Ρωτά
ο Παναγιώτης…τί είναι ο Πνευματικός Νόμος και γιατί λες ότι είναι
σκληρός και άτεγκτος…Λόγω των ημερών λέω να θυμηθούμε μιαν ιστορία που
συνέβη πριν 2000 χρόνια…όπου ¨πρωταγωνίστρια¨ τότε ήταν μια φτωχή
μοιχαλίδα, που είχε την…ατυχία να συλληφθεί επ αυτοφώρω….μοιχευομένη..
Όμως ας δούμε τον μύθο, κι ας σκεφθούμε πάνω στον τρόπο ενέργειας Εκείνου
που αγαπά όλους εμάς…τους φαρισαίους……Να που το οργισμένο
πλήθος..Έσερνε βίαια μια δυστυχισμένη αμαρτωλή γυναίκα πού είχε
συλληφθεί να μοιχεύει. Την έφερνε θριαμβευτικά, με άγριες κι
εκκωφαντικές κραυγές… μπροστά στο Χριστό.. Διδάσκαλε, φώναξαν, με κόκκινα
απ τη δίψα για αίμα, οργισμένοι Εβραίοι.. ¨αυτή
ή γυναίκα κατείληπται έπ’αυτοφώρω μοιχευομένη..και εν τω νόμω ημών
Μωυσής ένετείλατο τάς τοιαύτας λιθάζειν… συ ουν τί λέγεις;¨Δάσκαλε,
τη γυναίκα αυτή την πιάσαμε έπ’ αυτοφώρω να διαπράττει την αμαρτία της
μοιχείας. Κι ό Μωυσής λέει στο νόμο του πώς τέτοιες γυναίκες πρέπει να
τις λιθοβολούμε. Εσύ τί λες; (Ίωάν. η’4-6).
Γιατί άραγε, όλοι αυτοί οι οι φύλακες του νόμου, δε λιθοβόλησαν μόνοι τους την αμαρτωλή γυναίκα; Γιατί την έφεραν μπροστά στον Ιησού;
Ό
νόμος του Μωυσή τούς έδινε το δικαίωμα να την λιθοβολήσουν. Κανένας δε
θα βρισκόταν να προβάλει αντίρρηση, να τούς κατηγορήσει. Ποιος
διαμαρτύρεται στις μέρες μας όταν απαγγέλλεται ή ποινή του θανάτου σε
κάποιον εγκληματία;( Ποιός δεν θα χαρεί αν καταδικάσουν τον δικό μας υπουργό…)
Γιατί οι Εβραίοι πρεσβύτεροι έφεραν την αμαρτωλή γυναίκα στον Κύριο;
¨Συ ουν τί λέγεις;¨ Γιατί τον ρώτησαν Αφού Ό Νόμος Του Μωυσή Ήταν Σαφής; Ό ευαγγελιστής αποκαλύπτει το δόλο τους με τα εξής λόγια:
¨Τούτο δε ειπόν έκπειράζοντες αυτόν, ίνα σχώσι κατηγορίαν κατ αυτού¨ (Λουκ. η’ 6).
Το είπαν αυτό για να βρουν έπειτα αιτία να τον κατηγορήσουν.
Είχαν ξανασηκώσει μια φορά τα χέρια τους για να τον λιθοβολήσουν, αλλά τους ξέφυγε.
Τώρα όμως πίστευαν πώς βρήκαν μια ευκαιρία να πραγματοποιήσουν την επιθυμία τους.
Και
θα γινόταν αυτό εκεί μπροστά, στο ναό του Σολομώντα, όπου φυλάσσονταν ο
πλάκες των εντολών στην Κιβωτό της Διαθήκης, μπροστά σ’ ένα μεγάλο
πλήθος ανθρώπων.
Θα
γινόταν εκεί όπου Αυτός, ό Χριστός, θα ‘πρεπε να πει κάτι αντίθετο στην
εντολή του Μωυσή. Κι έτσι θα πετύχαιναν το στόχο τους. Θα λιθοβολούσαν
μέχρι θανάτου τόσο το Χριστό όσο και την αμαρτωλή γυναίκα.
Και βέβαια ήταν πολύ πιο πρόθυμοι να λιθοβολήσουν το Χριστό παρά την πόρνη, όπως αργότερα ζήτησαν με περισσό ζήλο από
τον Πιλάτο να ελευθερώσει τον ληστή Βαραββά αντί για το Χριστό.Όλοι
όσοι παρευρίσκονταν στη σκηνή περίμεναν δύο πράγματα να γίνουν: Είτε Με Την Ευσπλαχνία Του Ό Χριστός, να ελευθερώσει την αμαρτωλή γυναίκα.. παραβιάζοντας έτσι το νόμο, Είτε Να Τηρήσει Το Νόμο Και Να Τους Πει ¨Πράξετε όπως ορίζει ό νόμος¨.
Έτσι όμως θα παρέβαινε τη δική Του εντολή για έλεος και καλοσύνη.
Στην πρώτη περίπτωση θα την καταδικάζανε σε θάνατο.
Στη δεύτερη θα γινόταν ρεζίλι, άξιος χλευασμού και περιφρόνησης.
Με το πού του έκαναν την ερώτηση ¨σύ ουν τί λέγεις;¨
οι κατήγοροι, επικράτησε νεκρική σιγή.
Σιγή ανάμεσα στο πλήθος πού είχε συγκεντρωθεί και σιγή ανάμεσα στους κριτές της αμαρτωλής γυναίκας.
Τότε ό Χριστός, έσκυψε κι άρχισε να γράφει ήρεμα με το χέρι Του στο έδαφος (βλ. Ίωάν. η’ 6).
Τί έγραφε ό Χριστός στο χώμα;
Ό ευαγγελιστής κρατά σιγή εδώ, δε μας αναφέρει τί έγραφε ό Χριστός. Ήταν πολύ κακό κι αποτρόπαιο αυτό για να το γράψει στο Βιβλίο Της Χαράς. Το αναφέρει η παράδοση όμως, κι είναι κάτι τρομερό.
Ό Χριστός έγραψε κάτι πού θα ξάφνιαζε τούς πρεσβύτερους, τούς κατήγορους της αμαρτωλής γυναίκας.
Με Το Δάχτυλο Του Αποκάλυψε Την Κρυφή Τους Ανομία.
Γιατί αυτοί Οι Διαπομπευτές Των Αμαρτιών Των Άλλων.. ήξεραν πολύ καλά να κρύβουν τα δικά τους κρίματα.
Είναι όμως άσκοπο να προσπαθείς να κρύψεις κάτι από το μάτι πού τα βλέπει όλα.( Εστι γαρ Δίκης οφθαλμός ος τα πάνθ ορα…)
Σύμφωνα με την παράδοση λοιπόν, έγραψε ό Κύριος στο έδαφος:
Ό Μ(εσουλάμ) έκλεψε θησαυρό από το ναό.
Ό Ά (σήρ) διέπραξε μοιχεία με τη γυναίκα του αδελφού του.
Ό Σ(αλούμ) έχει κάνει ψευδομαρτυρίες.
Ό Έ(λέντ) έχει δείρει τον πατέρα του.
Ό Ά(μαρίς) είναι σοδομίτης.
Ό Ί(ωήλ) έχει προσκυνήσει τα είδωλα.
Αυτά έγραψε, Ο Χριστός…. Κι εκείνοι στους οποίους αναφέρονταν τα λόγια αυτά… έσκυψαν και τα διάβασαν με ανέκφραστο τρόμο.
Έτρεμαν από φόβο, δεν τολμούσαν να κοιτάξουν ό ένας τον άλλον στα μάτια.
Ξέχασαν Πια Τελείως Την Αμαρτωλή Γυναίκα.
Το μόνο πού σκέφτονταν ήταν ό εαυτός τους, ό δικός τους θάνατος πού είχε χαραχτεί στο χώμα.
Ούτε μια γλώσσα δεν είχε τη δύναμη να κινηθεί, να ξανακάνει την ενοχλητική και πονηρή ερώτηση ..Σύ ουν τί λέγεις;
Ό Χριστός, ήθελε μόνο να τούς μάθει πώς πρέπει να σκέφτονται τον εαυτό τους, ν’ ασχολούνται με τις δικές τους αμαρτίες. Ήθελε να τούς υπενθυμίσει πώς, δεν έπρεπε να κρίνουν τις αμαρτίες των άλλων.
Αυτό μόνο ήθελε ό Κύριος.
Κι όταν αυτό έγινε, το… χώμα Ισοπεδώθηκε πάλι Κι Όσα Είχαν Γραφτεί Σβήστηκαν.
Μετά απ’ αυτά σηκώθηκε και τούς είπε ήρεμα
¨Ό Άναμάρτητος Υμών Πρώτος Λίθον Βαλέτω Έπ’ Αυτήν¨ (Ίωάν. Η’7).
Όποιος από σας είναι αναμάρτητος, ας της ρίξει την πρώτη πέτρα.
Ηταν… σα να αφαίρεσε κάποιος τα όπλα των εχθρών, κι υστέρα τούς είπε: Και τώρα πυροβολήστε..
Οι πρώην αγέρωχοι δικαστές της αμαρτωλής γυναίκας έστεκαν τώρα αφοπλισμένοι, ένιωθαν Αυτοί Τώρα Ένοχοι μπροστά στον κριτή, άφωνοι, ακίνητοι, λες κι ήταν καρφωμένοι στη γη.
Ό Χριστός.. έσκυψε πάλι κι έγραφε στο χωμα.
Τί έγραψε αύτη τη φορά…δεν μας αποκαλύπτει η παράδοση..
Το σπουδαίο, είναι πώς με το γράψιμο στο χώμα πέτυχε τρεις στόχους: Πρώτον, Έδωσε Τέλος Στην Καταιγίδα Πού Του Είχαν Ετοιμάσει Οι Πρεσβύτεροι Των Ιουδαίων
Δεύτερο, Ξύπνησε Τη Ναρκωμένη Τους Συνείδηση Στις Νεκρωμένες Καρδιές Τους, Έστω Και Για Λίγο- Και
Τρίτο, Γλίτωσε Την Αμαρτωλή Γυναίκα Από Το Θάνατο.
Μας λέει το Ευαγγέλιο…
¨Οι Δε Άκούσαντες Έξήρχοντο Εις Καθ Εις, Άρξάμενοι Από Των Πρεσβυτέρων, Και Κατελήφθη Ό Ιησούς Και Ή Γυνή Εν Μέσω Ουσα¨ (Ίωάν. η’ 9).
Εκείνοι δε σαν άκουσαν τα λόγια Του άρχισαν να φεύγουν ό ένας μετά τον άλλον, με πρώτους τούς πρεσβύτερους στην ηλικία.
Στο τέλος έμεινε μόνος ό Ιησούς και ή γυναίκα, πού έστεκε όρθια ανάμεσα σε όλους.
Το προαύλιο του ναού ..ξαφνικά άδειασε.
Για λίγο επικράτησε απόλυτη σιγή. Μετά ό Κύριος ανασηκώθηκε, κοίταξε τριγύρω κι αφού δεν είδε κανέναν είπε στη γυναίκα..
¨Γύναι, που είσιν; ουδείς σε κατέκρινεν;¨.
Που είναι οι κατήγοροι σου; Κανένας δεν σε κατέκρινε, δε ζητάει το λιθοβολισμό σου;Ό
Κύριος θέλησε με την ερώτηση Του να της εμπνεύσει εμπιστοσύνη, ώστε να
μπορέσει ν’ ακούσει, και να κατανοήσει καλύτερα αυτά πού θα της έλεγε
στη συνέχεια.
Λειτούργησε όπως ένας επιδέξιος γιατρός, πού πρώτα δίνει κουράγιο στον άρρωστο κι ύστερα του χορηγεί τη θεραπεία.
Ουδείς σε κατέκρινεν;
Ή γυναίκα κατόρθωσε να ξαναβρεί τη λαλιά της κι απάντησε…
¨Ουδείς, Κύριε¨. Κανένας δεν με κατακρίνει πια, Κύριε.
¨Ουδέ Εγώ Σε Κατακρίνω Πορεύου Και Από Του Νύν Μηκέτι Άμάρτανε» (Ίωάν. Η’11).¨
Ούτε εγώ σε κατακρίνω. Πήγαινε. Μόνο από τώρα και στο έξης μην αμαρτήσεις ξανά.
Όταν οι άνθρωποι δεν σε κατακρίνουν για την αμαρτία σου, σημαίνει πώς δεν ορίζουν κάποια τιμωρία για την αμαρτία, μα αφήνουν την αμαρτία πάνω σου.Όταν όμως δεν κρίνει ό Θεός, σημαίνει πώς συγχωρεί την αμαρτία σου, Σε Απαλλάσσει Απ’ Αυτήν, Την Απομακρύνει Και Καθαρίζει Την Πληγή Της Ψυχής Σου. Γι’ αυτό και τα λόγια ουδέ εγώ σε κατακρίνω, είναι σα να λένε…
¨Οι αμαρτίες σου συγχωρούνται, κόρη. Πήγαινε και μην ξαναμαρτήσεις¨.
(ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ.)