Ο Ωριγένης μία από τις σημαντικότερες μορφές των πρωτοχριστιανικών χρόνων, γεννήθηκε πιθανώς στην Αλεξάνδρεια, περίπου το 182 και πέθανε στην Καισάρεια, περίπου το 251. Το πλήρες όνομά του ήταν Ωριγένης Αδαμάντιος και και είχε ως πρώτο του δάσκαλο τον πατέρα του Λεωνίδη. Αλλά το 202 στις διώξεις του Σεπτίμιου Σεβήρου ο πατέρας του έγινε μάρτυρας του Χριστιανισμού. Ο θάνατος του Λεωνίδη άφησε πίσω του μια εννεαμελή οικογένεια σε κατάσταση ακραίας φτώχειας, πολύ περισσότερο μετά τη δήμευση της πατρικής περιουσίας.

Πίνακας περιεχομένων

  

Βίος

Ο Ωριγένης πέρασε στην προστασία μιας πλούσιας γυναίκας για σύντομο χρονικό διάστημα, την οποία εγκατέλειψε εξαιτίας του ότι στην οικογένειά της ανήκε και ένας αιρετικός ονόματι Παύλος. Δεδομένου ότι η διδασκαλία του πατέρα του επέτρεπε να διδάσκει, αναβίωσε το 203 το κατηχητικό σχολείο, ο τελευταίος δάσκαλος του οποίου, ο Κλήμης, προφανώς είχε διωχθεί. Ωστόσο οι διώξεις συνεχίζονταν κι έτσι ο νέος δάσκαλος επισκεπτόταν ακατάπαυστα τους φυλακισμένους, παρευρισκόταν στα δικαστήρια και ανακούφιζε τους καταδικασμένους. Ο ίδιος απέφυγε τη δίωξη σαν από θαύμα. Η φήμη του και ο αριθμός μαθητών του αυξήθηκαν γρήγορα, έτσι ώστε ο Δημήτριος, επίσκοπος της Αλεξανδρείας, τον περιόρισε στην κατήχηση του χριστιανικού δόγματος και μόνο. Ο Ωριγένης, για να είναι εντελώς ανεξάρτητος, πούλησε τη βιβλιοθήκη του για ένα ποσό που του εξασφάλισε το καθημερινό εισόδημα των 4 οβολών, με τους οποίους έζησε την υπόλοιπη ζωή του. Διδάσκοντας στο μεγαλύτερο τμήμα της, αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας στη μελέτη της Βίβλου και έζησε μια ζωή άκαμπτου ασκητισμού. Η φλογερή τάση του για ασκητισμό τον έκανε να ακολουθήσει κυριολεκτικά την εντολή του Ματθαίου και να αυτοευνουχιστεί (xix. 12). Σε τούτη την απόφαση ήταν εν μέρει επηρεασμένος, επίσης, από την πεποίθησή του ότι ο Χριστιανός πρέπει να ακολουθεί τις λέξεις του Κυρίου του δίχως επιφυλάξεις. Ωστόσο αργότερα έκρινε διαφορετικά την ακραία πράξη του.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Καρακάλλα, περίπου το 211-212, ο Ωριγένης έκανε μια σύντομη επίσκεψη στη Ρώμη, αλλά η σχετική χαλαρότητα των χριστιανικών ηθών υπό την αρχιερατική διοίκηση του Ζεφυντίτη φαίνεται πως τον απογοήτευσε. Επιστρέφοντας στην Αλεξάνδρεια άρχισε πάλι να διδάσκει με νέο ζήλο, ενδυναμωμένος από τις αντιθέσεις. Όμως, το σχολείο μεγάλωσε τόσο, ώστε ένας άνθρωπος δεν αρκούσε να τα βγάλει πέρα με τους πολυπληθείς κατηχούμενους που πίεζαν ανυπόμονα για στοιχειώδη εκπαίδευση, και τους βαπτισμένους που αναζητούσαν ερμηνεία της Βίβλου. Υπό αυτές τις περιστάσεις, ο Ωριγένης εμπιστεύτηκε τη διδασκαλία των κατηχουμένων στον Ηρακλά, τον αδελφό του μάρτυρα Πλούταρχου, του πρώτου μαθητή του. Καθώς το ενδιαφέρον του στρεφόταν όλο και περισσότερο προς την εξήγηση, μελέτησε αναλόγως τα Εβραϊκά, αν και δε διαθέτουμε κάποια συγκεκριμένη γνώση για την εκπαιδευτική του δραστηριότητα σε αυτή τη γλώσσα. Περίπου το 212 ή το 213 ο Ωριγένης γνωρίζεται με τον Αμβρόσιο Αλεξανδρείας, τον οποίο μεταστρέφει από τον Βαλεντιανισμό στην Ορθοδοξία. Αργότερα, το 218, ο πλούσιος Αμβρόσιος έκανε μια επίσημη συμφωνία με τον Ωριγένη για την έκδοση των έργων του. Όλα τα επόμενα έργα του Ωριγένη (εκτός από τα κηρύγματά του) ήταν αφιερωμένα στον Αμβρόσιο. Κατά το 213 ή 214 ο Ωριγένης επισκέφθηκε την Αραβία κατά παράκληση του έπαρχου, ο οποίος ήθελε να συζητήσει μαζί του. Έμεινε για σύντομο χρονικό διάστημα στην Πέτρα και κατόπιν επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια. Την επόμενη χρονιά, το 215, εξαιτίας μιας εξέγερσης ο Καρακάλλας εξαπέλυσε τους στρατιώτες του να λεηλατήσουν την πόλη, έκλεισε τα σχολεία και έδιωξε όλους τους αλλοδαπούς. Το τελευταίο μέτρο ανάγκασε το Αμβρόσιο να καταφύγει στην Καισάρεια, όπου εγκαταστάθηκε πλέον μόνιμα. Ακολούθησε ο Ωριγένης, καθώς η αναταραχή σταμάτησε τη δραστηριότητά του ως δασκάλου και έθεσε την ασφάλειά του σε κίνδυνο. Έφυγε από την Αίγυπτο, πηγαίνοντας προφανώς με τον Αμβρόσιο στην Καισάρεια, όπου έμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα. Εκεί, άρχισε να διδάσκει την ερμηνεία των Γραφών, κατά παράκληση του επισκόπου της Ιερουσαλήμ Αλέξανδρου και του Θεόκτιστου Καισαρείας. Όταν η σύγχυση στην Αλεξάνδρεια σταμάτησε, ο Δημήτριος ανακάλεσε τον Ωριγένη, πιθανώς το 216, Από τη δραστηριότητά του Ωριγένη κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας λίγα είναι γνωστά, αλλά αφιερώθηκαν προφανώς στη διδασκαλία και το γράψιμο. Το τελευταίο έγινε ευκολότερο με τη βοήθεια του Αμβρόσιου, ο οποίος του παρείχε επτά στενογράφους για υπαγόρευση πολλούς γραφείς για να ετοιμάζουν τα αντίγραφα και διάφορα κορίτσια για να πολλαπλασιάζουν αυτά τα αντίγραφα. Κατά παράκληση του Αμβρόσιου άρχισε έναν εκτενή σχολιασμό της Βίβλου, αρχίζοντας με τον Ιωάννη. Συνέχισε με τη Γένεση, τους Ψαλμούς και τους Θρήνους, εκτός από τις συνοπτικές εξηγήσεις των επιλεγμένων κειμένων, (που διαμορφώνουν τα δέκα βιβλία του, τους Στρωματείς). Έγραψε επίσης δύο βιβλία για την Ανάσταση και το έργο του Περί των Πρώτων Αρχών.
Περίπου 230 ο Ωριγένης έκανε το μοιραίο ταξίδι, που επρόκειτο να τον αναγκάσει να σταματήσει το έργο του στην Αλεξάνδρεια για τα επόμενα χρόνια της ζωής του. Όντας στην Ελλάδα, σε κάποια εκκλησιαστική αποστολή, έκανε μια επίσκεψη στην Καισάρεια, όπου καλωσορίστηκε εγκάρδια και χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Ο Δημήτριος, που θεώρησε αυτή την καλοπροαίρετη πράξη ως παράβαση των δικαιωμάτων του, εξαγριώθηκε όχι μόνο γιατί ο Ωριγένης ήταν υπό την αρμοδιότητά του, αλλά και γιατί ο Δημήτριος ήταν ο πρώτος που εισήγαγε την επισκοπική χειροτονία στην Αίγυπτο. Συγκάλεσε, λοιπόν, επισκοπική σύνοδο, η οποία κήρυξε τη χειροτονία του άκυρη και εξόρισε τον Ωριγένη από την Αλεξάνδρεια το 231.
Ο Ωριγένης έφυγε από την Αλεξάνδρεια και εγκατασταθηκε μόνιμα στην Καισάρεια. Ακολούθησε μια σειρά από επιθέσεις εναντίον του, που φαίνεται ότι προέρχονταν από την Αλεξάνδρεια, είτε για τον ευνουχισμό του (έγκλημα, σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο) είτε για την υποτιθέμενη ετεροδοξία του. Ωστόσο, όλα αυτά μόνον η Ρώμη τα πρόσεξε. Η Παλαιστίνη, η Φοινίκη, η Αραβία και η Αχαΐα δεν έδωσαν καμία προσοχή στις κατηγορίες. Στην Αλεξάνδρεια ο Ηρακλάς τέθηκε επικεφαλής του σχολείου του Ωριγένη και σύντομα, μετά το θάνατο του Δημήτριου, έγινε επίσκοπος. Στην Καισάρεια ο Ωριγένης έγινε δεκτός με χαρά, ενώ φιλοξενήθηκε επίσης στην Καππαδοκία και την Αντιόχεια. Αγαπήθηκε βαθειά από τους μαθητές για τα κηρύγματα, τη διαλεκτική, τη φυσική, την ηθική και τη μεταφυσική του, θέτοντας κατά συνέπεια τα θεμέλιά του για το θέμα της θεολογίας. Προσπάθησε να καταγράψει την επιστήμη από τη χριστιανική άποψη και να ανυψώσει τον Xριστιανισμό σε μια κοσμική θεωρία συμβατή με τον Ελληνισμό.
Λίγα είναι γνωστά για τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του Ωριγένη. Κήρυττε τακτικά τις Τετάρτες και τις Παρασκευές και αργότερα καθημερινά. Προφανώς ανέπτυξε μια εξαιρετική λογοτεχνική παραγωγικότητα, ενώ τα περιστασιακά ταξίδια του γίνονταν κυρίως για λόγους έρευνας.
Στις διώξεις της εκκλησίας του δεν προσπάθησε να δραπετεύσει. Ο Ωριγένης ακολούθησε το παράδειγμα του πατέρα του Λεωνίδη που μαρτύρησε κατά το διωγμό που πραγματοποιήθηκε το 202 με βάση το διάταγμα του Σεπτιμίου Σεβήρου που στρεφόταν κατά των χριστιανών που ήταν πρώην ειδωλολάτρες[1]. Έτσι, το 249-250 μ.Χ., κατά το διωγμό του Δεκίου (Gaius Messius Quintus Decius, Ρωμαίος αυτοκράτορας 249-251 μ.Χ.), η σχολή του Ωριγένη στην Καισάρεια της Παλαιστίνης έκλεισε[2], και ο ίδιος φυλακίσθηκε, "υποβληθείς εις τας υπό σιδηρώ κλοιώ και μυχοίς ειρκτής τιμωρίας'"[3]. Yπέμεινε με καρτερία όλες τις ταλαιπωρίες και λίγο καιρό μετά απελευθερώθηκε. Η απελευθέρωσή του συνέπεσε με την αλλαγή αυτοκράτορα που έγινε μετά τον θάνατο του Δεκίου και την ανάληψη καθηκόντων από τον Γάλλο (Gaius Vibius Trebonianus Gallus, Ρωμαίος αυτοκράτορας 251-253 μ.Χ.)[4]. Διέφυγε έτσι προσωρινά τον θάνατο, που τον βρήκε όμως τέσσερα χρόνια αργότερα καταβεβλημένο από τις κακώσεις που είχαν επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την ήδη κλονισμένη υγεία του[5]. Ο Φώτιος διασώζει εσφαλμένη μαρτυρία του Παμφίλου σύμφωνα με την οποία ο Ωριγένης πέθανε στη φυλακή από τα βασανιστήρια, παραμένει όμως άγνωστο αν πράγματι ο Πάμφιλος είχε καταγράψει αυτή την πληροφορία ή ο Φώτιος κατά λάθος την απέδωσε σε εκείνον[6]. Αν και ο Ευσέβιος δεν αναφέρει τον τόπο του θανάτου του, κατά τον Ιερώνυμο και τον Επιφάνιο, πέθανε το 254 σε ηλικία περίπου εβδομήντα ετών στην Τύρο της Φοινίκης, όπου αργότερα, υποστηριζόταν πως υπήρχε και ο τάφος του[7]. Τον έθαψαν με τιμές και όπως μαρτυρούν οι ιστορικοί της εποχής, ο τάφος του σωζόταν ακόμα και κατά την περίοδο των Σταυροφοριών[8].

Το συγγραφικό έργο

Σύμφωνα με τον Επιφάνειο, ο Ωριγένης έγραψε περίπου 6.000 έργα (ή κεφάλαια). Ένας κατάλογος δόθηκε από τον Ευσέβιο στη χαμένη ζωή του Πάμφιλου, η οποία ήταν γνωστή προφανώς στον Ιερώνυμο. Τα έργα του χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες: κριτική κειμένων, εξήγηση συστηματική, πρακτική και απολογητική θεολογία και επιστολές, εκτός από ορισμένα ψευδεπίγραφα. Το σημαντικότερο έργο του Ωριγένη στην κριτική κειμένων ήταν το Εξαπλά για τη μοίρα του οποίου δε γνωρίζουμε τίποτα. Τα εξηγητικά έργα του Ωριγένη χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: τα σχόλια ή συνοπτικές περιλήψεις της έννοιας των δύσκολων εδαφίων, τις ομιλίες ή κηρύγματα και τα "βιβλία" ή σχόλια υπό την ακριβή έννοια του όρου. Οι Ομιλίες για όλη σχεδόν τη Βίβλο που γράφτηκαν από αυτόν τον μεγάλο δάσκαλο, είναι στην πραγματικότητα το απόσταγμα μιας εξηντάχρονης πορείας κατήχησης. Είναι πιθανό ότι Ωριγένης δεν έδωσε καμία προσοχή στην εποπτεία της δημοσίευσης των ομιλιών του, γεγονός που ερμηνεύει εν μέρει τα πολυάριθμα λάθη της υπαγόρευσης. Η εξήγηση των ομιλιών ήταν απλούστερη από αυτή των επιστημονικών σχολίων, αλλά εντούτοις απαιτούσε κάποιο βαθμό νοημοσύνης από μέρους του ακροατηρίου. Ο κύριος στόχος του Ωριγένη ήταν η πρακτική έκθεση του κειμένου, στίχο προς στίχο. Αυτό ήταν ακριβώς που τον οδήγησε στην επιδίωξη βαθύτερων εννοιών σε άγονα και ξερά βιβλία όπως οι Αριθμοί και το Λευϊτικόν. Τώρα, αν τα κηρύγματά του ακολουθούσαν κάποια χρονολογική σειρά ή συλλέχθηκαν από διάφορες σειρές, μας είναι άγνωστο. Το αντικείμενο των σχολίων του Ωριγένη ήταν να δοθεί μια εξήγηση που στόχευε στη βαθύτερη, κρυμμένη πνευματική αλήθεια. Συγχρόνως, δεν παραμέλησε το φιλολογικό, το γεωγραφικό, το ιστορικό, ούτε το αρχαιογνωστικό υλικό, στο οποίο αφιέρωσε πολυάριθμα ερμηνευτικά σχόλια. Μεταξύ των συστηματικών, πρακτικών και απολογητικών έργων του Ωριγένη, ιδιαίτερη αναφορά χρειάζεται το έργο του Περί των Πρώτων Αρχών, μια πραγματεία που γράφτηκε πιθανώς για τους προχωρημένους μαθητές του στην Αλεξάνδρεια, ίσως μεταξύ του 212 και του 215. Έφθασε ως εμάς μόνο ως ελεύθερη μετάφραση του Ρουφίνου, εκτός από σπαράγματα του 3ου και 4ου βιβλίου του. Μετά από την εξορία του στην Καισάρεια, ο Ωριγένης έγραψε τα Περί Προσευχής, Περί Μαρτυρίου και Κατά Κέλσου.

Οι φιλοσοφικές απόψεις του Ωριγένη

Ο Ωριγένης βρίσκεται στην αφετηρία όλων των μυστικιστικών συστημάτων του Βυζαντίου. Εκπαιδευμένος στη σχολή του Κλήμη και από τον πατέρα του, ήταν στην πραγματικότητα ένας Πλατωνιστής με ψήγματα στωικής φιλοσοφίας. Στην κορυφή της πυραμίδας της Ύπαρξης την οποία περιγράφει βρίσκεται ένας Ύψιστος, αυτάρκης Θεός, η Μονάδα. Τούτη η Μονάδα στην ιστορική της εξέλιξη γίνεται Τριάδα, μια θεότητα γεμάτη δημιουργική ενέργεια. Στη δραστηριότητα αυτής της δημιουργικής ενέργειας οφείλεται η γέννηση ενός κόσμου καθαρών και αγνών πνευμάτων, που μετέχουν της γνώσης της Μονάδας. Μια μερίδα αυτών των αγνών πνευμάτων, κορεσμένη από την ευτυχία της μακάριας ύπαρξης, αποσκιρτά από τον κοσμικό νόμο. Η τιμωρία της είναι η εξορία στην ύλη, έναν τόπο που δημιουργήθηκε αποκλειστικά για αυτό το σκοπό. Ο άνθρωπος είναι ένα πνεύμα σε κατάσταση τιμωρίας, και τούτη η τιμωρία είναι το εφαλτήριο της κίνησης για την επιστροφή στη Μονάδα. Χάρη στη θεία οικονομία, η οποία εκφράζεται μέσω της ιδέας της Θείας Πρόνοιας, το πεπτωκός ανθρώπινο γένος τελικά θα βρει το δρόμο του προς τη θέωση, την επιστροφή στη μακάρια ύπαρξη. Η επιστροφή, λοιπόν, είναι το κύριο και μοναδικό καθήκον της ανθρώπινης ύπαρξης, η επιστροφή μέσω της μεσολάβησης του θείου Λόγου που ενσαρκώνεται αναλαμβάνοντας ένα φυσικό φορέα, γενόμενος άνθρωπος ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους. Η πρώτη πράξη για την επιστροφή είναι ο ασκητισμός, μέσω του οποίου κυριαρχούνται τα πάθη. Η σωματική φύση σταδιακά αποβάλλεται, μετουσιώνεται, προκειμένου να προβάλλει ο πνευματικός άνθρωπος. Η πλήρης και ολοκληρωτική πνευματοποίηση είναι ο επιδιωκόμενος στόχος, έτσι ώστε η ύπαρξη να πλημμυρίσει από το θεϊκό μεγαλείο, δίχως όμως να αποκλείεται η επανάληψη της πτώσης εξαιτίας της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπινου όντος.
Υπάρχει μια κυρίαρχη τάση ανάμεσα στους μελετητές να θεωρούν το φιλοσοφικό και μάλλον κοσμικό σύστημα του Ωριγένη ως συμπαγές, αναλοίωτο και τελεσίδικο. Ωστόσο, ο ίδιος, αν και πολυγραφότατος, δεν έφτασε ποτέ σε οριστικά συμπεράσματα. Γνώριζε πολύ καλά τα όρια της νοητικής διατύπωσης και τη θεωρούσε βοήθημα, όχι σύστημα ή θεολογικό δόγμα. Το γεγονός ότι η εκκλησία τον αναθεμάτισε αμετάκλητα το 553, συνδέεται ακριβώς με αυτή την αντιπαράθεση της στενής δογματικής αντίληψης των θεολόγων και της πειραματικής, βιωματικής διάθεσης του χριστιανού φιλόσοφου. Βέβαια, οποιαδήποτε συνοδική απόφαση δεν μπορούσε να εξαφανίσει έναν Ωριγένη και το σημαντικό συγγραφικό του έργο.Η σύλληψή του για το Θεό είναι εξ ολοκλήρου αφηρημένη. Ο Θεός είναι μια τέλεια ενότητα, αόρατος και άυλος. Ξεπερνά την υλικότητα όλων των πραγμάτων, και επομένως είναι ασύλληπτος και ακατανόητος. Είναι επιπλέον αμετάβλητος, πέραν του διαστήματος και του χρόνου. Όμως, η δύναμή του περιορίζεται από την εγγενή καλοσύνη, δικαιοσύνη και φρόνησή Του, αν και είναι απαλλαγμένος από την ανάγκη, την καλοσύνη και την παντοδυναμία που Τον περιόρισε για να αποκαλυφθεί. Αυτή η αποκάλυψη, η εξωτερίκευση του Θεού, εκφράζεται από τον Ωριγένη με διάφορους τρόπους. Τα αρχέτυπα είναι μόνο ένας από τους πολλούς. Η αποκάλυψη ήταν η πρώτη δημιουργία του Θεού, προκειμένου να υπάρξει μια δημιουργική μεσολάβηση μεταξύ του Θεού και του κόσμου. Μια τέτοια μεσολάβηση είναι απαραίτητη, επειδή ο Θεός, ως αμετάβλητη ενότητα, δεν ταυτίζεται με την πολυπληθή δημιουργία. Τα αρχέτυπα, ή μάλλον ο Λόγος ως συνολική έκφραση των αρχετύπων είναι η δημιουργική αρχή που διαπερνά τον κόσμο. Δεδομένου ότι ο Θεός αποκαλύπτεται αιώνια, τα αρχέτυπα είναι επίσης από τη φύση τους αιώνια. Διαμορφώνουν μια γέφυρα μεταξύ του δημιουργημένου και του αδημιούργητου, μια ατραπό αντίληψης και γνώσης του Θεού. Η δημιουργία ήλθε σε ύπαρξη μόνο μέσω των αρχετύπων και η κοντινότερη προσέγγιση του Θεού στον κόσμο είναι η εντολή για δημιουργία. Τα αρχέτυπα ως Λόγος είναι ουσιαστικά μια ενότητα, στην πλατωνική ορολογία η ουσία των ουσιών και η ιδέα των ιδεών. Η υπεράσπιση της ιδέας της ενότητας του Θεού ενάντια στους Γνωστικούς οδήγησε τον Ωριγένη στην απόφαση να κρατήσει τα αρχέτυπα, δηλαδή το Λόγο, υποδεέστερο του Θεού. Ο Ωριγένης υπογράμμισε καθαρά την ανεξαρτησία του Λόγου ως σημείο διάκρισης από την ύπαρξη και ουσία του Θεού. Ο όρος ομοούσιος τω Πατρί σε αυτή την περίπτωση δεν υιοθετήθηκε. Ο Λόγος είναι μια εικόνα, μια αντανάκλαση που δεν μπορεί να συγκριθεί με τη μοναδικότητα του Θεού.

Ο Λόγος και η Κοσμολογία

Η δραστηριότητα του Λόγου έγινε αντιληπτή από τον Ωριγένη ως παγκόσμια ψυχή, σύμφωνα με το πλατωνικό παράδειγμα. Είναι ένα θεωρητικό σημείο στο οποίο ο Θεός αποκαλύπτει την παντοδυναμία του. Η πρώτη δημιουργική πράξη του ήταν το θείο πνεύμα, ως ανεξάρτητη ύπαρξη. Οι επιμέρους αντανακλάσεις του Λόγου είναι τα δημιουργημένα λογικά όντα, τα οποία πρέπει να επανέλθουν στο δρόμο της θέωσης. Ωστόσο, ακόμη και στην τελειότητά τους δεν μπορούν να φτάσουν στα ύψιστα επίπεδα του Λόγου ή του Θεού.
Τα λογοϊκά αρχέτυπα, αιώνια δημιουργικά, διαμορφώνουν μια ατελείωτη σειρά πεπερασμένων, κατανοητών κόσμων, οι οποίοι είναι αμοιβαία εναλλακτικοί. Συνδυάζοντας το στωικό δόγμα ενός κόσμου χωρίς έναρξη, συνέλαβε τον ορατό κόσμο ως στάδια μιας αιώνιας κοσμικής διαδικασίας, παρέχοντας επίσης μια εξήγηση της ποικιλομορφίας των ανθρώπινων τυχών, των ανταμοιβών και των τιμωριών. Ο υλικός κόσμος, που δεν είχε πρώτα καμία θέση σε αυτήν την αιώνια πνευματική πρόοδο, οφειλόταν στην πτώση των πνευμάτων από το Θεό. Ο απώτερος στόχος του Θεού στη δημιουργία της ύλης εκ του μη όντος δεν ήταν τιμωρία, αλλά τα πεπτωκότα πνεύματα. Η παραμονή του ανθρώπου στην ύλη είναι παροδική και φευγαλέα, αλλά η υψηλότερη φύση του διαμορφώνεται στην εικόνα του δημιουργού.
Η ψυχή διαιρείται σε λογική και παράλογη. Η τελευταία είναι υλική και παροδική, ενώ η πρώτη είναι άυλη και ασώματη και κατέχει την ελευθερία της θέλησης και τη δύναμη της επανύψωσης σε μια αγνότερη μορφή ζωής. Η ισχυρή ηθική θέση αυτής της κοσμικής διαδικασίας δεν μπορεί να παραμείνει απαρατήρητη. Η επιστροφή στην αρχική ύπαρξη μέσω του θείου λόγου είναι το αντικείμενο ολόκληρης της κοσμικής διαδικασίας. Μέσω των κόσμων που ακολουθούν ο ένας τον άλλον στην αιώνια διαδοχή, τα πνεύματα είναι σε θέση να επιστρέψουν στον παράδεισο.

Χριστολογία και Εσχατολογία

Το αποκορύφωμα αυτής της βαθμιαίας αποκάλυψης είναι η καθολική αποκάλυψη του Χριστού. Στο Χριστό ο Θεός εμφανίστηκε ως πατέρας. Η ενσάρκωση του Λόγου ήταν μια απαραίτητη διαδικασία, προκειμένου να γίνει καταληπτός από την αισθητήρια φύση του ενσαρκωμένου ανθρώπου. Σε διαφορετική περίπτωση ο Λόγος θα παρέμενε ένα μυστήριο, το οποίο θα μπορούσε να ερμηνευθεί αναλογικά μόνον στους Αγίους και φυσικά ο Ωριγένης δε θα μπορούσε καν να τον σχολιάσει. Όσον αφορά στο θνητό σώμα του Χριστού, ο Ωριγένης διατυπώνει την άποψη –άποψη που πιθανώς προσεγγίζει το Δοκητισμό- πως μετασχηματίστηκε από το Θεό σε ένα αιθερικό και θείο σώμα.. Αργότερα βέβαια δηλώνει πως η υλική φύση του κόσμου είναι μόνο ένα επεισόδιο στην πνευματική διαδικασία της ανάπτυξης, το τέλος της οποίας πρέπει να είναι η εκμηδένιση της ύλης και η επιστροφή στο Θεό. Σε ό,τι αφορά στο δόγμα της ανάστασης του σώματος υποστηρίζει την ερμηνεία ότι ο Λόγος διατηρεί την ενότητα της ανθρώπινης ύπαρξης αλλάζοντας το σώμα σε νέες μορφές, συντηρώντας κατά συνέπεια τη μοναδικότητα και την ταυτότητα της προσωπικότητας σε αρμονία με την αρχή μιας ατελείωτης κοσμικής διαδικασίας. Η αντίληψη του Ωριγένη για το Λόγο του επέτρεψε να μην κάνει καμία συγκεκριμένη δήλωση για το λυτρωτικό έργο του Ιησού. Δεδομένου ότι η αμαρτία είναι μόνον αρνητική, ως έλλειψη καθαρής γνώσης, η δραστηριότητα του Ιησού ήταν ουσιαστικά παράδειγμα και οδηγία, και η ανθρώπινη ζωή του ήταν μόνο τυχαία, αντιπαραβαλλόμενη με την αιώνια κοσμική δραστηριότητα του Λόγου. Ο Ωριγένης θεώρησε το θάνατο του Ιησού ως θυσία, παραλληλίζοντάς τον με άλλες αυτοθυσιαστικές πράξεις για το γενικό αγαθό. Φυσικά, σε αυτό το σημείο η συμφωνία του Ωριγένη με τις δογματικές διδασκαλίες της εκκλησίας ήταν μόνο επιφανειακή.
Η εξιδανικευτική τάση του να θεωρεί το πνεύμα ως τη μόνη πραγματική ύπαρξη είναι θεμελιώδης σε ολόκληρο το σύστημά του και τον οδήγησε για να καταπολεμήσει τις εκκλησιαστικές παραδόσεις περί κόλασης και παράδεισου. Η άποψή του στόχευε σε έναν προοδευτικό εξαγνισμό των ψυχών, έτσι ώστε να αντικρίσουν το Θεό τους πρόσωπο με πρόσωπο και να ενωθούν πλήρως μαζί Του. Τα μέσα για την επίτευξη αυτού του τέλους, αυτής της εσχατιάς, περιγράφηκαν από τον Ωριγένη με αρκετούς διαφορετικούς τρόπους, ο σημαντικότερος των οποίων ήταν η πλατωνική έννοια της εξαγνιστικής πυράς που καθαρίζει τον κόσμο του κακού και οδηγεί στην κοσμική ανανέωση. Σε μια περαιτέρω πνευματοποίηση της ιδέας ο Ωριγένης θα αποκαλέσει το Θεό αναλωτική πυρά. Καθώς οι ψυχές απελευθερώνονται από την αμαρτία και την άγνοια, ο υλικός κόσμος θα αναλωθεί μέσα από αμέτρητους αιώνες και στην έσχατη στιγμή ο Θεός θα βρεθεί μέσα σε όλα, ενώ οι κόσμοι και τα πνεύματα θα επιστρέψουν εις γνώσιν Θεού.
Επίσης η τάση του να θεωρεί το πνεύμα ως τη μόνη πραγματική ύπαρξη τον οδήγησε να καταπολεμήσει τις χιλιαστικές αντιλήψεις της εποχής του για μια χιλιετή επίγεια βασιλεία του Χριστού, απορρίπτοντας την κυριολεκτική απόδοση των χωρίων 20-21 της Αποκάλυψης, και δίνοντας σ' αυτά μια μεταφορική ερμηνεία,[9] ώστε να αναφέρεται ως ο ισχυρότερος πολέμιος του Χιλιασμού. [10]

Η θέση του Ωριγένη στην Ορθόδοξη Εκκλησία

Οι θεωρίες του Ωριγένη αλλά και ο ίδιος έχουν καταδικαστεί από την 5η Οικουμενική Σύνοδο. [11] Βέβαια μέχρι την καταδίκη αυτή πολλοί πατέρες χρησιμοποιούσαν ποικιλοτρόπως τον Ωριγένη, παρότι σημείωναν τις παρεκκλίσεις του: ενδεικτικά αναφέρονται οι Αθανάσιος Αλεξανδρείας, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης, Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην Ανατολή, και οι Ιλάριος Πικταβίου, Αμβρόσιος Μεδιολάνων, Βικέντιος Λειρίνου στη Δύση. Η στάση τους αυτή μπορεί να συνοψιστεί στη δήλωση του Θεοφίλου Αλεξανδρείας: "ει τι ουν εν αυτοίς (τοις βιβλίοις του Ωριγένους) εφεύρωκαλόν, τούτο δρέπομαι, ει δε τι μοι ακανθώδες φανείη, τούτο ως κεντούν υπερβαίνω". (Σωκράτης, Εκκλ. Ιστ. ΣΤ΄17).
Όπως γράφει στην Πατρολογία του Ο Στ. Παπαδόπουλος για τη θέση του Ωριγένη στην Ορθόδοξη Εκκλησία:
"Αποτέλεσμα της σαφούς συνοδικής καταδίκης του Ωριγένη υπήρξε οπωσδήποτε η μείωση του κύρους του, χωρίς όμως ο ίδιος να λησμονηθή ποτέ. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς έμμεσα ή άμεσα, λίγο ή πολύ γνώριζαν το έργο του, χρησιμοποιούσαν από αυτό ό,τι θεωρούσαν καλό ή ακίνδυνο και στηλίτευαν τις παρεκκλίσεις του. [...] Με το έργο του ο Ωριγένης προσέφερε σπουδαίες υπηρεσίες [...]Η θεολογούσα Εκκλησία έχει βαθειά συνείδηση των δεδομένων αυτών (σ.σ. των αρνητικών), αλλά γνωρίζει και δύο ακόμη πράγματα: ότι [...] συχνά είχε μιλήσει οικοδομητικά ο Ωριγένης [...] Ιδού γιατί, πάντοτε και τώρα, η θεολογούσα Εκκλησία τρέφει αγάπη και θαυμασμό."

Υποσημειώσεις

  1. Παν. Κ. Χρήστου, Ωριγένης, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ. 12, Αθήνα 1962-1968, στ. 574
  2. 'Ιστορία Εικονογραφημένη', εκδ. Πάπυρος, τεύχ. 343 (1997), σελ. 11
  3. Θεοδώρου Ανδρέας, 'Ιστορία των Δογμάτων - τόμ. 1ος, μέρος 2ον, Η ιστορία του δόγματος από της εποχής των Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ.', Γρηγόρης, Αθήνα 1978, σελ. 332
  4. Mark Water, The New Encyclopedia of Christian Martyrs, John Hunt Publishers, 2001, σελ. 193
  5. Τσάμης Γ. Δημητρίος, 'Εκκλησιαστική Γραμματολογία', Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 83
  6. ΘΗΕ, ό.π., στ. 578
  7. Θεοδώρου Ανδρέας, ό.π.
  8. Ωριγένης, 'Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα', τόμ. 61, εκδ. Δίας, Αθήνα 2004
  9. Αυτό το κάνει στο "Σχόλιο στο κατά Ματθαίο" 12.30, [1] όπου διδάσκει ότι "η επιστροφή του Χριστού σηματοδοτεί την αποκάλυψη του Εαυτού Του και της Θειότητάς Του σε όλη την ανθρωπότητα, με τρόπο που όλοι μπορούν να συμμετέχουν στη δόξα Του, στο βαθμό που δίνουν αυτό το δικαίωμα οι πράξεις του καθενός". Βλ. Larry V. Crutchfield, “Origen” in Dictionary of Premillennial Theology, ed. Mal Couch (Grand Rapids: Kregel, 1996), 289.
  10. Καθολική Εγκυκλοπαίδεια
  11. «Ει τις μη αναθεματίζει Άρειον, Ευνόμιον, Μακεδόνιον, Απολινάριον, Νεστόριον, Ευτυχέα, και Ωριγένην , μετά των ασεβών αυτών συγγραμμάτων, και τους άλλους πάντας αιρετικούς, τους κατακριθέντας και αναθεματισθέντας υπό της αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας και των προειρημένων αγίων τεσσάρων συνόδων, και τους τα όμοια των προειρημένων αιρετικών φρονήσαντας ή φρονούντας και μέχρι τέλους τη οικεία ασεβεία εμμείναντας, ο τοιούτος ανάθεμα έστω…» Ε΄ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ 553 μ.Χ - ΒΛΑΣΙΟΥ ΦΕΙΔΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΜΟΣ Α΄- Σελ. 721 ΑΘΗΝΑΙ 1992.

Προτεινόμενη Βιβλιογραφία

  • Guillou Α., Ο Βυζαντινός Πολιτισμός, Ελληνικά Γράμματα, (Αθήνα 1998).
  • Beck Η. G., Η Βυζαντινή Χιλιετία, Μ.Ι.Ε.Τ., (Αθήνα 2000).
  • Linner S., Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, Γκοβόστης, (Αθήνα 1999).
  • MacGregor Geddes, Dictionary of Religion and Philosophy, Paragon House, (New York 1989).
  • Trigg Joseph W., Origen, Early Church Fathers, Routledge, (New York 1998).
  • Danielou Jean, Origen, (trans. Walter Mitchell), Sheed & Ward, (New York 1955).
  • Lienhard Joseph, "Origen as Homilist," στο Preaching in the Patristic Age: Studies in Honor of Βurghardt Walter J., (ed. David G. Hunter), Paulist Press, (New York 1989).
  • Clark Elizabeth A., The Origenist Controversy, Princeton University Press, (Princeton 1992).

Δικτυακοί τόποι

The Internet Encyclopedia of Philosophy: λήμμα Ωριγένης (αγγλ.)
Πρώιμα Χριστιανικά Κείμενα: Πηγές για τον Ωριγένη (αγγλ.)

Η αρχική μορφή του λήμματος βασίστηκε στην έκδοση 28/01/2006 του αντίστοιχου της ελληνικής Βικιπαίδειας υπό την άδεια GFDL. Βλ. σχετ. ιστορικό.