Βιβλιοκαλία
Κείμενα Αγίων Πατέρων
Μεταφρασμένα στη Δημοτική ή την Καθαρεύουσα


Πρώτη εκατοντάδα των κεφαλαίων περί αγάπης
1. Η αγάπη είναι μια αγαθή διάθεση της ψυχής, η οποία την κάνει να μην προτιμά κανένα από τα όντα περισσότερο από τη γνώση του Θεού. Είναι όμως αδύνατο να φτάσει ν΄ αποκτήσει σταθερά αυτή την αγάπη όποιος έχει κάποια εμπαθή κλίση σε κάτι από τα γήινα.2. Την αγάπη τη γεννά η απάθεια· την απάθεια τη γεννά η ελπίδα στο Θεό· την ελπίδα, η υπομονή και η μακροθυμία. Αυτές τις γεννά η καθολική εγκράτεια· την εγκράτεια, ο φόβος του Θεού· τον φόβο του Θεού τον γεννά η πίστη.3.΄Εκείνος πού πιστεύει στον Κύριο, φοβάται την κόλαση. Κι εκείνος πού φοβάται την κόλαση, εγκρατεύεται από τα πάθη. Εκείνος πού εγκρατεύεται από τα πάθη, υπομένει όσα τον θλίβουν. Εκείνος πού υπομένει όσα θλίβουν, θα αποκτήσει την ελπίδα στο Θεό. Η ελπίδα στο Θεό απομακρύνει το νου από κάθε εμπαθή κλίση προς τα γήινα. Και όταν χωριστεί από αυτήν ο νους, θα αποκτήσει την αγάπη προς το Θεό.4. Εκείνος πού αγαπά το Θεό πάνω απ΄ όλα τα κτίσματά Του προτιμά τη γνώση Του κι αδιάλειπτα με πόθο την προσμένει.5. Αν όλα τα όντα έγιναν από το Θεό και για το Θεό, και ο Θεός είναι καλύτερος από τα δημιουργήματά Του, εκείνος πού εγκαταλείπει το Θεό και στρέφεται στα χειρότερα, φανερώνεται ότι προτιμά περισσότερο τα δημιουργήματα από το Θεό.6. Εκείνος πού έχει προσηλωμένο το νου του στην αγάπη του Θεού, καταφρονεί όλα τα ορατά, και το σώμα του ακόμη, σαν να είναι ξένο.7. Αφού η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα, και ασυγκρίτως ανώτερος από τον κόσμο ο Δημιουργός Θεός, εκείνος πού προτιμά το σώμα από την ψυχή και τον κόσμο από το Θεό πού τον δημιούργησε, αυτός δε διαφέρει διόλου από αυτούς πού λατρεύουν τα είδωλα.8. Εκείνος πού χώρισε το νου του από την αγάπη του Θεού και τη θεωρία, και τον έχει δεμένο σε κάποιο από τα αισθητά, αυτός είναι πού προτιμά το σώμα από την ψυχή και τα κτίσματα από τον Θεό πού τα δημιούργησε. 
9. Αν η ζωή του νου είναι ο φωτισμός πού δίνει η πνευματική γνώση, κι αυτόν τον γεννά η αγάπη προς το Θεό, ορθά έχει λεχθεί πώς δεν είναι τίποτε πιο μεγάλο από τη θεία αγάπη.10. Όταν με τον έρωτα της αγάπης ο νους μεταβαίνει προς το Θεό, τότε δεν έχει διόλου αίσθηση για κανένα από τα κτίσματα. Καθώς καταφωτίζεται από το θειο και άπειρο φως, γίνεται αναίσθητος για όλα τα κτίσματα, όπως τα μάτια δεν βλέπουν τα άστρα όταν ανατέλλει ο ήλιος.11. Όλες οι αρετές βοηθούν το νου για να αποκτήσει το θειο έρωτα, περισσότερο όμως απ΄ όλες η καθαρή προσευχή. Γιατί με αυτήν ο νους παίρνει φτερά και πετά προς το Θεό, και βγαίνει έξω από όλα τα όντα.12. Όταν ο νους αρπαχθεί μέσω της αγάπης από τη θεία γνώση, και αφού βρεθεί έξω από τα όντα, αισθάνεται την απειρία του Θεού· τότε, όπως συνέβη στον Ησαΐα, από την έκπληξη έρχεται σε συναίσθηση της μηδαμινότητάς του και λέει με κατάνυξη τα λόγια του προφήτη: « Ω εγώ, ο άθλιος, τι συντριβή νιώθω! Εγώ, ένας άνθρωπος πού έχω χείλη ακάθαρτα, και ανάμεσα σε λαό πού έχει χείλη ακάθαρτα κατοικώ, είδα με τα μάτια μου τον Βασιλέα, τον Κύριο Σαββαώθ».13. Όποιος αγαπά το Θεό, δεν μπορεί να μην αγαπήσει και κάθε άνθρωπο σαν τον εαυτό του, αν και τον δυσαρεστούν τα πάθη εκείνων πού δεν έχουν ακόμη καθαριστεί. Γι΄ αυτό και χαίρεται με αμέτρητη και ανέκφραστη χαρά για τη διόρθωσή τους.14. Ακάθαρτη είναι η ψυχή πού είναι γεμάτη από κακούς λογισμούς, από επιθυμία και μίσος.15. Εκείνος πού βλέπει και ίχνος μόνο μίσους μέσα στην καρδιά του, προς οποιονδήποτε άνθρωπο για οποιοδήποτε φταίξιμό του, είναι εντελώς ξένος από την αγάπη προς το Θεό. Γιατί η αγάπη προς το Θεό δεν ανέχεται διόλου το μίσος κατά του ανθρώπου.16. « Όποιος με αγαπά - λέει ο Κύριος - θα τηρήσει τις εντολές Μου. Και η δική Μου εντολή είναι να αγαπάτε ο ένας τον άλλο». Άρα λοιπόν εκείνος πού δεν αγαπά τον πλησίον του, δεν τηρεί την εντολή του Κυρίου. Εκείνος πού δεν τηρεί την εντολή, ούτε τον Κύριο μπορεί να αγαπήσει.17. Μακάριος ο άνθρωπος πού μπορεί να αγαπήσει κάθε άνθρωπο στον ίδιο βαθμό.18. Μακάριος ο άνθρωπος πού δεν προσηλώνεται σε κανένα πράγμα φθαρτό η πρόσκαιρο.19. Μακάριος ο νους πού προσπέρασε όλα τα όντα και απολαμβάνει συνεχώς τη θεία ωραιότητα.20. Εκείνος πού φροντίζει για τη σάρκα, πως να ικανοποιεί τις επιθυμίες της, και για πρόσκαιρα πράγματα έχει μνησικακία προς τον πλησίον του, αυτός λατρεύει την κτίση αντί του Δημιουργού.21. Εκείνος πού διατηρεί το σώμα του γερό και μακριά από ηδονές, το έχει σύνδουλό του για να υπηρετεί τα πνευματικά. 
22. Όποιος αποφεύγει όλες τις κοσμικές επιθυμίες, κάνει τον εαυτό του ανώτερο από κάθε κοσμική υλικότητα.23. Όποιος αγαπά το Θεό, αγαπά δίχως άλλο και τον πλησίον του. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί να φυλάει χρήματα· τα διαχειρίζεται κατά το θέλημα του Θεού και τα μοιράζει σ΄ εκείνους πού έχουν ανάγκη.24. Όποιος κάνει ελεημοσύνη μιμούμενος το Θεό, δεν κάνει διάκριση καλού και κακού, δικαίου και αδίκου στα απαραίτητα της ζωής, αλλά μοιράζει ίδια σε όλους κατά τις ανάγκες τους, αν και προτιμά για την αγαθή του προαίρεση τον ενάρετο από τον κακό.25. Ο Θεός, εκ φύσεως αγαθός και απαθής, όλους τούς αγαπά εξίσου ως δημιουργήματά Του, αλλά τον ενάρετο τον δοξάζει επειδή αποκτά και τη γνώση, ενώ τον κακό άνθρωπο, τον ελεεί λόγω της αγαθότητάς Του, και παιδεύοντάς τον σ΄ αυτόν τον κόσμο, τον φέρνει σε μετάνοια και διόρθωση. Έτσι και ο καλοπροαίρετος και απαθής άνθρωπος, όλους τούς ανθρώπους τούς αγαπά εξίσου. Τον ενάρετο και για την ανθρώπινη φύση του, και για την καλή του προαίρεση· τον κακό τον ελεεί και σαν συνάνθρωπό του, και από συμπάθεια, επειδή ως ανόητος βαδίζει στο σκοτάδι.26. Η διάθεση της αγάπης δεν διαπιστώνεται μόνο με την παροχή χρημάτων, αλλά πολύ περισσότερο με τη μετάδοση λόγου και με τη σωματική διακονία.27. Εκείνος πού απαρνήθηκε ειλικρινά τα κοσμικά και υπηρετεί με αγάπη απροσποίητη τον πλησίον του, ελευθερώνεται γρήγορα από κάθε πάθος και μετέχει στη θεία αγάπη και γνώση.28. Εκείνος πού έκανε κτήμα του τη θεία αγάπη, δεν κουράζεται να ακολουθεί συνέχεια τον Κύριό του, όπως λέει ο θειος Ιερεμίας, αλλά υπομένει με γενναιότητα κάθε κόπο, κακολογία και ύβρη, χωρίς να σκέφτεται το κακό πού του έκανε οποιοσδήποτε.29. Όταν σε προσβάλει κανένας ή σ΄ εξευτελίσει σε κάτι, τότε φυλάξου από τούς λογισμούς της οργής, μήπως με τη λύπη σε χωρίσουν από την αγάπη και σε μεταφέρουν στη χώρα του μίσους.30. Όταν αισθανθείς πόνο επειδή κάποιος σε πρόσβαλε η σε ντρόπιασε, να ξέρεις ότι ωφελήθηκες πολύ· με το ντρόπιασμα βγήκε από μέσα σου η κενοδοξία.31. Όπως η μνήμη της φωτιάς δεν ζεσταίνει το σώμα, έτσι πίστη χωρίς αγάπη δεν φέρνει στην ψυχή το φωτισμό της γνώσεως.32. Όπως το φως του ήλιου ελκύει το υγιές μάτι, έτσι και η γνώση του Θεού τραβά φυσικώς τον καθαρό νου στον εαυτό της με την αγάπη.33. Νους καθαρός είναι ο νους πού απομακρύνθηκε από την άγνοια και καταφωτίζεται από το θειο φως.34. Ψυχή καθαρή είναι εκείνη πού ελευθερώθηκε από τα πάθη και ευφραίνεται ακατάπαυστα με τη θεία αγάπη.35. Πάθος αξιοκατηγόρητο, είναι μια κίνηση της ψυχής παρά φύση. 
36. Απάθεια είναι μια ειρηνική κατάσταση της ψυχής, κατά την οποία η ψυχή δύσκολα κινείται προς την κακία.37. Εκείνος πού απόκτησε τούς καρπούς της αγάπης με το ζήλο του, δεν χωρίζεται από αυτή, ακόμη κι αν υποφέρει μύρια κακά. Ας σε πείσει γι΄ αυτό ο Στέφανος ο μαθητής του Χριστού και οι όμοιοί του, πού προσευχόταν για κείνους πού τον φόνευαν και ζητούσε να τούς συγχωρήσει ο Θεός, επειδή ενεργούσαν έτσι από άγνοια.38. Αν ιδίωμα της αγάπης είναι η μακροθυμία και η χρηστότητα, τότε εκείνος πού θυμομανιάζει και ενεργεί δόλια, είναι φανερό ότι αποξενώνεται από την αγάπη. Κι όποιος είναι ξένος από την αγάπη, είναι ξένος από το Θεό, αφού ο Θεός είναι αγάπη.39. «Μην πείτε, λέει ο θειος Ιερεμίας, ότι είστε ναός του Κυρίου»· και συ μην πεις ότι «η απογυμνωμένη από έργα πίστη στον Κύριό μας Ιησού Χριστό μπορεί να με σώσει». Αυτό είναι αδύνατο, αν δεν αποκτήσεις και την αγάπη προς Αυτόν με τα έργα. Η γυμνή από έργα πίστη δεν ωφελεί, αφού και τα δαιμόνια πιστεύουν και τρέμουν.40. Έργο αγάπης είναι η προς τον πλησίον ολόψυχη ευεργεσία και μακροθυμία και υπομονή, και η χρήση των πραγμάτων με ορθό λόγο.41. Όποιος αγαπά το Θεό, δεν λυπεί κανένα, ούτε λυπάται από κανένα για πρόσκαιρα πράγματα. Μια μόνο λύπη προξενεί και δοκιμάζει, τη σωτήρια λύπη, την οποία ο μακάριος Παύλος και δοκίμασε και προξένησε στους Κορινθίους.42. Εκείνος πού αγαπά το Θεό, ζει αγγελικό βίο πάνω στη γη· νηστεύει και αγρυπνεί, ψάλλει και προσεύχεται, και για κάθε άνθρωπο σκέφτεται πάντοτε καλά.43. Ό,τι επιθυμεί κανείς εκείνο αγωνίζεται ν΄ αποκτήσει. Κι από όλα τα αγαθά και επιθυμητά, ασύγκριτα πιο αγαθό και επιθυμητό είναι ο Θεός. Πόση λοιπόν επιμέλεια έχουμε χρέος να καταβάλομε για να επιτύχομε το φύσει αγαθό και επιθυμητό;44. Μη μολύνεις τη σάρκα σου με αισχρές πράξεις και μη λερώνεις την ψυχή σου με πονηρούς λογισμούς. Και η ειρήνη του Θεού θα έρθει σ΄ εσένα και θα φέρει την αγάπη.45. Να καταπονείς το σώμα σου με νηστεία και αγρυπνία και ν΄ ασχολείσαι ακούραστα με την ψαλμωδία και την προσευχή· και θα έρθει σ΄ εσένα ο αγιασμός της σωφροσύνης και θα φέρει την αγάπη.46. Εκείνος πού αξιώθηκε να λάβει την θεία γνώση και απόκτησε δια μέσου της αγάπης το φωτισμό της, δε θα παρασυρθεί ποτέ από το πνεύμα της κενοδοξίας. Εύκολα όμως παρασύρεται από αυτήν όποιος δεν αξιώθηκε τη θεία γνώση. Αλλά αν ο άνθρωπος αυτός σε κάθε τι πού πράττει έχει στραμμένο το βλέμμα του στο Θεό, με την αίσθηση ότι όλα τα πράττει γι΄ Αυτόν, εύκολα με τη βοήθεια του Θεού θα απαλλαγεί από την κενοδοξία.47. Όποιος δεν απόκτησε ακόμη τη θεία γνώση, πού εκδηλώνεται με την αγάπη, }έχει μεγάλη ιδέα για όσα έργα κάνει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Εκείνος όμως πού αξιώθηκε και την απόκτησε, λέει με βαθιά συναίσθηση τα λόγια πού είπε ο πατριάρχης Αβραάμ όταν είδε το Θεό: « Εγώ είμαι χώμα και στάχτη».48.Εκείνος πού φοβάται τον Κύριο, έχει πάντοτε σύντροφό του την ταπεινοφροσύνη, και με τις ενθυμήσεις πού αυτή προκαλεί, φτάνει στη θεία αγάπη και ευχαριστία. Φέρνει στο νου του τη ζωή πού έκανε πρωτύτερα στον κόσμο, και τα διάφορα αμαρτήματα και τούς πειρασμούς πού αντιμετώπισε από τον καιρό της νεότητάς του, και πως απ΄ όλα εκείνα τον γλύτωσε ο Κύριος, και τον μετέφερε από την ζωή των παθών στον κατά Θεόν βίο· και μαζί με το φόβο, αποκτά και την αγάπη, ευχαριστώντας πάντοτε με πολλή ταπεινοφροσύνη τον Ευεργέτη και Κυβερνήτη της ζωής μας.49. Μη λερώσεις το νου σου ανεχόμενος λογισμούς επιθυμίας και θυμού, για να μην ξεπέσεις από την καθαρή προσευχή και περιπέσεις στο πνεύμα της ακηδίας.50. Τότε ο νους χάνει την οικειότητα πού έχει με το Θεό, όταν δέχεται πονηρούς η ακάθαρτους λογισμούς να παραμένουν.51. Ο ανόητος, πού τον οδηγούν τα πάθη, όταν αναστατώνεται από το θυμό, βιάζεται να φύγει ασυλλόγιστα μακριά από τούς αδελφούς. Άλλοτε πάλι, όταν καίγεται από την επιθυμία, μετανοιωμένος τρέχει να τούς συναντήσει. Ο φρόνιμος όμως, και στις δύο περιπτώσεις κάνει το αντίθετο. Στην περίπτωση του θυμού, αφού κόψει τις αιτίες της ταραχής, απαλλάσσει τον εαυτό του από τη λύπη προς τούς αδελφούς· στην περίπτωση της επιθυμίας, συγκρατεί τον εαυτό του από την παράλογη παρόρμηση για συνάντηση άλλων.52. Στον καιρό των πειρασμών μην εγκαταλείψεις το Μοναστήρι σου, αλλά υπόμενε με γενναιότητα τα κύματα των λογισμών, και μάλιστα της λύπης και της ακηδίας. Έτσι αφού δοκιμαστείς κατά θεία οικονομία με τις θλίψεις, θα αποκτήσεις βέβαια ελπίδα στο Θεό. Αν όμως το εγκαταλείπεις, θα φανείς ανάξιος, άνανδρος και άστατος.53. Αν θέλεις να μην ξεπέσεις από την αγάπη του Θεού, μήτε τον αδελφό να αφήσεις να κοιμηθεί στενοχωρημένος από σένα, μήτε συ να κοιμηθείς στενοχωρημένος εναντίον του. Συμφιλιώσου με τον αδελφό σου και τότε πήγαινε και πρόσφερε στο Χριστό με καθαρή συνείδηση το δώρο της αγάπης, με ένθερμη προσευχή.54. Αν εκείνος πού έχει όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, και δεν έχει αγάπη, δεν ωφελείται τίποτε σύμφωνα με τον θειο Απόστολο, πόση επιμέλεια πρέπει να καταβάλομε για να την αποκτήσομε;55. Αν η αγάπη δεν κάνει κακό στον πλησίον, εκείνος πού φθονεί τον αδελφό και λυπάται για την προκοπή του και με ειρωνείες προσπαθεί να κηλιδώσει την υπόληψή του η με όποια κακοήθεια τον επιβουλεύεται, πως αυτός δεν αποξενώνεται από την αγάπη και δεν κάνει τον εαυτό του ένοχο για την αιώνιο Κρίση;56. Αν η αγάπη είναι το πλήρωμα του νόμου, εκείνος πού έχει μνησικακία για τον αδελφό και κάνει δόλια σχέδια εναντίον του και τον καταριέται και δοκιμάζει χαρά για κάθε πτώση του, πως δεν καταπατεί το νόμο και δεν είναι άξιος για την αιώνια κόλαση;57. Αν εκείνος πού κατηγορεί και κρίνει τον αδελφό του κατηγορεί και κρίνει το θειο νόμο, και ο νόμος του Χριστού είναι η αγάπη, πως δεν ξεπέφτει από την αγάπη του Χριστού εκείνος πού καταλαλεί, και δεν προξενεί ο ίδιος στον εαυτό του την αιώνια κόλαση;58. Μην παραδώσεις την ακοή σου στους λόγους όποιου καταλαλεί, ούτε τούς δικούς σου λόγους στην ακοή ενός φιλοκατήγορου, μιλώντας η ακούγοντας μ΄ ευχαρίστηση κατά του πλησίον σου, για να μη χάσεις τη θεία αγάπη και βρεθείς απόκληρος από την αιώνια ζωή.59. Μη δέχεσαι κατηγορίες κατά του πνευματικού σου πατέρα, μήτε να διευκολύνεις εκείνον πού τον προσβάλλει, για να μην οργιστεί ο Κύριος για τα έργα σου και σε εξολοθρεύσει από τη χώρα της ζωής.60. Κλεινέ το στόμα εκείνου πού κατηγορεί τον άλλον, για να μην αμαρτάνεις μαζί του διπλή αμαρτία· και συνηθίζοντας ο ίδιος σε καταστρεπτικό πάθος, και μη σταματώντας εκείνον πού φλυαρεί κατά του πλησίον.61. « Εγώ όμως σας λέω, είπε ο Κύριος, αγαπάτε τούς εχθρούς σας, ευεργετείτε όσους σας μισούν, προσεύχεστε για όσους σας βλάπτουν». Γιατί τα διέταξε αυτά; Για να σε ελευθερώσει από το μίσος, τη λύπη, την οργή και την μνησικακία και να σε αξιώσει να λάβεις το μέγιστο απόκτημα, την τέλεια αγάπη, πού είναι αδύνατο να την έχει όποιος δεν αγαπά εξίσου όλους τούς ανθρώπους, κατά μίμηση του Θεού, ο όποιος αγαπά εξίσου όλους τούς ανθρώπους και θέλει να σωθούν και να λάβουν πλήρη γνώση της αλήθειας.62. « Όμως σας λέω να μην αντισταθείτε στον πονηρό, αλλά αν κανείς σε χτυπήσει στο δεξί μέρος του προσώπου, γύρισέ του και το άλλο· και σ΄ αυτόν πού θέλει να σε πάει στο δικαστήριο για να σου πάρει το χιτώνα, άφησέ του και το ιμάτιο· και αν σε αγγαρεύει κάποιος για ένα μίλι, πήγαινε μαζί του δύο». Γιατί λέει αυτά ο Κύριος; Για να φυλάξει κι εσένα χωρίς οργή, ταραχή και λύπη, και να διδάξει κι εκείνον με την ανεξικακία σου· και τούς δύο πάλι, σαν καλός Πατέρας, να σας φέρει στον ζυγό της αγάπης.63. Των πραγμάτων, με τα όποια κάποτε μας έδενε κάποιο πάθος, έχουμε μέσα μας τις εμπαθείς φαντασίες. Όποιος λοιπόν νικά τις εμπαθείς φαντασίες, καταφρονεί οπωσδήποτε και τα πράγματα πού αυτές απεικονίζουν. Γιατί ο πόλεμος εναντίον των ενθυμήσεων είναι τόσο χειρότερος από τον πόλεμο εναντίον των πραγμάτων, όσο είναι πιο εύκολο να αμαρτάνει κανείς με τη διάνοια από το να αμαρτάνει με έργα.64. Άλλα από τα πάθη είναι σωματικά κι άλλα ψυχικά. Τα σωματικά έχουν τις αφορμές τους από το σώμα, τα ψυχικά από τα εξωτερικά πράγματα. Και τα δύο αυτά είδη παθών τα αφανίζουν η αγάπη και η εγκράτεια· η πρώτη τα ψυχικά, η δεύτερη τα σωματικά.65. Από τα πάθη, άλλα ανήκουν στο θυμικό μέρος της ψυχής, άλλα στο επιθυμητικό. Και τα δύο αυτά είδη κινούνται δια μέσου των αισθήσεων. Και κινούνται τότε, όταν η ψυχή βρίσκεται έξω από τα όρια της εγκράτειας και της αγάπης.66. Τα πάθη του θυμικού μέρους της ψυχής είναι πιο δυσκολοπολέμητα από τα πάθη του επιθυμητικου. Γι΄ αυτό και δόθηκε από τον Κύριο εναντίον των παθών του θυμικού δυνατότερο φάρμακο, το οποίο είναι η εντολή της αγάπης.67. Όλα τα άλλα πάθη, ερεθίζουν είτε το θυμικό μέρος της ψυχής, είτε το επιθυμητικό, είτε το λογιστικό, όπως είναι η λήθη και η άγνοια. Η ακηδία όμως, κυριαρχώντας σ΄ όλες τις δυνάμεις της ψυχής, κινεί όλα μαζί τα πάθη. Γι΄ αυτό και είναι το πιο βαρύ από όλα τα άλλα πάθη. Καλώς λοιπόν ο Κύριος, δίνοντας το αντίδοτό της, λέει: «Με την υπομονή σας, κερδίστε τις ψυχές σας».68. Μην προσβάλεις ποτέ κανένα αδελφό, και μάλιστα χωρίς εύλογη αιτία, μην τυχόν επιστρέψει στον κόσμο μη μπορώντας ν΄ αντέξει τη θλίψη, και έτσι δε θα αποφύγεις τον έλεγχο της συνειδήσεως πού θα σου προξενεί πάντα λύπη στην προσευχή και θα αποδιώχνει το νου από την παρρησία προς το Θεό.69. Μην ανέχεσαι τις υπόνοιες η και τούς ανθρώπους πού σου μεταφέρουν σκάνδαλα άλλων. Γιατί εκείνοι πού παραδέχονται σκάνδαλα με οποιοδήποτε τρόπο για εκείνα πού συμβαίνουν προαιρετικά η απροαίρετα, δεν γνωρίζουν το δρόμο της ειρήνης, η οποία οδηγεί τούς εραστές της δια μέσου της αγάπης στη γνώση του Θεού.70. Δεν έχει τέλεια αγάπη εκείνος πού αλλάζει διάθεση προς τούς ανθρώπους ανάλογα με το χαρακτήρα τους· τον ένα π.χ. τον αγαπά και τον άλλον τονμισεί, ή τον ίδιο άνθρωπο άλλοτε τον αγαπά και άλλοτε τον μισεί για τις ίδιες αιτίες.71. Η τέλεια αγάπη δεν διαχωρίζει κατά τις διαθέσεις των επιμέρους ανθρώπων τη μία και κοινή ανθρώπινη φύση, αλλά αποβλέποντας σ΄ αυτήν, αγάπα εξίσου όλους τούς ανθρώπους. Αγαπά τούς ενάρετους ως φίλους· τούς κακούς τούς αγαπά ως εχθρούς, και τούς ευεργετεί και μακροθυμεί και υπομένει αν την βλάψουν, χωρίς να λογαριάζει διόλου το κακό, αλλά και πάσχει για χάρη τους, αν το καλέσει η περίσταση, για να τούς κάνει και αυτούς φίλους, αν είναι δυνατόν. Αν δεν το κατορθώσει, δεν αλλάζει τη διάθεσή της, αλλά φανερώνει τούς καρπούς της αγάπης εξίσου προς όλους τούς ανθρώπους. Γι΄ αυτό και ο Κύριός μας και Θεός Ιησούς Χριστός, δείχνοντας την αγάπη Του σ΄ εμάς, έπαθε για χάρη όλης της ανθρωπότητας και χάρισε σε όλους εξίσου την ελπίδα της αναστάσεως -αν και καθένας κάνει τον εαυτό του άξιο είτε για δόξα είτε για κόλαση.72. Εκείνος πού δεν καταφρονεί τη δόξα και την εξουδένωση, τον πλούτο και τη φτώχεια, την ηδονή και τη λύπη, δεν απόκτησε ακόμη τέλεια αγάπη. Γιατί η τέλεια αγάπη δεν καταφρονεί μόνον αυτά, αλλά και την πρόσκαιρη ζωή και το θάνατο.73. Άκουσε τι λένε εκείνοι πού αξιωθήκανε να έχουν την τέλεια αγάπη: «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Θλίψη η στενοχώρια η διωγμός η γυμνότητα η κίνδυνος η μάχαιρα; Καθώς λέει η Γραφή, για χάρη Σου θανατωνόμαστε όλη την ημέρα· θεωρηθήκαμε ως πρόβατα για σφαγή. Αλλά σ΄ όλα τούτα βγαίνομε νικητές με τη βοήθεια Εκείνου πού μας αγάπησε. Πιστεύω απόλυτα ότι ούτε θάνατος, ούτε ζωή, ούτε άγγελοι, ούτε Αρχές, ούτε Δυνάμεις, ούτε τωρινά, ούτε μελλοντικά, ούτε ύψωμα, ούτε βάθος, ούτε καμιά άλλη κτίση θα μπορέσει να μας χωρίσει από την αγάπη του Θεού πού εκδηλώνεται με τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μας».74. Άκουσε πάλι τι λένε για την αγάπη προς τον πλησίον: «Λέω αλήθεια, μάρτυς μου ο Χριστός, δεν ψεύδομαι· η συνείδησή μου, πού φωτίζεται από το Άγιο Πνεύμα, μαρτυρεί κι αυτή, ότι έχω μεγάλη λύπη και πόνο αδιάκοπο στην καρδιά μου για τούς ομοεθνείς μου Ιουδαίους. Θα ευχόμουν να χωριστώ εγώ από το Χριστό για χάρη των αδελφών μου, των φυσικών συγγενών μου, οι οποίοι είναι Ισραηλίτες κλπ.». Παρόμοια είπαν και ο Μωυσής και οι άλλοι Άγιοι.75. Εκείνος πού δεν καταφρονεί τη δόξα και την ηδονή, καθώς και τη φιλαργυρία πού συντελεί στην αύξησή τους και για χάρη τους υπάρχει, δεν μπορεί να κόψει τις αφορμές του θυμού. Εκείνος όμως πού δεν τις κόβει, δεν μπορεί να επιτύχει την τέλεια αγάπη.76. Η ταπείνωση και η κακοπάθεια ελευθερώνουν τον άνθρωπο από κάθε αμαρτία, καθώς κόβει η μια τα πάθη της ψυχής και η άλλη τα πάθη του σώματος. Αυτό έκανε και ο μακάριος Δαβίδ και προσευχόταν στο Θεό λέγοντας: «Δες την ταπείνωσή μου και τον κόπο μου και συγχώρεσε όλες τις αμαρτίες μου».77. Δια μέσου των εντολών Του, ο Κύριος κάνει απαθείς όσους τις εφαρμόζουν. Δια μέσου των θείων δογμάτων, χαρίζει σ΄ αυτούς το φωτισμό της θείας γνώσεως.78. Όλα τα δόγματα αναφέρονται }η στο Θεό, η στα ορατά και τα αόρατα, ή στην πρόνοια και την κρίση του Θεού γι΄ αυτά.79. Η ελεημοσύνη θεραπεύει το θυμικό μέρος της ψυχής· η νηστεία μαραίνει την επιθυμία· η προσευχή καθαρίζει το νου και τον κάνει επιτήδειο για τη θεωρία των όντων. Γιατί ανάλογα με τις δυνάμεις της ψυχής, ο Κύριος μας χάρισε και τις εντολές Του.80. «Μάθετε από εμένα, λέει ο Κύριος, ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά κλπ.». Η πραότητα διατηρεί ατάραχο το θυμικό μέρος της ψυχής· η ταπείνωση ελευθερώνει το νου από την αλαζονεία και την κενοδοξία.81. Ο φόβος του Θεού είναι δύο ειδών. Εκείνος πού γεννιέται μέσα μας από τις απειλές της κολάσεως και κάνει να φυτρώνουν μέσα μας η εγκράτεια, η ελπίδα στο Θεό, η απάθεια και στη συνέχεια κατά φυσική τάξη η αγάπη. Και ο φόβος πού είναι ενωμένος με την ίδια την αγάπη, και φέρνει πάντοτε στην ψυχή ευλάβεια, για να μην καταλήξει σε καταφρόνηση του Θεού εξαιτίας της παρρησίας πού δίνει η αγάπη.82. Τον πρώτο φόβο τον εκτοπίζει η τέλεια αγάπη, γιατί η ψυχή πού την έχει δεν φοβάται πλέον την κόλαση. Το δεύτερο φόβο τον έχει, όπως είπαμε, η αγάπη ενωμένο πάντα μαζί της. Στον πρώτο φόβο ταιριάζει ο λόγος: «Με το φόβο του Κυρίου απομακρύνεται καθένας από το κακό», και ο λόγος: « Αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου». Στο δεύτερο φόβο ταιριάζει ο λόγος: «Δεν θα δοκιμάσουν στέρηση όσοι φοβούνται τον Κύριο».83. «Νεκρώστε λοιπόν τα μέλη σας πού σέρνονται στη γη· την πορνεία, την ακαθαρσία, το πάθος, την κακή επιθυμία και την πλεονεξία κτλ.». Με τη γη εννοεί το σαρκικό φρόνημα. Πορνεία ονόμασε την έμπρακτη αμαρτία. Ακαθαρσία είπε τη συγκατάθεση στην αμαρτία. Πάθος, τον εμπαθή λογισμό. Επιθυμία κακή ονόμασε την απλή παραδοχή του λογισμού και της επιθυμίας. Πλεονεξία είπε το υλικό πού γεννά και αυξάνει το πάθος. Όλα λοιπόν αυτά, σαν μέλη του σαρκικού φρονήματος, διέταξε ο Απόστολος να νεκρώσομε.84. Η μνήμη, στην αρχή, φέρνει στο νου το λογισμό χωρίς εμπάθεια· και όταν αυτός μένει στο νου για καιρό, κινείται το πάθος. Αν αυτό δεν εξολοθρευτεί, λυγίζει το νου στη συγκατάθεση. Μετά τη συγκατάθεση αρχίζει η έμπρακτη αμαρτία. Ο πάνσοφος λοιπόν Απόστολος, γράφοντας προς τούς Χριστιανούς πού ήταν πρωτύτερα ειδωλολάτρες, διατάζει πρώτα να αφανίζουν το αποτέλεσμα της αμαρτίας· κι έπειτα, με αντίστροφη σειρά να καταλήγουν στην αιτία της αμαρτίας. Και η αιτία είναι, όπως είπαμε, η πλεονεξία, πού γέννα και αυξάνει το πάθος. Νομίζω ότι εδώ σημαίνει τη γαστριμαργία, η οποία είναι μητέρα και τροφός της πορνείας. Γιατί η πλεονεξία είναι κακή όχι μόνο για τα χρήματα, αλλά και για την τροφή· όπως και η εγκράτεια δεν εννοείται μόνο για τα φαγητά, αλλά και για τα χρήματα.85. Όπως ένα σπουργίτι δεμένο από το πόδι, όταν πάει να πετάξει, πέφτει στο χώμα, επειδή το τραβάει το σχοινί, έτσι και ο νους πού δεν απόκτησε ακόμη την απάθεια και πετά προς τη γνώση των επουρανίων, τραβιέται από τα πάθη στη γη.86. Όταν ο νους ελευθερωθεί τελείως από τα πάθη, τότε πορεύεται προς τη θεωρία των όντων χωρίς να γυρίζει πίσω, βαδίζοντας πλέον προς τη γνώση της Αγίας Τριάδας.87. Όταν είναι καθαρός ο νους, δεχόμενος τα νοήματα των πραγμάτων προχωρεί μέσω αυτών στην πνευματική θεωρία· όταν όμως από ραθυμία γίνει ακάθαρτος, τότε τα μεν νοήματα των άλλων πραγμάτων τα φαντάζεται απλώς (χωρίς να οδηγείται σε θεωρία), τα δε ανθρώπινα νοήματα πού δέχεται, τα μετατρέπει σε αισχρούς η πονηρούς λογισμούς.88. Όταν πάντοτε, κατά τον καιρό της προσευχής, δεν ενοχλεί το νου σου κανένα νόημα του κόσμου, τότε να ξέρεις ότι δεν είσαι έξω από τα όρια της απάθειας.89. Όταν η ψυχή αρχίζει να αισθάνεται την ίδια την υγεία της, τότε και τις φαντασίες του ύπνου τις βλέπει χωρίς εμπάθεια και ταραχή.90. Όπως το μάτι το ελκύει η ομορφιά των ορατών, έτσι και τον καθαρό νου η γνώση των αοράτων. Αόρατα εννοώ τα ασώματα.91. Μεγάλο πράγμα είναι να μην κινείται κάποιος σε κάποιο πάθος από τα πράγματα· πολύ μεγαλύτερο όμως είναι να μένει απαθής απέναντι στις φαντασίες των πραγμάτων. Γιατί ο πόλεμος των δαιμόνων εναντίον μας με τούς λογισμούς, είναι πολύ πιο φοβερός από τον πόλεμο μέσω των πραγμάτων. 
92. Εκείνος πού κατόρθωσε τις αρετές και πλούτισε με θεία γνώση, επειδή βλέπει τα πράγματα στη φυσική τους κατάσταση, πράττει τα πάντα και μιλά γι΄ αυτά κατά τις υπαγορεύσεις του ορθού λόγου, χωρίς να σφάλλει καθόλου. Γιατί από την ορθή η μη ορθή χρησιμοποίηση των πραγμάτων είναι πού γινόμαστε ενάρετοι η κακοί.93. Σημάδι τέλειας απάθειας είναι να αναδύονται πάντοτε στην καρδιά χωρίς πάθος τα νοήματα των πραγμάτων, τόσο όταν είμαστε ξυπνητοί, όσο και στον ύπνο μας.94. Ο νους αποβάλλει με την εκτέλεση των εντολών, τα πάθη· με την πνευματική θεωρία των ορατών, τα εμπαθή νοήματα των πραγμάτων· με τη γνώση των αοράτων, τη θεωρία των ορατών· τέλος κι αυτήν την αποβάλλει, με τη γνώση της Αγίας Τριάδας.95. Όταν ο ήλιος ανατέλλει και φωτίζει τον κόσμο, φανερώνει και τον εαυτό του και τα πράγματα πού φωτίζονται από αυτόν. Έτσι και ο Ήλιος της δικαιοσύνης, όταν ανατέλλει στον καθαρό νου, φανερώνει και τον εαυτό Του, και τούς λόγους όσων έχουν γίνει από Αυτόν και όσων μέλλουν να γίνουν.96. Δεν γνωρίζομε το Θεό από την ουσία Του, αλλά από τα θαυμαστά έργα Του και την πρόνοιά Του για τα όντα. Απ΄ αυτά, σαν μέσα από καθρέφτη, βλέπομε την άπειρη αγαθότητα και σοφία και δύναμή Του.97. Ο καθαρός νους κινείται η μέσα στα χωρίς πάθος νοήματα των ανθρωπίνων πραγμάτων, η στη φυσική θεωρία των ορατών η των αοράτων, η μέσα στο φως της Αγίας Τριάδας.98. Όταν ο νους φτάσει στη θεωρία των ορατών, ερευνά η τούς φυσικούς λόγους τους η τούς λόγους πού αυτοί υποδηλώνουν, η ζητεί την ίδια την αιτία τους.99. Όταν πάλι κινείται στη θεωρία των αοράτων, ζητεί και τούς φυσικούς τους λόγους και την αιτία της υπάρξεώς τους και τα επακόλουθά της, και ποια είναι η σχετική με αυτά πρόνοια και κρίση.100. Όταν ο νους φτάσει στο Θεό, ζητεί πρώτα να μάθει τούς λόγους περί της ουσίας Του, καθώς φλέγεται από τον πόθο. Δεν μπορεί όμως να ικανοποιήσει τον πόθο του αυτό (γιατί κάτι τέτοιο είναι τελείως αδύνατο σε όλα γενικώς τα λογικά δημιουργήματα) · έτσι παρηγορείται από τη γνώση των σχετικών με τις ιδιότητες του Θεού. Δηλαδή της αιωνιότητας, της απειρίας, της απεριοριστίας, της αγαθότητας, της σοφίας, της δυνάμεως να δημιουργεί, να προνοεί και να κρίνει τα όντα. Το μόνο πού μπορούμε να καταλάβομε γι΄ Αυτόν, είναι η απειρία Του και το ότι είναι αδύνατο να γίνει γνωστός, όπως έχουν πει οι θεολόγοι Γρηγόριος και Διονύσιος Αρεοπαγίτης.