῶ ἡ Παναγία δὲν ἐμποδίζει κανένα νὰ δεῖ καὶ νὰ ἀπο­λαύσει τὸ Χριστό. Καὶ τὸ πιὸ σημαντικὸ εἶναι πὼς κατοίκησε στὴν Παναγία Ἐκεῖνος ποὺ ὁ οὐρανὸς δὲν μποροῦσε μὲ κανέναν τρόπο νὰ τὸν χωρέσει120. Ἡ Παναγία ἔγινε ὁ ναὸς ὁ ἀκατάλυτος καὶ ὁ ἅγιος, στὸν ὁποῖο σκήνωσε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ121. Συνεπῶς τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας ταυτίζεται μὲ τὸ μυστήριο καὶ τὸ ρόλο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Παναγία εἶναι ὁ «τύπος τῆς Ἐκκλησίας», ἡ χώρα τοῦ ἀχωρήτου καὶ ἡ πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν, γιατὶ μέσα στὴν ἁγία καὶ παρθενικὴ μήτρα της πραγματοποιήθηκε ἡ ὑποστατικὴ ἕνωση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, ἡ ἀνάκραση κτιστοῦ καὶ Ἀκτίστου. Ἡ Παναγία κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ εἶναι «τὸ μεθόριο κτιστῆς καὶ ἀκτίστου φύσεως». γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴ Μεσίτρια ποὺ ἑνώνει τὴ γῆ μὲ τὸν οὐρανό, τὸν αἰσθητὸ κόσμο μὲ τὴ νοητὴ ὡραιότη­τα122. Ἡ Παναγία μὲ τὴν παρουσία της, τονίζει ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, μετέτρεψε τὴ γῆ σὲ οὐρανό, ἄδειασε τὸν ἄδη ἀπὸ τοὺς δεσμῶτες. Ἔκανε τοὺς ἀνθρώπους πολῖτες τοῦ οὐρανοῦ. Συνένωσε τοὺς ἀγγέλους μὲ τοὺς ἀνθρώπους123.
Ἡ φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας ὡς «νέας κτίσης» θεωρεῖται παράλληλη μὲ τὴν ὕπαρξη τῆς Παναγίας124. Ἀπὸ αὐτὴ γεννήθηκε ὁ καινούργιος ἄνθρωπος, ὁ Χριστός, ποὺ σήμανε τὴν προσδιοριστικὴ τομὴ στὸ χρόνο μὲ τὴν μετάβαση στὴν νέα πραγματικότητα τῆς καινῆς κτίσης125. Γι' αὐτὸ ἡ Παναγία εἶναι ἡ μητέρα τῆς καινῆς κτίσης126. Στὸ πρόσωπό της ἡ ἱερὰ ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁλοκληρώνεται καὶ καταυγάζεται ἀπὸ τὴ νέα προοπτικὴ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ127, ἡ κτίση ἀνακαινίζεται, καὶ κάθε ἄνθρωπος μεταπλάθεται σὲ νέα «ἐν Χριστῷ» ὕπαρξη. Ἡ παρουσία τῆς Παναγίας σώζει τὸν κόσμο καὶ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ Παναγία εἶναι ἡ ἀπαρχὴ τῆς καινῆς κτίσης καὶ ἡ ὁδηγὸς κάθε πνευματικῆς τελείωσης: «ἀπαρχὴ ἁγία καὶ τῆς πρὸς Θεὸν φερούσης ἡγεμὼν τοῖς ἀνθρώποις»128.
Ἡ Παναγία ὅπως ὑποδηλώνει ἡ λέξη κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς ἁγιότητας. Βρίσκεται πάνω ἀπ' ὅλους τοὺς ἁγίους. Εἶναι ἡ κατ' ἐξοχὴν ἁγία μεταξὺ ὅλων τῶν δικαίων, μεγάλων πατριαρχῶν καὶ προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιατὶ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ ἦταν ἅγιος πρὶν γεννηθεῖ ἡ Παρθένος Μαρία. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ πρώτη ἁγία ποὺ μόνη αὐτὴ ἀπὸ ὅλους νίκησε ὁλοκληρωτικὰ τὴν ἁμαρτία καὶ ξεπέρασε ὅλους σὲ ἀρετὴ καὶ ἁγιότητα. Εἶναι ὄχι ἁπλῶς ἁγία ἀλλὰ ἡ ἁγία τῶν ἁγίων πού, μὲ τὴν προσωπική της προετοιμασία γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ σωτῆρα Χριστοῦ, ἄνοιξε τὴ θύρα τῆς ἁγιωσύνης σὲ ὅλους καὶ στοὺς προφῆτες καὶ στοὺς ἱερεῖς ἀλλὰ καὶ σ' ἐκείνους ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ συμμετέχουν στὰ θεῖα μυστήρια129. Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας προσπαθώντας νὰ ἐκφράσει αὐτὴ τὴν ἄφατη ἁγιότητα καὶ μεγαλοπρέπεια τῆς Παναγίας γράφει ὅτι εἶναι θησαυρὸς ἢ περιουσία ἢ πηγὴ κάθε ἁγιότητας τῶν ἀνθρώπων: «καὶ ἦν οὐσίας τὶς ἢ θησαυρὸς ἢ πηγὴ ἢ οὐκ οἶδ' ὅ,τι φῶς τῆς τῶν ἀνθρώπων ἁγιωσύνης»130.
Τὸ κάλλος καὶ τὸ φῶς τῆς ἁγιότητας τὸ ὁποῖο πηγάζει ἀπὸ τὴν Παναγία εἶναι ἔσωθεν, εἶναι ὁ τῆς κοιλίας αὐτῆς καρπός131. Γιατὶ ὁ καρπὸς τῆς Παναγίας, ὁ Χριστός, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ πρῶτος καὶ μόνος ἔφερε τὴν ἁγιότητα στὸν κόσμο: «ὁ γὰρ τῆς Παρθένου καρπὸς πρῶτος καὶ μόνος τὴν ἁγιωσύνην εἰσήνεγκεν εἰς τὸν κόσμον»132. Ἐπομένως ἡ ἁγιότητα τῆς Θεοτόκου πραγματώνεται ἀπὸ τὸν Υἱό της, τὸ Χριστὸ ποὺ τὴν ἁγιάζει. Ἡ Μαρία εἶναι ἁγία, Παναγία, Παρθένος, Θεοτόκος, γιατὶ ὁ Υἱός της εἶναι γι' αὐτὴν ὁ ἁγιάζων, ὁ παναγιάζων, ὁ τηρὼν τὴν Παρθενία, ὁ σωτῆρας Θεός133. Ἡ Παναγία δὲν σώζει, ἀλλὰ δὲν σώζεται κανεὶς χωρὶς αὐτήν. Μόνο μέσω τῆς Παναγίας οἰκειοποιεῖται κάθε ἄνθρωπος κατὰ τὸ μέτρο τῆς καθαρότητάς του τὸν σωτῆρα Χρι­στό134.







1. Ἀπὸ τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας: «Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως. Χαῖρε, χορηγὲ θεϊκῆς ἀγαθότητος».
2. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν πάνδοξον Κοίμησιν τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν καὶ Παναχράντου Θεοτόκου 13, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 218. Βλ. Δ. ΤΣΑΜΗ, Θεομητερικόν, Γενικὴ εἰσαγωγή, Θεσσαλονίκη 1998, τ. 1ος, σελ. 13-15.
3. Βλ. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗ, Πρόσωπο καὶ θεσμοί, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 32.
4. Βλ. ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΓΙΟΥΛΤΣΗ, Ἡ Παναγία πρότυπο πνευματικῆς τελειώσεως, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 12.
5. Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός.
6. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν ὑπερένδοξον τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου Γέννησιν 2, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 46: «ἐπεὶ μηδὲ φύσεως ἁπλῶς ἐγένετο τόκος, ἀλλὰ τῆς ὑμετέρας εὐχῆς καὶ δικαιοσύνης ἔργον ὑπῆρξεν». Τὸ χωρίο αὐτὸ μᾶς δίνει μιὰ ὀρθόδοξη προσέγγιση τοῦ «μυστηρίου» τῆς συλλήψεως τῆς Παναγίας. Ἡ ἕνωση τῶν Θεοπατόρων γίνεται «ἐν Θεῷ», «σωφρόνως», γιὰ τὴν πλήρωση τοῦ Νόμου τῆς παιδοποιΐας καὶ ὄχι λόγω τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ σύλληψη τῆς Θεοτόκου ἦταν ἁγνή, ἀλλὰ ὄχι ἄσπιλη κατὰ τὸ ρωμαιοκαθολικὸ δόγμα. Βλ. ΑΜΑΛΙΑΣ ΣΠΟΥΡΛΑΚΟΥ - ΕΥΤΥΧΙΑΔΟΥ, Ἡ Παναγία Θεοτόκος τύπος χριστιανικῆς ἁγιότητας, Ἀθήνα 1990, σελ. 465-467 καὶ Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, Ἀθήνα 1974, σελ. 48-49.
7. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Γέννησιν 2 καὶ 3 Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 46 καὶ 50-52.
8. Στὸ ἴδιο 2 καὶ 3, σελ. 44-46 καὶ 50-52.
9. Στὸ ἴδιο 2, σελ. 48.
10. ΑΜΑΛΙΑΣ ΣΠΟΥΡΛΑΚΟΥ-ΕΥΤΥΧΙΑΔΟΥ, ὅ.π., σελ. 480.
11. ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΓΙΟΥΛΤΣΗ, μν. ἔρ., σελ. 57. Βλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ὁμιλία 52, 7, ἔκδ. Σ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, σελ. 127.
12. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Γέννησιν 4, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 54.
13. Στὸ ἴδιο 4, σελ. 56.
14. Στὸ ἴδιο 5, σελ. 58.
15. ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Ε.Π.Ε., τ. 1ος, σελ. 212: Ἡ προαίρεση εἶναι ἡ ἐξουσία ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος νὰ μένει σταθερὸς καὶ νὰ προβαίνει στὸ καλὸ βοηθούμενος ἀπὸ τὴ θεία χάρη, ἀλλὰ καὶ ἀντίστροφα, νὰ ἐκτρέπεται ἀπὸ τὸ καλὸ καταλήγοντας στὸ κακό.
16. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Γέννησιν 8, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 76.
17. Στὸ ἴδιο 5, σελ. 58 καὶ 62.
18. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Γέννησιν 6, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 68.
19. Στὸ ἴδιο 5, σελ. 64.
20. Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας προσπαθεῖ μὲ κάθε φραστικὸ τρόπο νὰ ἀντιπαραθέσει τὴν ὀρθόδοξη παράδοση γιὰ τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας πρὸς τὴν αἱρετικὴ δοξασία τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν γιὰ τὴν ἄσπιλη σύλληψη τῆς Θεοτόκου. Ὁ M. Jugie ὅμως στὸ ἄρθρο του "La doctrine mariale de Nicolas Cabasilas, Ε.Ο. 18 (1919), σελ. 375-388 προσπαθεῖ νὰ ὑποστηρίξει τὸ ἀντίθετο ἀλλοιώνοντας τὸ νόημα τῶν λόγων τοῦ ἁγίου Πατέρα. Καταγράφω τὰ χωρία τὰ σχετικὰ μὲ τὸ θέμα μας: ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Γέννησιν 6, Π. ΝΕΛΛΑ. Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 64-66: «ἡ πανάμωμος Παρθένος οὐ πόλιν σχοῦσα τὸν οὐρανόν, οὐκ ὰπὸ τῶν ἐκεῖ γενομένη σωμάτων, ἀλλ' ἀπὸ γῆς τὸν ἴσον ἄπασι τρόπον αὐτοῦ τοῦ πεσόντος γένους». Στὸ ἴδιο 6, σελ. 68: «μόνον ἄνθρωπος οὖσα. καὶ τῶν κοινῶν τούτων ἀνθρώποις μετασχοῦσα πλέον οὐδέν, ἔπειτα μόνη τὴν κοινὴν διέφυγε νόσον». Στὸ ἴδιο 7, σελ. 74: «μόνον ἑαυτὴ χρησαμένη καὶ ταῖς κοινῇ πᾶσι δοθεῖσαις εἰς ἀρετὴν ἀφορμαῖς». Στὸ ἴδιο 8, σελ. 78: «οὐκοῦν ἣν ἂν ἐβοήθησε τῇ μητρὶ βοήθειαν, οὐδεμία κατελείπετο μείζων τῆς ἀπασῶν μεγίστης κοινὴ προτεθείσης ἀνθρώποις ἄπασιν». Αὐτὴ ἡ συχνότατη ἀναφορὰ στὴν ἀνθρώπινη καταγωγὴ τῆς Παρθένου ἀποσκοπεῖ νὰ καταδείξει τὴν πλήρη συμμετοχή της στὶς συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἀλλὰ καὶ τὴν προαίρεσή της μὲ τὸν ἐκούσιο προσανατολισμό της στὴν ἀρετή. Βλ. ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΓΙΟΥΛΤΣΗ, μν. ἔρ., σελ. 76. Βλ. ΑΜΑΛΙΑΣ ΣΠΟΥΡΛΑΚΟΥ-ΕΥΤΥΧΙΑΔΟΥ, μν. ἔρ., σελ. 359: «Ἡ Θεοτόκος δὲν ὑπῆρξε ἕνα extra δημιούργημα τοῦ Θεοῦ χωρὶς τὰ κοινὰ γνωρίσματα τοῦ γένους καὶ κυρίως τὴν προπατορικὴ ἁμαρτία. Ἀλλὰ ἀντίθετα ὅλη ἡ θεολογία τῆς ἁγιότητας τῆς Θεοτόκου στηρίζεται στὴν ἀρχὴ τῆς μεταβιβάσεως καὶ στὴν Παναγία ὅλων τῶν χαρακτηριστικῶν τῆς ἀνθρώπινης φύσης».
21. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Γέννησιν 6, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ.66.
22. Στὸ ἴδιο 6, σελ. 66.
23. Στὸ ἴδιο 7, σελ. 68-74.
24. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Γέννησιν 6, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 68: «Ἡ δὲ ταῦτα δυνηθεῖσα καὶ τὴν ἀνθρωπείαν ἰδέαν σώσασα λαμπρῶς εἶδους εἰλικρινὴ παντὸς ἀλλοτρίου μόνη τῶν γενομένων καὶ τῶν ἔπειτ' ἐσομένων ἀνθρώπων, ἡ μακαρία Παρθένος».
25. Στὸ ἴδιο 6, σελ. 66: «μόνη... κατὰ πάσης ἔστῃ κακίας καὶ τῷ Θεῷ τὸ παρ' αὐτοῦ δοθὲν ἡμῖν ἀκήρατον ἀπέδωκε κάλλος».
26. Στὸ ἴδιο 16, σελ. 104.
27. Στὸ ἴδιο 15, σελ. 102.
28. ΕΥΤΥΧΙΑ ΓΙΟΥΛΤΣΗ, μν. ἔρ., σελ. 12.
29. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας 8, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ.150-152.
30. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Γέννησιν 16, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ.104-106.
31. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Γέννησιν 14, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ.98, ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν 8, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ.150.
32. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν 8, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ.152-154.
33. Βλ. Α. ΦΥΤΡΑΚΗ, Αἱ ἀντιδράσεις κατὰ τῆς τιμῆς τῶν Ἁγίων ἐν τῇ ἀρχαῖᾳ Ἐκκλησία καὶ τὰ αἴτια αὐτῶν, Ἀθήνα 1956, σελ. 40: «ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου ἤδη ὑπὸ τοῦ Ὡριγένους ἐθεωρεῖτο καὶ ἐτιμᾶτο ὡς τὸ πρότυπον τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς ἀσκήσεως καὶ οἱ Πατέρες τοῦ τρίτου καὶ τετάρτου αἰῶνος ἀπέδιδον εἰς αὐτὴν πάσας τὰς ἀρετάς, ἂς ἀπήτει ὑπὸ τῶν ἡρώων τὸ τότε διαμορφούμενον κατὰ τὴν ἐποχὴν ταύτην ἀσκητικὸν καὶ μοναχικὸν ἰδεῶδες».
34. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν 3, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ.128-130.
35. Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Λόγος εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου, PG 96, 676 BC.
36. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν 3, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ.126-128.
37. Στὸ ἴδιο 2, σελ. 124.
38. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Γέννησιν 10, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ.80-82.
39. Στὸ ἴδιο 11, σελ. 88-90.
40. Στὸ ἴδιο 11, σελ. 90-92.
41. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Γέννησιν 12, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ.92-94: «Ὁ Θεὸς ἆτε μᾶλλον ταύτην γινώσκων ... καὶ ἀπὸ τῶν ἱερῶν τούτων ἀδύτων ἐξαγαγῶν ἐπ' ἄλλην ἧγε σκηνήν... ἀλλ' αὐτὸς ὑπῆρξε τῇ μακαρίᾳ σκηνῇ, ... Μόνον γὰρ ὁ Θεὸς ἑαυτὸν ἀξίαν ἔγνω σκηνὴν τὴ μόνη γενομένη ἀξία τοῦ Θεοῦ σκηνή».
42. ΑΜΑΛΙΑΣ ΣΠΟΥΡΛΑΚΟΥ-ΕΥΤΥΧΙΑΔΟΥ, μν. ἔρ., σελ. 325.
43. Βλ. ΑΜΑΛΙΑΣ ΣΠΟΥΡΛΑΚΟΥ-ΕΥΤΥΧΙΑΔΟΥ, ὅ.π., σελ. 496: «Ἡ ἁγιότητα τῆς θεομήτορος δὲν εἶναι προνόμιον ἔξωθεν αὺτῇ δοθέν, ἀλλ' ὁ καρπὸς τῶν προσωπικῶν αὐτῆς βιωμάτων, ὀφειλομένων τοῦτο μὲν εἰς τὴν ἠθελημένην ἀξιοποίηση τῆς κληροδοτηθείσης αὐτῇ ἀγαθῆς φύσεως, τοῦτο δὲ εἰς τὴν κατευθύνουσαν τὴν ἐλευθέραν βούλησιν αὐτῆς θείαν χάριν». Δ. Τσάμη, Θεομητορικόν, σελ. 16: «Ἡ προσωπικὴ ἁγιότητά της εἶναι καρπὸς τῆς βουλήσεώς της μὲ τὴ συνεργία τῆς θείας χάρης, καὶ γι' αὐτὸ εἶναι τύπος ἁγιότητας γιὰ κάθε Χριστιανό». ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν 8, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 194.
44. Στὸ ἴδιο 8, σελ. 194.
45. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Γέννησιν 13, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ.94-96: «τὴν μακαρίαν Παρθένον οὐδέποτε μηδὲν ἐνεγκεῖν ἐπὶ τῆς ψυχῆς, ὅ μὴ παντάπασιν ἱερόν».
46. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Γέννησιν 13, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ.96-98.
47. Στὸ ἴδιο 10, σελ. 82. Γιὰ τὸ θέμα τῆς ἀντιπαράθεσης τοῦ προτύπου τῆς Παναγίας μὲ τῆς Εὔας περισσότερα βλ. ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΓΙΟΥΛΤΣΗ, μν. ἔρ., σ. 106-110 & ΑΜΑΛΙΑΣ ΣΠΟΥΡΛΑΚΟΥ-ΕΥΤΥΧΙΑΔΟΥ, μν. ἔρ., σελ. 421 ἐξ.
48. Λουκ. 1, 35.
49. ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΓΙΟΥΛΤΣΗ, μν. ἔρ., σελ. 93.
50. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Γέννησιν 10, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 82-84.
51. ΑΜΑΛΙΑΣ ΣΠΟΥΡΛΑΚΟΥ-ΕΥΤΥΧΙΑΔΟΥ, μν. ἔρ., σελ. 615.
52. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ὁμιλία ιδ', Εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Θεοτόκου, PG151, 176C. Γιὰ τὸ θέμα τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς Παναγίας ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα καὶ τῆς ἀναμαρτησίας μετὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ βλέπε ΑΜΑΛΙΑΣ ΣΠΟΥΡΛΑΚΟΥ-ΕΥΤΥΧΙΑΔΟΥ, μν. ἔρ., σελ. 557ἐξ. καὶ 615 ἐξ.
53. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Γέννησιν 6, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 66: «τοῦτον πρότερον διὰ τῶν ἔργων εφ' ἑαυτῆς ἔγραψε».
54. Βλ. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗ, Πρόσωπο καὶ θεσμοί, σελ. 14 καὶ 36 ἐξ.
55. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Γέννησιν 15, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 100-102: «ἐργάτην μὲν παντάπασιν ἀκριβὴ τῶν θείων ἐπιταγμάτων, ... ἡ μακαρία Παρθένος, ἣν αὐτὸς ἐξεῖλεν ἑαυτῷ, καθάπερ τὶ τέμενος ἀπάσης προκρίνας τῆς οἰκουμένης".
56. Στὸ ἴδιο 10, σελ. 86. Βλ. Λουκ. 8, 21: «μήτηρ μου, φησί, καὶ ἀδελφοί μου οὖτοι εἰσίν, οἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες αὐτόν».
57. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν 7, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 190.
58. Ἡσ. 61, 10.
59. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν 7, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 190-194.
60. Βλ. ἀρχιμ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΕΒΤΙΤΣ, «Ἡ Θεοτόκος - χώρα τοῦ Ἀχωρήτου», Πρακτικὰ Θεολογικοῦ Συνεδρίου Θεσ/νίκης εἰς τιμὴν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 137-147.
61. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν 9-10, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 204-208.
62. Βλ. ΑΜΑΛΙΑΣ ΣΠΟΥΡΛΑΚΟΥ-ΕΥΤΥΧΙΑΔΟΥ, μν. ἔρ., σελ. 84: «Ἡ ἐνσώματος μετάστασις τῆς Θεοτόκου δὲν ἀποτελεῖ μόνον τὸ θαυμαστὸν γεγονὸς τῆς ἐκ μέρους τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ αὐτῆς προσδιορισμένης τῇ μητρὶ ὀφειλῆς καὶ τιμῆς. Αὕτη πληροῖ ὡσαύτως καὶ ἀπάσας τὰς περὶ ἁγιότητος ἀξιώσεις, ὥστε νὰ ἐκδιδάσκηται ὡς θαυμαστὸν μέν, ἀλλὰ φυσικὸν ἀποτέλεσμα τῆς ἁγιότητος τῆς Παναγίας».
63. Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὸ ἐπίμαχο πρόβλημα ἑστιάζεται στὴν κατάσταση τοῦ σώματος τῆς Θεοτόκου μετὰ τὸ φυσικὸ θάνατό της. Ἡ ἀπουσία ἱστορικῶν πληροφοριῶν στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ ἡ ἔλλειψη ἀναφορῶν στὰ πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων πάνω στὸ θέμα αὐτὸ ἦταν ἐπόμενο νὰ ὁδηγήσει σὲ συγκρούσεις καὶ θεολογικὲς συζητήσεις. Ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ ὅμως Ἐκκλησία διατύπωσε σὲ δόγμα τὴ θέση της γιὰ τὴν ἐνσώματη μετάσταση τῆς Θεοτόκου. Βασισμένη στὴ διδασκαλία της γιὰ τὴν ἄσπιλη Σύλληψή της δέχεται ὅτι ἦταν ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὸ θάνατο, ὁπότε ἡ «ζώσα μετέστη», ἀναλήφθηκε ἡ ὡς Νέα Εὔα «ὑπέστη θάνατον μὴ ὑποκείμενον εἰς φθοράν». Βλ. ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΓΙΟΥΛΤΣΗ, μν. ἔρ., σελ. 137-142. ΑΜΑΛΙΑΣ ΣΠΟΥΡΛΑΚΟΥ-ΕΥΤΥΧΙΑΔΟΥ, μν. ἔρ., σελ. 61-92. Μητρ. Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος τοῦ Β', «Θεοτόκος - Παναγία, κατὰ τὸν ἅγιον Ἰωάννην τὸν Δαμασκηνόν», Πρακτικὰ Θεολογικοῦ Συνεδρίου Θεσσαλονίκης εἰς τιμὴν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 50-55.
64. Βλ. ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΓΙΟΥΛΤΣΗ, μν. ἔρ., σελ. 144.
65. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν 12, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 214.
66. Στὸ ἴδιο 11-12, σελ. 208-214: «καὶ τῷ Υἱῷ τῆς αἰσχύνης καὶ τῶν ὀνειδισμῶν ἐκοινώνει καὶ τὴν πενίαν προφερόντων, ὑπὲρ ὧν πένης ἐκεῖνος... Διὰ ταῦτα ὑπερφυὴς τὶς καὶ ξένη κατέσχε τὴν Παρθένον ἀνία... Οὔτω πρώτη σύμμορφος ἐγένετο τῷ ὁμοίῳ μετὰ τοῦ θανάτου τοῦ Σωτῆρος καὶ διὰ τοῦτο καὶ τῆς ἀναστάσεως πρὸ πάντων μετέσχεν». Βλ. Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 206-207 καὶ 212-213 καὶ 214-217.
67. Στὸ ἴδιο 12, σελ. 214-216. ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΓΙΟΥΛΤΣΗ, μν. ἔρ., σελ. 140-142.
68. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν 2, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 122-124.
69. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Γέννησιν 6, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 108-110.
70. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν 4, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 130-132.
71. Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ἡ Κόρη τῆς Βασιλείας, σελ. 382.
72. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν 4, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 132-134. Βλ. Π. ΕΥΔΟΚΙΜΩΦ, Ἡ Γυναίκα καὶ ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 21985, σελ. 307-308.
73. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν 5, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 134-136.
74. «Τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ φαίνεται». ἀπὸ τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο.
75. Λουκ. 1,34. Βλ. Ἀρχιμ. Κ. Λυράκη, Ἡ Παρθενομήτωρ, Ἀθήνα 31999, σελ. 215εξ.
76. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν 5, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 136: «Διὰ ταῦτα μανθάνει πρότερον καὶ πιστεύει καὶ βούλεται καὶ εὔχεται τὸ μυστήριον, πρὶν ὑποστῆναι τὴν λειτουργίαν. Ἄλλως τε τοῦ Θεοῦ δεῖξαι βουλομένου τὴν ἀρετὴν τῆς Παρθένου καὶ ὅση μὲν αὐτὴ πρὸς αὐτὸν ἡ πίστις, ὅσον δὲ τὸ φρόνημα τῆς ψυχῆς, εὐγνωμοσύνῃ πάσῃ καὶ μεγαλοψυχία τὸν καινότατον λόγον παραδεξαμένης καὶ πιστευσάσης...».
77. Στὸ ἴδιο 5, σελ. 140.
78. Στὸ ἴδιο 5, σελ. 140: «καὶ τὴν μὲν προσλαλιὰν βασάνων χωρὶς οὐ παρέδραμεν, οὐδ' ἔπαθεν εὔκολον οὐδέν, οὐδ' ἐξεχύθη πρὸς τὴν τῶν ἐγκωμίων ὑπερβολήν. ἀλλ' ἐπισχοῦσα συνεῶρα τὸν ἀσπασμὸν καὶ τὸν τῆς κυήσεως πυνθάνεται τρόπον καὶ τὰ τοιαῦτα ζητεῖ μανθάνειν».
79. Στὸ ἴδιο 6, σελ. 142.
80. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν 6, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 142.
81. Αρχιμ. Κ. ΛΥΡΑΚΗ, Η Παρθενομήτωρ, Ἀθήνα 31999, σελ. 237.
82. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν 6, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 142.
83. Ὁ διάλογος τῆς Παναγίας μὲ τὸν Ἄγγελο συσχετίζεται στὴν πατερικὴ σκέψη μὲ τὸ διάλογο τῆς Εὔας μὲ τὸ φίδι καὶ μὲ τὸ διάλογο τοῦ Ζαχαρία μὲ τὸν Ἄγγελο. Περισσότερα βλ. ΑΜΑΛΙΑΣ ΣΠΟΥΡΛΑΚΟΥ-ΕΥΤΥΧΙΑΔΟΥ, μν. ἔρ., σελ. 511-537.
84. ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΓΙΟΥΛΤΣΗ, μν. ἔρ., σελ. 44.
85. Ἰακ. 4,6 «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν».
86. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν 7, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 146: «μηδὲ προειρημένον αὐτὴ μηδὲ γνοῦσα πρότερον, οὕτω πρὸς τὸ μυστήριον ἑτοίμως ἔσχε καὶ καταλλήλως, ὥστε τὸν Θεὸν ἀθρόον παραγενόμενον, ἡ προσῆκεν ὑποδεδέχθαι ἑστώση καὶ παρεσκευασμένη καὶ γρηγορούση ψυχή».
87. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν 3, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 126.
88. Στὸ ἴδιο 3, σελ. 126.
89. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν 5, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 184.
90. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν 3, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 128: «καὶ οὐκ αὐτὴ μόνον, ἀλλὰ δι' αὐτὴν καὶ παντὶ τῷ τῶν ἀνθρώπων ὑπεχώρησε γένει».
91. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Γέννησιν 6, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 80.
92. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν 6, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 184.
93. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν 6, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 186-188 & 5, σελ. 180.
94. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν 2, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 124: «καὶ τῇ παρ' ἑαυτῆς ὥρᾳ καλὴν τὴν κοινὴν ἀπέδειξε φύσιν».
95. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν 2, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 168. Βλ. ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΓΙΟΥΛΤΣΗ, μν. ἔρ., σελ. 45 & 61.
96. Στὸ ἴδιο 6, σελ. 184-186.
97. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Γέννησιν 6, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 66-68.
98. Στὸ ἴδιο 17, σελ. 110.
99. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν 2, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 124.
100. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Γέννησιν 4, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 54 & 7, σελ. 74.
101. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν 7, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 194.
102. « Χαῖρε κλῖμαξ ἐπουράνιε δι' ἧς κατέβη ὁ Θεός. Χαῖρε γέφυρα μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν». Ἀπὸ τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο τῆς Παναγίας.
103. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν 3, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 170-172.
104. Στὸ ἴδιο 3, σελ. 172.
105. Στὸ ἴδιο 3, σελ. 172.
106. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν 1, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 122.
107. Βλ. ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΓΙΟΥΛΤΣΗ, μν. ἔρ., σελ. 98.
108. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν 3, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 172-174. Παρόμοιες σκέψεις γιὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου βλ. στὸ ἔργο τοῦ ἁγίου ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς ΙΙ 355, σελ. 218-220. PG 150, 560D-561A.
109. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν 3, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 176.
110. Στὸ ἴδιο 3, 170.
111. Στὸ ἴδιο 2, 168.
112. Στὸ ἴδιο 2, 168-170. Βλ. Ἀρχιμ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΓΟΝΤΙΚΑΚΗ, Ἡ θέση τῆς Παναγίας στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ΚΛΕΙΤΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ, Ἡ Ὀρθοδοξία σήμερα, τόμ. 1ος, Λευκωσία 1992, σελ. 61.
113. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Γέννησιν 18, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 110.
114. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν 3, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 172.
115. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν 3, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 172 καὶ ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΓΙΟΥΛΤΣΗ, μν. ἔρ., σελ. 110.
116. Στὸ ἴδιο 3 καὶ 9, σ. 174 & 200. Βλ. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗ, Ὀρθόδοξη πνευματικὴ ζωή, Θεσσαλονίκη 21993, σελ. 112.
117. Στὸ ἴδιο 9, σελ. 202.
118. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν 3, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 174.
119. Στὸ ἴδιο 4, σελ. 176-178.
120. Στὸ ἴδιο 4, σελ. 178.
121. Χ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Θεοτόκος καὶ ορθόδοξο δόγμα, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 214.
122. ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΓΙΟΥΛΤΣΗ, μν. ἔρ., σελ. 130.
123. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν 10, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 158-160.
124. Βλ. Χ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, ὅ.π., σελ. 219.
125. ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΓΙΟΥΛΤΣΗ, μν. ἔρ. σελ. 85.
126. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗ, Ὀρθόδοξη πνευματικὴ ζωή, Θεσσαλονίκη 21993, σελ. 108.
127. ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΓΙΟΥΛΤΣΗ, μν. ἔρ., σελ. 85.
128. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν 8, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 194-196.
129. Στὸ ἴδιο 8, σελ. 196.
130. Στὸ ἴδιο 6, σελ. 186.
131. Βλ. ἀρχιμ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΓΟΝΤΙΚΑΚΗ, Ἡ θέση τῆς Παναγίας στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ΚΛΕΙΤΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗ, Ἡ Ὀρθοδοξία σήμερα, τόμ. 1ος, Λευκωσία 1992, σελ. 63.
132. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν 8, Π. ΝΕΛΛΑ, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 196-198.
133. Χ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, μν. ἐρ., σελ. 227.
134. ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΓΙΟΥΛΤΣΗ, ὅπ., σελ. 131.





"ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ"
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
ΤΕΥΧΟΣ 7 . ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2000

via