Η γοργόνα και ο κένταυρος



  Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή χώρα ζούσε σε ένα όμορφο σπίτι ένα ξεχωριστό κοριτσάκι, η Ευρυάλη, μαζί με τη μαμά, τον μπαμπά και τη μεγάλη της αδελφή.



  Μόνο που οι δυο γονείς είχαν μεταξύ τους διαφωνίες και, αντί να τις λύσουν, χώρισαν σαν πολιτισμένοι απάνθρωποι. 

Πριν όμως και μετά από αυτά τα πολιτισμένα και ανθρώπινα γεγονότα συνέβησαν απολίτιστα και απάνθρωπα με μάρτυρες τα δυο ανυποψίαστα αγγελούδια.

Κάποια στιγμή, αφού το κοριτσάκι δεν αντέχει άλλο τον κόσμο του, αποφασίζει να φύγει από αυτά τα ανθρώπινα και κάνει το μεγάλο άλμα. 

Πέφτει στο νερό και πάει να ζήσει με τα ψαράκια. 

Τότε μεταμορφώνεται στην πιο όμορφη γοργόνα, μισή άνθρωπος και μισή δελφίνι.





Σε μια άλλη γωνίτσα αυτού του πέτρινου κόσμου, ένα αγοράκι με το όνομα Χείρωνας ζει με τη μαμά, τον μπαμπά και την αδερφούλα του. 

Σαν από μαγική συμπαντική σύμπτωση, του συμβαίνουν παρόμοια γεγονότα που του δημιουργούν την ίδια πανίσχυρη ανάγκη να φύγει και να πάει ζήσει με τα ζωάκια του δάσους.

 Έτσι μεταμορφώνεται σε ένα δυνατό κένταυρο, μισός άνθρωπος και μισός άλογο.





Και να που μια σημαδιακή ημέρα, εκεί που ο δυνατός κένταυρος συλλογίζεται αγναντεύοντας το βαθύ γαλάζιο, η όμορφη γοργόνα αναπολεί χαζεύοντας το καφεπράσινο του δάσους.

Κάπου μέσα τις φυλλωσιές, κάπου μες στα κύματα, διακρίνουν ο ένας τον άλλο και αμέσως νιώθουν την έλξη. 

Διακρίνουν ακόμα και από μακριά την ομοιότητα της διαφορετικότητάς τους. 

«Τι ευτυχία! Επιτέλους αυτό που έψαχνα», είπαν. 

«Κάποιος που μπορεί να με καταλάβει!"»

Χωρίς δισταγμό, το αγοράκι με δυο δυνατά σταθερά σάλτα προσγειώνεται στη ζεστή άμμο της παραλίας και το κοριτσάκι με δυο ισχυρά χτυπήματα της ουράς φτάνει στον αφρό της ακροθαλασσιάς. 





Περίεργοι και χαρούμενοι μαζί κάνουν πολύ και γαληνευτική παρέα. 

Επιτέλους ανακούφιση και για τα δυο παιδιά μες στη μοναξιά τους.

Μόνο που σιγά σιγά η διαφορετικότητα που τα ένωσε έγινε ο χειρότερος εφιάλτης.

Εγώ θέλω να πλατσουρίσω στα κύματα κι εγώ θέλω να παίξω σε καταπράσινα λιβάδια, εγώ θέλω να παραβγώ με τα δελφίνια κι εγώ θέλω να τρέξω με άγρια άλογα. 

Εγώ, εγώ, εγώ. 

Εγώ θέλω αυτό, εγώ θέλω εκείνο. 

Εγώ έχω κατακτήσει την απύθμενη άβυσσο κι εγώ έχω κατακτήσει απάτητες κορφές.

Μόνο μια πιθανότητα είχαν, κι ας νόμιζαν ότι βρήκαν την τέλεια λύση. 

Να μείνουν δηλαδή στην ασφάλεια και στη συνήθεια του διαφορετικού και να έχουν σύντροφο.





Κάποιος είχε άλλα σχέδια. 

Ήθελε να τους δείξει ότι, αν δεν αποφάσιζαν να αφήσει ο ένας τα τέσσερα πόδια και ο άλλος την ουρά κι αν όλα αυτά τα εγώ δεν γίνονταν εμείς, θα χάνονταν ξανά στη μοναξιά της μπλε αβύσσου και στο χακί του βουνού, να ψάχνουν για ψίθυρους στη διαφορετικότητά τους.

Είμαι το αγοράκι και έχω πέντε μήνες να φορέσω άλογο. 

Όταν καταφέρω να το πω αυτό, θα μπορέσω ίσως να γνωρίσω κάποια κοπέλα που θα έχουμε και οι δυο ανθρώπινα πόδια και θα φοράμε παπούτσια.



Πνευματικά δικαιώματα
Copyright © Στυλιανού Μάρκος, 2012.
Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος. All rights reserved.

psihologia.gr