Ιανουαρίου 2013



Η Ντον Γκλάσκιν γράφει συχνά από καρδιάς για τη ζωή με έμφαση στην ψυχή, την προσωπική καλλιέργεια, τη συναισθηματική υγεία και άλλα ανάλογα θέματα, δίνοντας έμπνευση σε όσους τη διαβάζουν. Πρόσφατα έκλεισε τα 37 και για να γιορτάσει την περίσταση έφτιαξε αυτή τη λίστα με τα 37 πράγματα που έχει μάθει στη ζωή της μέχρι τώρα.

1. "Η ευτυχία ξεκινάει από μέσα μας. Σπαταλάμε πολύ χρόνο στη ζωή μας ψάχνοντας την επιβεβαίωση και την έγκριση έξω από εμάς και χωρίς να τη βρίσκουμε πάντα. Τελικά, όλα έχουν να κάνουν με το μέσα μας. Εκεί πρέπει να ψάξουμε".
2. "Πρέπει να είμαστε ευγνώμονες για τα πάντα. Τα καλά, τα κακά, τα άσχημα. Ολόκληρη η ζωή μας είναι ένα πολύτιμο δώρο. Η ευχαρίστηση, ο πόνος -είναι όλα μέσα στο μονοπάτι που πρέπει να ακολουθήσουμε".
3. "Ελάχιστες αλλαγές στο πώς αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα θα μεταμορφώσουν τη ζωή σου. Όταν νιώθεις φόβο, θυμό, πόνο, επίλεξε απλώς να δεις την κατάσταση διαφορετικά".
4. "Πρέπει να είσαι αληθινός απέναντι στον εαυτό σου, ακόμα κι αν έτσι δεν ευχαριστείς τους υπόλοιπους. Παρ' όλα αυτά είναι καλύτερα να σε αντιπαθούν γιατί ζεις την αλήθεια σου από το να σε αγαπούν για αυτό που προσποιείσαι ότι είσαι".
5. "Ο κόσμος είναι ο καθρέφτης μας. Αυτά που αγαπάμε στους άλλους είναι μια αντανάκλαση όσων αγαπάμε στον εαυτό μας. Αυτά που μας ενοχλούν στους άλλους είναι μια σίγουρη ένδειξη για το τι πρέπει να κοιτάξουμε πιο προσεκτικά στον εαυτό μας".
6. "Κάθε άνθρωπος έρχεται στη ζωή μας για κάποιο λόγο. Εξαρτάται από εμάς να είμαστε ανοιχτοί στο μάθημα που έχει να μας διδάξει. Όσο περισσότερο κάποιος μας ενοχλεί, τόσο μεγαλύτερο το μάθημα. Κράτα σημειώσεις".
7. "Έχε εμπιστοσύνη. Σε δύσκολες στιγμές, έχε στο μυαλό σου ότι το σύμπαν θα σε προστατεύσει και όλα θα πάνε καλά. Αν δεν καταλαβαίνεις το πώς εκείνη τη στιγμή, έχε εμπιστοσύνη ότι θα έρθει η στιγμή που θα το καταλάβεις. Το σύμπαν πάντα δουλεύει για το καλό σου".
8. "Ποτέ μην παίρνεις τα πράγματα προσωπικά. Το τι κάνουν οι άλλοι αντικατοπτρίζει το τι συμβαίνει στη δική τους ζωή και το πιθανότερο είναι ότι έχει μικρή ή καμία σχέση μαζί σου".
9. "Μια βόλτα στη φύση είναι θεραπευτική. Το να αναπνέεις τον καθαρό αέρα και να ρουφάς τα όμορφα τοπία αυτής της Γης καθαρίζει το μυαλό, σε προσγειώνει και σου αλλάζει τη διάθεση. Επιπλέον μπορείς να μάθεις πολλά για τη ζωή παρατηρώντας το μεγαλείο της φύσης".
10. "Οι πληγωμένοι άνθρωποι πληγώνουν. Εσύ αγάπησέ τους όπως είναι. Αν και δεν πειράζει καθόλου αν τους αγαπάς από μακριά".
11. "Πρέπει να νιώσεις κάτι για να μπορέσεις να το θεραπεύσεις. Φέρε τους φόβους και τις αδυναμίες σου στο επίκεντρο και ρίξε τον προβολέα πάνω τους γιατί ο μόνος τρόπος να ξεφύγεις είναι περνώντας από μέσα τους. Ο πόνος που σου προκαλεί το να αντιμετωπίζεις την αλήθεια κατάματα στο τέλος αξίζει τον κόπο, το υπόσχομαι".
12. "Η τελειομανία είναι μια ψευδαίσθηση. Και πολύ οδυνηρή μάλιστα. Χαλάρωσε. Προσπάθησε να κάνεις το καλύτερο, ναι, αλλά επίτρεψε στον εαυτό σου την πολυτέλεια να κάνει λάθη και να είναι ευτυχισμένος ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα".
13. "Βγάλε τις παρωπίδες. Μην επικεντρώνεσαι στους στόχους και τις επιθυμίες σου τόσο που να χάνεις την ομορφιά της ζωής και τους ανθρώπους γύρω σου. Ο κόσμος είναι πανέμορφο μέρος όταν περπατάς σε αυτόν με μάτια ανοιχτά".
14. "Γιόρτασε το ταξίδι. Δεν είναι μόνο ο προορισμός που έχει σημασία. Ευχαριστήσου όλες σου τις επιτυχίες, ακόμα και τις πιο μικρές".
15. "Η συγχώρεση δεν είναι τόσο για αυτόν που συγχωρείς. Είναι για εσένα, για να κατακτήσεις τη γαλήνη και την ελευθερία που σου αξίζει. Συγχώρεσε γρήγορα και συχνά".
16. "Είμαστε όλοι βαθιά διαισθητικά πλάσματα. Όταν μαθαίνουμε να μένουμε ακίνητοι και να ακούμε, μπορούμε να φτάσουμε στην πηγή μιας υπέροχης πρωτόγονης σοφίας. Άκουσε το σιωπηλό ψίθυρο της καρδιάς σου. Ξέρει το δρόμο".
17. "Άσε την ψυχή σου να λάμψει! Να είσαι αυθεντικός. Δεν υπάρχει κανείς άλλος σε αυτή τη γη σαν κι εσένα. Αγκάλιασε την αλήθεια σου με όλη σου την καρδιά και ζήσε και ανάπνευσε το πεπρωμένο σου".
18. "Είμαστε πανίσχυροι δημιουργοί. Αλήθεια, πέρα από κάθε φαντασία. Με σκοπό, συγκέντρωση και επιμονή όλα είναι δυνατά. Αυτό να το έχεις σίγουρο".
19. "Εγώ είμαι μέσα μου γεμάτη φως. Εσύ είσαι μέσα σου γεμάτος φως. Όλοι είμαστε μέσα μας γεμάτοι φως. Κάποιοι ρίχνουν μόνοι τους σκιές στην ίδια τους τη λάμψη. Γίνε φάρος φωτός για τους άλλους και δείξ' τους το δρόμο".
20. "Μην παίρνεις τη ζωή πολύ σοβαρά! Στο τέλος εξάλλου κανείς δεν βγαίνει ζωντανός. Χαμογέλασε. Κάνε ανοησίες. Πάρε ρίσκα. Διασκέδασε".
21. "Φρόντισε να περιτριγυρίζεσαι από ανθρώπους που σε αγαπούν και σε υποστηρίζουν. Και ανταπέδωσέ τους την αγάπη και την υποστήριξη! Η ζωή είναι πολύ μικρή για οτιδήποτε άλλο".
22. "Μάθε τον περίτεχνο χορό της ζωής. Να έχεις μεγάλα, όμορφα όνειρα και όραμα. Να τα κυνηγάς με πάθος. Αλλά, ταυτόχρονα μην προσκολλάσαι σε αυτά. Να είσαι ευέλικτος και πρόθυμος να πας όπου η ζωή σε πάει".
23. "Το να δίνεις είναι το μυστικό για να παίρνεις. Μοιράσου τη σοφία σου, την αγάπη σου, τα ταλέντα σου. Μοιράσου ελεύθερα και θα εκπλαγείς από το πόση ομορφιά θα επιστρέψει στη ζωή σου".
24. "Πρέπει όμως από την άλλη να προσέχεις να μη δίνεις υπερβολικά πολύ. Αν αδειάσεις το δικό σου ποτήρι εντελώς, δεν θα σου μείνει τίποτα άλλο να δώσεις. Η ισορροπία είναι το κλειδί".
25. "Πες ΝΑΙ! σε ό,τι σε χαροποιεί. Πες όχι, χωρίς να ζητάς συγνώμη, σε ότι δεν σε εξιτάρει ή νιώθεις ότι δεν είναι για εσένα. Ο χρόνος είναι ένας από τους πιο πολύτιμους πόρους και δεν γυρνάει ποτέ πίσω. Χειρίσου τον με σοφία".
26. "Κάποιες φορές κάποιες φιλίες κάνουν τον κύκλο τους. Αυτό δεν σημαίνει ούτε πως εκείνοι έκαναν κάτι κακό, ούτε πως εσύ έκανες κάτι κακό. Σημαίνει απλώς ότι είστε σε διαφορετικά μονοπάτια. Έχε τους στην καρδιά σου, όταν όμως αρχίζουν να σε πληγώνουν ή να σε κρατάνε πίσω, είναι καιρός να πάρεις αποστάσεις ή να τους αφήσεις να πάρουν την πορεία τους".
27. "Ο φόβος είναι συνήθως μια πολύ καλή ένδειξη ως προς το τι θέλουμε και χρειαζόμαστε στη ζωή μας. Άστον να γίνει η πυξίδα σου και απόλαυσε τη συναρπαστική περιπέτεια στην οποία θα σε οδηγήσει".
28. "Το να ξεπεράσεις τους φόβους σου είναι ένα από τα καλύτερα δώρα που μπορείς να κάνεις στον εαυτό σου. Του αποδεικνύεις έτσι ότι μπορείς να καταφέρεις τα πάντα κι αυτό δίνει τεράστια ώθηση στην αυτοπεποίθησή σου".
29. "Το κορμί μας είναι το όχημά μας για να πετύχουμε τα όνειρά μας. Πρέπει να του φερόμαστε με αγάπη και να φροντίζουμε να είναι υγιές για να νιώθουμε ζωντανοί και γεμάτοι ενέργεια. Η εικόνα όμως δεν πρέπει να γίνεται ποτέ εμμονή. Η ομορφιά είναι κάτι υποκειμενικό και σβήνει ούτως ή άλλως με τον καιρό. Το να νιώθεις όμορφα, υγιής και άνετα με το σώμα σου είναι αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία".
30. "Όσους αγαπάς να τους το δείχνεις συχνά και με ενθουσιασμό. Πες το και δείξ' το όσο περισσότερο γίνεται. Ο χρόνος σου, η ουσιαστική παρουσία, η αγάπη και το ειλικρινές ενδιαφέρον για το αν είναι καλά είναι το καλύτερο δώρο".
31. "Αυτή η στιγμή τώρα είναι ό,τι έχουμε. Είναι το μόνο σίγουρο για οποιονδήποτε από εμάς. Μάθε από το παρελθόν σου και απόλαυσε τις όμορφες αναμνήσεις, μην προσκολλάσαι όμως σε αυτές και μη τις αφήνεις να σε στοιχειώνουν. Ονειρεύσου και σκέψου με ενθουσιασμό για το μέλλον, αλλά μην αφήνεις να σου γίνεται εμμονή. Αγάπα αυτή τη στιγμή, πάντα".
32. "Η ζωή είναι γεμάτη πάνω και κάτω. Χρειάζονται και τα δύο για να ανακαλύψουμε ποιοι είμαστε και τι μπορούμε να κάνουμε. Κρατήσου γερά και απόλαυσε τη διαδρομή".
33. "Συνδεόμαστε όλοι σε μια μεγάλη, ανθρώπινη οικογένεια. Κανείς δεν είναι καλύτερος ή χειρότερος από κάποιον άλλο -βρισκόμαστε απλώς σε διαφορετικά σημεία του ταξιδιού μας και αντιμετωπίζουμε τη ζωή όσο καλύτερα μπορούμε. Αναγνώρισε ότι το άλλο άτομο είσαι εσύ".
34. "Εξέφρασε καθημερινά την ευγνωμοσύνη σου για όλες τις ευλογίες της ζωής σου, μεγάλες και μικρές. Όχι μόνο τα vibes που μεταδίδεις και εισπράττεις θα σε κάνουν να νιώσεις υπέροχα, αλλά αν το κάνεις συχνά δημιουργείς χώρο για ακόμα περισσότερη αφθονία -χαράς, αγάπης, υγείας και ευημερίας".
35. "Δεν είμαστε το κέντρο του σύμπαντος, αν και ο εγωισμός μας μας κάνει να νιώθουμε έτσι ορισμένες φορές. Αποτίναξε αυτό τον τρόπο σκέψης και δες τον κόσμο και την οπτική των άλλων ανθρώπων υπό ένα εντελώς καινούριο, όμορφο φως".
36. "Ο κόσμος χρειάζεται περισσότερη αγάπη, φως και γέλιο. Βγες στον κόσμο και γίνε η αγάπη".
37. "Ο γκουρού είσαι εσύ. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας, μας λένε άλλοι τι να κάνουμε, πώς να σκεφτούμε, τι είναι ωραίο πάνω μας, τι σημαίνει επιτυχία. Δεν χρειάζεται να ακούς αυτά που σου λένε. Νιώσε ελεύθερος να δεις πίσω από αυτά. Σκέψου εσύ για εσένα. Σπάσε το καλούπι. Όταν σταματήσεις να κάνεις ό,τι θέλουν οι άλλοι να κάνεις και αρχίσεις να ακολουθείς τη δική σου διαίσθηση, τότε θα γίνεις ευτυχισμένος σε σημείο γελοιότητας".
________________


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


Εἰς τὰς ἐπικηδίους εὐχὰς καὶ εἰς τὰ μνημόσυνα ποὺ τελοῦν οἱ Χριστιανοί, ὁ ἱερεὺς παρακαλεῖ τὸν Θεὸν νὰ ἐλεήσῃ τὴν ψυχὴν διότι δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἡμάρτησεν ἐπὶ τῆς γῆς. «Οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς γῆς, ὃς ζήσεται καὶ οὐχ ἁμαρτήσει». Μόνον ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἦτο ἀναμάρτητος.

Διὰ τὰς ἁμαρτίας μας, ὁ Θεὸς μᾶς δοκιμάζει, ὑποβάλλοντας ἡμᾶς εἰς σωματικὴν ἀσθένειαν.

Ὁ χριστιανὸς πρέπει νὰ δέχεται εὐχαρίστως τὴν ἀσθένειαν, νὰ ταπεινοῦται καὶ νὰ δοξάζῃ τὸν Θεὸν καὶ νὰ τὸν παρακαλῇ νὰ τοῦ δίδῃ ὑπομονὴν εἰς τὴν παιδαγωγικὴν τιμωρίαν.

Αἱ ἀσθένειαι ὅμως ποὺ μᾶς ἔρχονται εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν εἶναὶ μηδαμιναὶ ἔναντι τῶν αἰωνίων βασάνων τῆς ἀτελευτήτου κολάσεως.

Ἐκεῖ εἶναι ὁ ὀδυρμὸς καὶ ἡ ὠδίνη ὅπως τὴν περιγράφει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου.

Ἡ φρίκη τῆς κολάσεως εἶναι ἀπερίγραπτος. Εἰς τὴν παροῦσαν μελέτην περιγράφεται ἀμυδρῶς αὕτη ἀπὸ μοναχὸν ποὺ ἐδοκίμασεν αὐτὴν ἐπὶ χρονικὸν διάστημα μίας καὶ ἡμισείας ὥρας καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ ὑπομείνῃ ἄλλο τόσο χρονικὸ διάστημα ἐπροτίμησεν νὰ ὑποφέρῃ τὴν σωματικὴν ἀσθένειαν μὲ φρικτοὺς πόνους, κλινήρης ἐπὶ τρία ἔτη, παρὰ μίαν ὥραν εἰς τὴν κόλασιν.

ΟΠΤΑΣΙΑ ΜΟΝΑΧΟΥ
Ἡ προτίμησις τῆς ἀσθενείας


Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς τὰς τελευταίας ἡμέρας τῆς ἐν σαρκὶ ἐπὶ τῆς γῆς ζωῆς Αὐτοῦ ἀνέστησε τὸν τεθνεῶτα Λάζαρον, τὸν καὶ τετραήμερον λεγόμενον, διότι εἶχε μείνει τέσσαρας ἡμέρας εἰς τὸν Ἅδην. Ὅμως ὁ εὐλογημένος αὺτὸς Λάζαρος, ἂν καὶ ἔζησε τριάκοντα χρόνους μετὰ τὴν ἀνάστασιν αὐτοῦ δὲν εἶπε, οὔτε ἔγραψε τίποτε διὰ τὴν ἐν τῷ Ἅδῃ διαγωγὴν τῶν ψυχῶν. Δύο περιστατικὰ μόνον γνωρίζομεν δι᾿ αὐτόν, α´ ὅτι ποτὲ (καθ᾿ ὅλην τὴν 30ετῆ ζωὴν μετὰ τὴν ἀνάστασιν αὐτοῦ) δὲν ἐγέλασε παρὰ μόνον ἐμειδίασε ὅταν εἶδεν ἄνθρωπον νὰ κλέπτῃ πήλινον ἀγγεῖον, καὶ μειδιῶν εἶπεν· ἰδοὺ ὁ πηλὸς κλέπτει πηλόν, καὶ β´ ὅτι μίαν συνεχῆ πικρότητα ἠσθάνετο εἰς τὸν φάρυγγα αὐτοῦ καὶ ποτὲ καμμία τροφή, κανένα φροῦτο δὲν ἠδυνήθη νὰ τὸν γλυκάνῃ. Ἄρα ἐκ τούτων συμπεραίνομεν ὅτι φοβερὰ πράγματα εἶδεν εἰς τὸν Ἅδην καὶ διὰ τοῦτο ποτὲ εἰς ὅλην τὴν ζωὴν αὐτοῦ δὲν ἐγέλασε, καὶ ὅτι πολλὴν πικρότητα ἠσθάνθη ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, ἡ ὁποία καὶ μετεδόθη εἰς τὸ σῶμα - τὸν φάρυγγα.

Ἔρχεται δὲ νὰ βεβαιώσῃ τὸν λόγον τοῦτον μία πρόσφατος ἱστορία ἥτις συνέβη εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ παρόντος αἰῶνος, ἤτοι τοῦ εἰκοστοῦ κατὰ τὴν πολιτικὴν χρονομέτρησιν, τὴν ὁποίαν ἱστορίαν εὕρομεν γεγραμμένην εἰς χειρόγραφον βιβλίον τοῦ Γέροντος Δαμασκηνοῦ Μοναχοῦ Ἁγιοβασιλειάτου, ὅστις καὶ εὑρίσκεται ἐν τῇ ζωῇ καὶ ὁ ἀμφιβάλλων δύναται νὰ τὸν ἐρωτήσῃ καὶ νὰ διαπιστώσῃ τοῦ λόγου τὸ ἀληθές. Καλὸν ὅμως εἶναι πρὶν ἀρχίσωμεν τὴν νέαν αὐτὴν ἱστορίαν νὰ παρεμβάλωμεν περιληπτικῶς μίαν παλαιὰν ὁμοιάζουσαν τῇ νέᾳ, ὄχι κατὰ τὸ εἶδος, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἔννοιαν.

Γνωρίζουν οἱ πολλοὶ διὰ τὸν Μοναχὸν ἐκεῖνον τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων, ὅστις εἶχε πόθον πολὺν νὰ μάθῃ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Δαυϊτικοῦ λόγου τοῦ ἐν τῷ Ψαλτηρίῳ· «χίλια ἔτη ἐν ὀψθαλμοῖς σου, Κύριε, ὡς ἡμέρα ἡ ἐχθές, ἥτις διῆλθε, καὶ φυλακὴ ἐν νυκτί», καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὰς προσευχὰς καὶ δεήσεις, εὑρισκομένου ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ παρουσιάσθη εἰς αὐτὸν Ἄγγελος Κυρίου ἐν σχήματι ἀετοῦ, ὁ ὁποῖος ἥλκυσε τὸν Μοναχόν, μετέφερεν αὐτὸν εἰς τὸ δάσος καὶ ἐκεῖ ἤρχισεν ἕνα φτερούγισμα, ἕνα κελάιδισμα διὰ τοῦ ὁποίου ἐκράτησεν ἐκεῖ τὸν Μοναχὸν πολλοὺς χρόνους. Κάποτε ἀπέπτη ὁ Ἄγγελος Κυρίου -ὁ ἀετός- καὶ ὁ Μοναχὸς εἶπεν· ἂς ἐπιστρέψω εἰς τὸ Μοναστήριόν μου, μήπως ἄργησα. Ἐπιστρέψας λοιπὸν εὗρεν ἐκεῖ ἄλλον Μοναχὸν θυρωρόν, ἄλλον Ἡγούμενον, ἄλλην ἀδελφότητα, ὅλα τὰ πρόσωπα ἄγνωστα εἰς αὐτόν. Καὶ ἐξετάσαντες τὸν Κατάλογον ὀνομάτων τῶν ἡγουμενευσάντων ἐν τῇ Μονῇ καὶ τῶν προζησάντων ἀδελφῶν εὗρον, κατὰ τὰ ὀνόματα ἅτινα ἔλεγεν ὁ Μοναχός, ὅτι ἡ ἀδελφότης αὐτὴ ὑπῆρξεν ἐν τῇ Μονῇ πρὸ τριακοσίων ἐτῶν! Ἄρα ὁ Μοναχὸς οὗτος ἔζησεν εἰς τὸ δάσος τριακοσίους χρόνους χωρὶς νὰ πεινάσῃ ἢ νὰ διψάσῃ, ἢ νὰ νυστάξῃ ἢ νὰ αἰσθανθῇ κάποιαν ἄλλην σωματικὴν ἀνάγκην, μὲ μόνην τροφὴν καὶ τρυφὴν τὸ κελάιδισμα τοῦ ἀετοῦ, ἢ καλλίτερον εἰπεῖν τὴν ψαλμωδίαν τοῦ Ἀγγέλου, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἑρμηνεία τοῦ ψαλμικοῦ χωρίου «χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλμοῖς σου, Κύριε, ὡς ἡ ἡμέρα ἡ ἐχθὲς κ.τ.λ.» καὶ αὐτὴ εἶναι μία ἀσήμαντος, μία ἀμυδρὰ ὑποτύπωσις τῆς μελλούσης χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως τῶν Δικαίων εἰς τὸν Παράδεισον. Ὅτι οὗτω δηλαδὴ θὰ παρέρχωνται οἱ αἰῶνες χωρὶς νὰ τὸ ἀντιλαμβάνωνται καὶ χωρὶς νὰ αἰσθάνωνται οἱ Δίκαιοι καμμίαν ἀνάγκην, ὅπως ὸ Μοναχὸς οὗτος ἔζησε τριακόσια ἔτη ἐν τῇ εὐφροσύνῃ τῆς ψαλμωδίας τοῦ Ἀγγέλου καὶ ἐνόμισεν ὅτι παρῆλθον μόνον δύο ὧραι. Ἀλλὰ τώρα ἂς ἔλθωμεν εἰς τὴν ἰδικήν μας ἱστορίαν.

Ἕνας νέος, ῥῶσσος, εἰς τὴν Ῥωσσίαν, κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ παρόντος αἰῶνος, εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος, βλέπων τὴν ματαιότητα τῆς παρούσης ζωῆς, ποθῶν δὲ τῆς αἰωνίου ζωῆς ἐπιτυχεῖν, ἀπεφάσισε νὰ ἀρνηθῇ τὸν κόσμον, νὰ τὸν ἐγκαταλείψῃ καὶ νὰ γίνῃ Μοναχός. Ἔχων δὲ ἡλικίαν ὑπερεικοσαετῆ καὶ ὑπ᾿ οὐδενὸς κωλυόμενος διὰ τὸν σκοπὸν αὐτοῦ τὸν ἱερὸν τοῦτον καὶ σωτήριον, εὐθὺς μετὰ τὸ σκεφθῆναι καὶ ἀποφασίσαι τὸ ἔργον ἐπροχώρησε. Δὲν ἠθέλησεν ὅμως νὰ μείνῃ εἰς κανὲν ἀπὸ τὰ Μοναστήρια τῆς πατρίδος του, ἀλλὰ ἀκλινῶς ἐπορεύθη πρὸς τὸν εὐλογημένον Ἄθωνα, τὸ Περιβόλι τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τὸ Ἅγιον Ὄρος. Εἰσελθὼν λοιπὸν ἐπορεύθη εἰς Καρυάς, τὴν Πρωτεύουσαν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ κατευθείαν εἰσήχθη εἰς τὴν ἐντὸς τῶν Καρυῶν Σκήτην τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τὸ λεγόμενον Σεράγιον, ἔνθα, ὡς φαίνεται εἶχε συγγενῆ ἢ γνωστὸν τινα Μοναχόν.

Τὸ πολίτευμα τῆς Σκήτης αὐτῆς ἦτο κοινοβιακόν, εἶχε τὸν Ἡγούμενον -ὅστις κατὰ τὴν μοναχικὴν γλωσσαν καλεῖται Δικαῖος- καὶ εἰς αὐτὸν ὅλοι οἱ Μοναχοὶ τῆς Σκήτης ἔκαναν ὑπακοήν, ἦτο μία τράπεζα διὰ τὸ φαγητὸ καὶ ἐν ἑνὶ λόγῳ τὰ πάντα κοινοβιακά.

Εἰς ἕνα τοιοῦτον Κοινόβιον, λοιπόν, εἰσελθὼν καὶ καταταγεὶς ὁ νέος οὗτος ἐπεδείκνυε πᾶσαν σπουδὴν εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν μοναχικῶν καθηκόντων καὶ διακονημάτων, τὴν ὑπακοὴν καὶ ταπείνωσιν, οὕτως ὥστε εἰς ὀλίγον καιρὸν ἔγινε ἕνα ζωντανὸν-φωτεινὸν παράδειγμα πρὸς μίμησιν ἀρετῆς. Ἐν τοιαύτῃ διαγωγῇ καὶ ὑγείᾳ σωματικῇ διήνυσεν εἰς τὴν Σκήτην ὁ ἀδελφὸς δέκα ὁλόκληρα ἔτη. Μετὰ δὲ ταῦτα ἠσθένησε καὶ μὴ θέλων νὰ ἐξέλθῃ τοῦ Ἁγίου Ὄρους διὰ ἰατροὺς καὶ νοσοκομεῖα, εἴτε διότι ἦτο ξένος καὶ μὴ γνωρίζων τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν, εἴτε διότι ἠσθάνετο τὰς δυνάμεις του ἱκανὰς πρὸς ὑπομονὴν τῆς ἀσθενείας, ἔμεινεν ἐκεῖ ὑποφέρων τοὺς πόνους καὶ τὰ ἄλλα ἐπακόλουθα τῆς ἀσθενείας. Ὀλίγον ὅμως κατ᾿ ὀλίγον ἐπιδεινωθείσης τῆς καταστάσεως τοῦ ἀδελφοῦ, ὡς μὴ λαμβάνοντος οὐδὲν φάρμακον ἔπεσεν εἰς τὸ στρῶμα, ἔμεινε δηλαδὴ κλινήρης μὴ δυνάμενος πλέον νὰ ἐξέλθῃ τοῦ κελλίου οὔτε διὰ τὴν ἐκκλησίαν οὔτε διὰ τὰ διακονήματα ἢ ἄλλην τινα ὑπηρεσίαν. Ἐδόθη δὲ εἰς αὐτὸν ἀδελφὸς νεώτερος διὰ νὰ τὸν ὑπηρετῇ εἰς ὅλας τὰς σωματικὰς ἀνάγκας αὐτοῦ, ὅστις καὶ διηγήθη εἰς τὸν Γέροντα Δαμασκηνὸν τὴν ἱστορίαν αὐτήν, ὅταν οὗτος ἐπεσκέφθη τὴν Σκήτην ταύτην. Ἔλεγε δὲ ὁ ἀδελφὸς οὗτος διὰ τὸν ἀσθενοῦντα Μοναχόν, ὅτι εἶχε μεγάλην ὑπομονήν, ἀδιάλειπτον εὐχὴν καὶ εὐχαριστίαν πρὸς Κύριον. Οὐδέποτε ἐγόγγυσεν, ἢ ἠγανάκτησεν, ἢ εἶπε λόγον σκληρὸν κατά τινος εἰς τὴν ὥραν τοῦ πόνου καὶ τῶν ἄλλων δεινῶν τῆς ἀσθενείας.

Οὕτω, λοιπόν, κλινήρου ὄντως τοῦ ἀδελφοῦ καὶ ὑποφέροντος πόνους καὶ ἄλλας ταλαιπωρίας, παρῆλθον δέκα ἔτη, ὅσα δηλαδὴ παρῆλθον ἐν τῇ ὑγείᾳ ἀπὸ τῆς ἀρχῆς τῆς ἀποταγῆς αὐτοῦ τόσα καὶ ἐν τῇ ἀσθενείᾳ. Κατ᾿ αὐτὰς τὰς ἡμέρας καθ᾿ ἃς συνεπληροῦντο τὰ δέκα ἔτη ἐν τῇ ἀσθενείᾳ, μίαν πρωΐαν αἴφνης παρίσταται ἔμπροσθεν αὐτοῦ Ἄγγελος Κυρίου. Ἐταράχθη ὁ Μοναχὸς καὶ ἐποίησε τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἀλλὰ καὶ ὁ Ἄγγελος τὸν ἐμιμήθη, ὁπότε διεπίστωσεν ὁ Μοναχὸς ὅτι δὲν εἶναι φαντασία δαιμονική. Λέγει λοιπὸν πρὸς τὸν Μοναχόν· Ἄγγελος εἰμὶ Θεοῦ Παντοκράτορος καὶ ἀπεστάλην πρὸς σὲ εἰπεῖν σοι ταῦτα· Θέλημα Θεοῦ ἐστιν ἵνα ὑποφέρης ἔτι ὀλίγον καὶ ὕστερον νὰ εἰσέλθης εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου. Δύο δὲ τρόπους, δύο εἴδη κακώσεως θὰ σοὶ ὑποδείξω καὶ ὁποῖον ἂν ἐκλέξης ἐγὼ θὰ τὸ ἐκτελέσω ἀμέσως, ὡς ἔχων τοιαύτην ἐξουσίαν παρὰ Κυρίου. Πρῶτος τρόπος εἶναι· καθὼς ἔχεις ἐν τῇ ἀσθενείᾳ ταύτῃ δέκα χρόνους, νὰ ποιήσης ἄλλους τρεῖς ἐν τῇ αὐτῇ ἀσθενείᾳ, μὲ τοὺς αὐτοὺς πόνους καὶ τὰς αὐτὰς ταλαιπωρίας, καὶ κατὰ τὴν συμπλήρωσιν τῶν τριῶν χρόνων ἐγὼ ἔρχομαι, σὲ παραλαμβάνω καὶ σὲ ὑπάγω εἰς τὴν αἰωνίαν χαρὰν καὶ ἀπόλαυσιν, ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος οὐδὲ ταλαιπωρία.

Δεύτερος τρόπος εἶναι· νὰ σὲ ὑπάγω κάτω εἰς τὸν Ἅδην, νὰ σὲ ἀφήσω εἰς ἕνα ἀπὸ τοὺς σκοτεινοὺς θαλάμους αὐτοῦ, νὰ μείνης ἐκεῖ τρεῖς ὥρας ἄνευ κολαστηρίων, ἄνευ βασάνων ἢ ἄλλης τινὸς ἐνοχλήσεως καὶ μετὰ τὴν συμπλήρωσιν τῶν τριῶν ὡρῶν ἐγὼ ἔρχομαι, σὲ παραλαμβάνω καὶ σὲ ὑπάγω εἰς τὸν Παράδεισον, ἔνθα τὸ φῶς τὸ ἀνέσπερον καὶ χαρὰ ἡ ἀνέκφραστος. Μελέτησον ταῦτα κατὰ διάνοιαν, ἔκλεξαι ἕνα ἐκ τῶν δύο καὶ ἐγὼ θὰ τὸ ἐκτελέσω ἀμέσως.

Ἀρχίζει λοιπὸν ὁ Μοναχὸς νὰ σκέπτεται καὶ νὰ λέγῃ καθ᾿ ἑαυτόν. Ἔχω δέκα χρόνους ἐν τῇ ἀσθενείᾳ ὑποφέρων τόσους πόνους καὶ κόπους· μόνος ὁ Θεὸς γνωρίζει τί ὑπέμεινα· νὰ ὑπομείνω ἄλλα τρία ἔτη; πολὺ ἐστί. Νὰ ὑπάγω εἰς τὸν Ἅδην; σκοτεινὸς καὶ πικρός ἐστιν ὁ Ἅδης ἀλλὰ τρεῖς ὧραι δὲν εἶναι πολύ, συντόμως θὰ παρέλθουν καὶ οὕτω θὰ λάβουν τέλος ὅλα τὰ βάσανά μου. Καὶ ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν Ἄγγελον λέγει· ἐκλέγω τὸ δεύτερον, ἤτοι τὸν Ἅδην. Εὐθὺς ἀμέσως ὁ Ἄγγελος παραλαμβάνει αὐτὸν καὶ τὸν μεταφέρει εἰς τὸν Ἅδην (εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐδεὶς οἶδεν εἰμὴ ὁ Θεός), εἰσάγει αὐτὸν εἰς ἕνα θάλαμον καὶ τοῦ λέγει· κάθου εἰς τοῦτον τὸν τόπον καὶ ἀνάμεινόν με, μετὰ τρεῖς ὥρας ἔρχομαι· καὶ ἀπῆλθεν ἀπ᾽ αὐτοῦ ὁ Ἄγγελος.

Ἂς σημειωθῇ ὅμως ὅτι, ἐν ὅσῳ ὁ Ἄγγελος εὑρίσκετο μετὰ τοῦ Μοναχοῦ εἰς τὸν Ἅδην, ὡς ὢν ὁ Ἄγγελος ὅλος φωτεινὸς καὶ ἐκπέμπων φῶς, ὁ Ἅδης ἀντὶ σκοτεινὸς ἐγένετο φωτεινότατος· καὶ μόλις τὸ φῶς τὸ ἀγγελικὸν ἐχάθη τότε εὑρέθη ὁ Μοναχὸς εἰς τὸ σκότος. Ἀλλὰ τί σκότος, ἀδελφοί μου; ἀφεγγὲς νὰ τὸ εἴπω; ἀλλὰ δὲν ἀνταποκρίνεται πρὸς τὴν πραγματικότητα. Ψηλαφητόν; οὔτε αὐτό, ἀλλ᾿ οὺδὲ δύναταί τις νὰ εὕρῃ ὄνομα νὰ τοῦ δώσῃ. Ἦτο πάντως μία ἀπελπιστική, ἀνυπόφορος, ἀπαραμύθητος παραλύουσα τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν, μία πνιγηρὴ κατάστασις, μία ἄνευ κολαστηρίων Κόλασις. Καὶ τώρα, δι᾿ αὐτόν, ἡ κάθε στιγμὴ ποὺ περνᾷ εἶναι ἡμέρα μία καὶ τὸ λεπτὸν τῆς ὥρας διμηνία καὶ περισσότερον. Κάμνει ὅμως ὑπομονή, ὅτι θὰ παρέλθουν αἱ τρεῖς ὧραι καὶ θὰ ἔλθη ὁ Ἄγγελος νὰ ἀναγάγῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐξ ἅδου κατωτάτου. Καὶ στενοχωρεῖται, ἀναμένει καὶ ἀδημονεῖ ὁ Μοναχός, ἀλλὰ ὁ Ἄγγελος δὲν φαίνεται.

Παρῆλθε μία ὥρα καὶ μισή· ἕως ἐδῶ εἶχε τὴν ὑπομονὴν καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀπολυτρώσεως· κατ᾿ αὐτὴν τὴν ὥραν ἔχασε τὴν ὑπομονὴν αὐτοῦ καὶ περιέπεσεν εἰς ἀπόγνωσιν καὶ τελείαν ἀπελπισίαν. Δὲν πρόκειται νὰ ἔλθῃ ὁ Ἄγγελος, εἶπε καὶ ἀπηλπίσθη, ἢ μὲ μίαν λέξιν, ὁ Μοναχὸς «ἔπεσε».

Ὁ πανδερκέστατος ὀφθαλμὸς τοῦ Θεοῦ «ὃς πάνθ᾿ ὁρᾶ» ἤτοι τὰ πάντα βλέπει, εἷδε τὴν ἐν τῷ Ἅδῃ «πτῶσιν» του Μοναχοῦ, καλεῖ τὸν Ἄγγελον τὸν ὑπηρετοῦντα εἰς τὸ μυστήριον τοῦτο καὶ τοῦ λέγει· Ὕπαγε εἰς τὸν Ἅδην, εἰς τὸν Μοναχὸν ὃν ἀφῆκας ἐκεῖ, ἐρώτησον καὶ εἰπὲ αὐτῷ πῶς διάκεισαι; Ὁ̔͂ Ἄγγελος προσεκύνησε τῷ Κυρίῳ καὶ πάραυτα εὑρέθη εἰς τὸν Ἅδην. Εἰσελθὼν εἰς τὸν θάλαμον ἐκεῖνον τὸν σκοτεινότατον ἔλαμψεν ὅλος ἐκ τοῦ ἀγγελικοῦ φωτός, βλέπει δὲ τὸν Μοναχὸν ὅλον ἀπηλπισμένον καὶ ὡς εἰπεῖν ἕνα ψυχοσωματικὸν ῥάκος. Λέγει λοιπὸν πρὸς αὐτόν· Κύριος ὁ Θεὸς ἀπέστειλέ με πρὸς σὲ ἵνα ἐρωτήσω σε καὶ σοὶ εἴπω· πῶς διάκεισαι; Ὁ Μοναχός, ὡς ἐκ μεγάλης καταπτώσεως ὑψώσας τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πρὸς τὸν Ἄγγελον, βλοσυρῷ βλέμματι ἐκύτταξεν αὐτὸν καὶ ἐν ἀναβρασμῷ ψυχῆς λέγει πρὸς αὐτὸν μετ᾿ ὀργῆς: Εἶσαι σὺ Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ; εἶσαι σὺ ὑπηρέτης τῆς ἀληθείας; εἶσαι συνεπὴς εἰς τοὺς λόγους σου; Ἧλθες εἰς τὸ κελλίον μου, μοὶ ὑπέβαλες δύο ὅρους, δύο τρόπους παιδείας καὶ ἐγὼ ἐξέλεξα τὸν δεύτερον. Μὲ ἔφερες καὶ μὲ ἄφησες εἰς τὸν σκοτεινὸν καὶ ἀπαράκλητον τοῦτον τόπον λέγων μοι, ὅτι μετὰ τρεῖς ὥρας ἔρχομαι νὰ σὲ ἐξάξω καὶ νὰ σὲ ὑπάγω εἰς τὸν Παράδεισον. Ἔφυγες καὶ ἐγὼ περιμένω, περιμένω, περιμένω. Παρῆλθον διακόσια ἔτη καὶ τώρα ἦλθες καὶ μοὶ λέγεις· πῶς διάκεισαι;

Ὁ Ἄγγελος, ἀπὸ ὅ,τι ἐνήργησεν ὁ Κύριος, νὰ τὸν ἀποστείλῃ δηλαδὴ πρὸ τῆς ὡρισμένης ὥρας καὶ ἀπὸ ὅ,τι ἤκουσε τώρα ἀπὸ τὸν Μοναχὸν ἐννόησε τὴν ὅλην ἐσωτερικὴν κατάστασιν αὐτοῦ καὶ τοῦ ἀπαντᾶ μὲ πραεῖαν φωνήν. Ναί, Μοναχέ, Ἄγγελος εἰμὶ τοῦ Θεοῦ, ὑπηρέτης τῆς ἀληθείας καὶ συνεπὴς εἰς τοὺς λόγους μου. Οὐδὲν ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ ποιῶ ἀλλ᾿ ὅ,τι ἂν ἀκούσω καὶ προσταχθῶ ὑπὸ τοῦ Κυρίου, τοῦτο καὶ πράσσω. Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν εἶδε τὴν τῆς ψυχῆς σου κατάστασιν καὶ ἀπέστειλέ με ἵνα σὲ ἐρωτήσω καὶ σοὶ εἴπω· πῶς διάκεισαι; Ἄκουσον δὲ καὶ γνώρισον τὴν πραγματικὴν ἀλήθειαν ὁποία ἐστίν. Εἶπον σοι ὅτι θὰ μείνης εἰς τὸν τόπον τοῦτον τρεῖς ὥρας, καὶ ἀπὸ τὴν στιγμὴν ὅπου ἔφυγον ἀπὸ σοῦ μέχρι τὴν στιγμὴν αὐτὴν ὅπου ἧλθον καὶ σοῦ ὁμιλῶ, παρῆλθε τὸ ἥμισυ του ὡρισθέντος χρονικοῦ διαστήματος, δηλαδὴ μόνον μία καὶ ἥμισυ ὥρα, καὶ ἔχεις νὰ μείνης εἰς τὸν τόπον τοῦτον ἄλλο τόσον, ἤτοι ἄλλην μίαν καὶ μισὴν ὥραν. Ἧλθον διὰ νὰ σὲ ἴδω πῶς εὑρίσκεσαι, δὲν ἦλθον διὰ νὰ σὲ ἐξάγω τοῦ Ἅδου.

Ἐμβρόντητος ἔμεινε, ἐπίστευσεν ὅμως ὁ Μοναχὸς εἰς τοὺς λόγους τοῦ Ἀγγέλου, ἐννόησε τὸ μυστήριον εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο, ἐγνώρισεν ἐμπράκτως τί ἐστιν Ἅδης, ἦλθεν εἰς ἑαυτὸν καὶ ἀφῆκε φωνὴν οἰκτρὰν καὶ ὀδυνηρὰν σφόδρα οὕτως εἰπών· Οὐαί, οὐαί, ἀλλοίμονον εἰς τοὺς ἀνθρώπους οἵτινες θὰ κατακριθῶσι καὶ θὰ καταδικασθῶσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς Κολάσεως· διότι ἐὰν ἐγὼ διὰ δύο ὥρας ἐφαντάσθην ὅτι παρῆλθον δύο αἰῶνες, καίτοι ἔχων τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ἔλθη ὁ Ἅγγελος νὰ μὲ λυτρώσῃ, πῶς θὰ ὑπομείνωσιν ἐκεῖνοι χιλιάδας αἰώνων καὶ χωρὶς καμμίαν ἐλπίδα ἀπολυτρώσεως; Καὶ ἐὰν ἐγὼ δίχα βασανιστηρίων ἢ καμμιᾶς ἐνοχλήσεως δὲν ἠδυνήθην νὰ ὑπομείνω τὸ σκότος, πῶς ἐκεῖνοι θὰ ὑποφέρωσι σὺν τῇ αἰωνιότητι καὶ τὰς διαφόρους βασάνους;

Καὶ ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν Ἄγγελον λέγει· δέομαί σου, Ἄγγελε τοῦ Θεοῦ, συγχώρησόν μοι διὰ τὸν κακὸν τρόπον καὶ τὴν τραχύτητα τῶν λόγων μου διὰ τῶν ὁποίων σοὶ ὠμίλησα. Μετανοῶ διὰ ταῦτα, μετανοῶ καὶ διὰ τὴν ἐκλογήν μου νὰ μείνω εἰς τὸν Ἅδην τρεῖς ὥρας. Δέομαί σου, παρακαλῶ καὶ ἱκετεύω σε, ἔκβαλέ με ἐκ τοῦ πικροτάτου καὶ ἀνυποφόρου τόπου τούτου, ἆρον με εἰς τὸ κελλίον μου, ἐν τῇ ἀσθενείᾳ μου νὰ διανύσω τὰ τρία ἔτη καὶ μηδὲ ἕνα λεπτὸν τῆς ὥρας μὴ μὲ ἀφήσης ἐδῶ. Προτιμῶ τὴν ταλαιπωρίαν τῆς ἀσθενείας καὶ νὰ βλέπω φῶς, ἔστω τὸ ἡλιακὸν παρὰ τὸ σκότος τοῦτο. Καὶ ὁ Ἄγγελος, ὡς ἔχων ἐντολὴν νὰ ποιήσῃ τὸ θέλημα καὶ τὴν ἐκλογὴν τοῦ Μοναχοῦ ἐδέχθη τὴν ἀναίρεσιν τῆς πρώτης ἐκλογῆς καὶ λαμβάνει αὐτόν, τὸν μεταφέρει εἰς τὸ κελλίον του, τὸν ἀφήνει εἰς τὴν κλίνην του καὶ τοῦ λέγει· μετὰ τρία ἔτη ἔρχομαι καὶ σὲ παραλαμβάνω· καὶ ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ ὁ Ἄγγελος.

Τότε, ὦ τότε! λυτρωθεὶς ὁ Μοναχὸς ἐκ τῆς ἀφορήτου καὶ φοβερὰς τοῦ Ἅδου κατοικίσεως ἀνέπεμψεν ἐκ βαθέων τῆς καρδίας αὐτοῦ δόξαν τῷ Θεῷ, εὐχαριστίαν μετὰ δακρύων καὶ ἱκεσίαν τοῦ μηδέποτε ἰδεῖν τὴν σκοτεινὴν καὶ μελανὴν τοῦ Ἅδου μορφήν. Ἠγάλλετο ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ὡς ἔβλεπε τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου καὶ διαλογιζόμενος ἔλεγε καθ᾿ ἑαυτόν· πῶς ἐπροτίμησα τὸ σκότος ἀντὶ τοῦ φωτός! τὴν ἀργίαν καὶ ἀπραξίαν ἀντὶ τῆς ὑπομονῆς μετὰ εὐχαριστίας! τὴν δαιμονικὴν ἀπελπισίαν ἀντὶ τῆς ἀγαθῆς ἐλπίδος! Κύριε, συγχώρησόν μοι. Κύριε, λύτρωσαί με τοῦ αἰωνίου σκότους καὶ ἀξίωσόν με τοῦ ἐν σοὶ φωτός.

Ἔμεινε λοιπὸν ὁ Μοναχὸς εἰς τὴν ἀσθένειαν τὰ τρία ἔτη, αὐξάνων καὶ πληθύνων τοὺς πνευματικοὺς καρποὺς διὰ τῆς ὑπομονῆς, τῆς εὐχαριστίας καὶ τῆς προσευχῆς· τὴν δὲ παραμονὴν τῆς τελευτῆς αὐτοῦ ἐκάλεσε τὸν Πνευματικόν, ἐξωμολογήθη πᾶσαν λεπτομέρειαν τοῦ βίου του καὶ παρεκάλεσεν αὐτὸν νὰ ἔλθῃ τὴν ἑπομένην νὰ τῷ μεταδώσῃ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ πολὺ πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου, νὰ φέρῃ δὲ μεθ᾿ ἑαυτοῦ καὶ τὸν ἀδελφὸν τὸν ὑπηρετοῦντα αὐτῷ εἰς τὴν ἀσθένειαν αὐτοῦ ἐπὶ δεκατρία ὁλόκληρα ἔτη, διὰ νὰ εἴπῃ εἰς αὐτοὺς ἕνα μεγάλον μυστικόν. Τὴν ἑπομένην ἐτέλεσε τὴν θείαν Λειτουργίαν ὁ Πνευματικὸς καὶ κατὰ τὴν αἴτησιν τοῦ Μοναχοῦ λίαν πρωὶ ἐπῆγε εἰς τὸ κελλίον του μετὰ τοῦ ὑπηρετοῦντος ἀδελφοῦ καὶ τῷ μετέδωσε τὰ θεῖα Μυστήρια, τὸ μέγα ἐφόδιον διὰ τὴν ἀνωφερῆ καὶ ἀνεπίστρεπτον πορεῖαν· καὶ καθίσαντες διηγήθη εἰς αὐτοὺς ὅλην τὴν ἀνωτέρω ἱστορίαν.

Ἐκ τούτου τοῦ Μοναχου τοῦ ὑπηρετήσαντος τὸν ἀσθενῆ καὶ αὐτηκόου μάρτυρος γενομένου τῆς θαυμαστῆς αὐτῆς ἱστορίας ἤκουσεν ὁ Γέρων Δαμασκηνὸς Ἁγιοβασιλειάτης καὶ ἔγραψεν αὐτὴν εἰς βιβλίον ἰδιόχειρον τὸ ὁποῖον καὶ ἡμεῖς ἀναγνώσαντες μεταφέρομεν εἰς τὴν ὑμετέραν ἀγάπην δι᾿ ὠφέλειαν τῶν ψυχῶν ὑμῶν.

Τὰ σχόλια νομίζομεν εἷναι περιττά, ἡ ἱστορία καὶ μόνη ἀφ᾿ ἑαυτῆς ὁμιλεῖ πολλά· διὰ τοῦτο ἕκαστος ἡμῶν ἂς ἐξετάσῃ τὴν πνευματικὴν πορεῖαν αὐτοῦ πρὸς τὰ ποῦ κατευθύνεται ἄνω εἰς τὸν Παράδεισον ἢ κάτω εἰς τὸν Ἅδην, φοβηθήτω τὴν αἰώνιον Κόλασιν καὶ ἐργασθήτω ἵνα ἀξιωθῇ τῆς οὐρανίου βασιλείας μετὰ πάντων τῶν ἀπ᾽ αἰῶνος Δικαίων εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας. Ἀμήν.

Μετ᾿ εὐχῶν καὶ εὐλογιῶν

Ο ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΣ Ι. ΜΟΝΗΣ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ
Ἀρχιμανδρίτης Εὐθύμιος
καὶ οἱ σὺν ἐμοὶ ἐν Χριστῷ Ἀδελφοί
Σημ. Ὁ γέρων Δαμασκηνὸς ἀπεβίωσεν ἀλλὰ ἐκ τῆς συνοδείας αὐτοῦ δύνασθε νὰ πληροφορηθῆτε περὶ τῆς θαυμαστῆς αὐτῆς ἱστορίας.


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


«Ὁ Νόμος ἠσθένησεν, ἀργεῖ τὸ Εὐαγγέλιον,
Γραφὴ δὲ πᾶσα, ἐν σοὶ παρημέληται,
Προφῆται ἠτόνησαν, καὶ πᾶς δικαίου λόγος».
(Μέγας Κανών)

Τὰ ἀνωτέρω ἔγραφεν εἰς τὸν Μεγάλον Κανόνα ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, ἅτινα ἐπαληθεύουν εἰς τὰς ἡμέρας μας ὅπου τὰ μέσα ἐνημερώσεως (Ἐφημερίδες, Περιοδικά, Τηλεόρασις, Ραδιόφωνο) ἀπομακρύνουν τοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, ὡς ἐκ τούτου ὁ Οἰκουμενισμὸς ὀργιάζει διὰ τὴν ἐπικράτησιν τῆς πανθρησκείας τοῦ ἀντιχρίστου, ἡ Κοινωνία παραπαίει, ἡ οἰκογένεια ταράσσεται καὶ συγκλονίζεται καὶ ἀπὸ τοὺς τρομακτικοὺς κινδύνους ἀντιμετωπίζει ἀπαρηγορήτους θλίψεις.

Οἱ Ζηλωταὶ Ἁγιορεῖται Πατέρες ἐκδίδουν τὸ μικρὸν φυλλάδιον αὐτὸ διὰ νὰ βοηθήσουν τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ ἀδελφοὺς νὰ αὐτοεξετάσουν τὸν ἐσωτερικό τους κόσμον καὶ διὰ τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως καὶ τῶν Θείων Μυστηρίων νὰ ἐξαγνίσουν τὴν ψυχήν τους καὶ θὰ τοὺς χαρίσῃ ὁ Κύριος τὴν αἰώνιον Ζωήν.

Τὸ φυλλάδιον αὐτὸ εἶναι εἰλημένον ἀπὸ χειρογράφους Κώδικας τῶν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἔχει δημοσιευθῆ εἰς τὸ περιοδικὸν «Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη», ἐπανεξεδόθη ἐν Ἀθήναις τὸ ἔτος 1948 ὑπὸ τοῦ Μοναχοῦ Θεοδοσίου, καὶ νῦν ἐν ψηφιακῇ μορφῇ.



ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ


(Ἐκ της Βιβλιοθήκης τοῦ Ἁγίου Ὄρους)

Πρὸς πάντα ἄνθρωπον, Κληρικὸν καὶ λαϊκόν, μικρόν τε καὶ μεγάλον, παῖδας καὶ παιδίσκας.

Διὰ νὰ γνωρίσῃς, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, τὸν ἑαυτόν σου, πρέπει νὰ ἐξετάσῃς ὅσον τὸ δυνατὸν ἀκριβέστερον τὰ ἁμαρτήματα, τὰ ὁποῖα διέπραξες καθ᾿ ὅλον τὸν χρόνον, τὸν ὁποῖον ἔζησες ἐν ἀμελείᾳ καὶ ἀδιαφορίᾳ εἰς τὴν ζωὴν τῆς ἁμαρτίας· ἀκόμη δὲ νὰ ἐξετάσῃς καὶ τὰ πάθη, τὰς κακίας, τὰς κλίσεις, καὶ τὰ ἐλαττώματα, τὰ ὁποῖα ἡ ἁμαρτία ἔχει μορφώσει εἰς τὴν ψυχήν σου καὶ μὲ τὰ ὁποῖα ἔχει δέσει τὸν νοῦν σου καὶ τὴν καρδίαν σου καὶ τὸ σῶμά σου. Ἐπίσης νὰ ἐξετάσῃς καὶ ὅλους τοὺς λογισμοὺς καὶ σκέψεις σου, αἱ ὁποῖαι ἐσωτερικῶς σὲ παρακινοῦν εἰς τὸ κακὸν μέχρι καὶ τῶν ἐλαχιστοτάτων.

Διὰ νὰ εὐκολυνθῇς δέ, ἀγαπητέ μου ἀναγνώστα, εἰς τὴν αὐτοεξέτασιν ταύτην, σοὶ γράφω, ὅσα καὶ ἐγὼ παρὰ τοῦ πνευματικοῦ ἐδιδάχθην καὶ παρακαλῶ ἀναγίνωσκε συνεχῶς καὶ μετὰ προσοχῆς ταῦτα μελέτα, καὶ τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος θὰ γνωρίσῃς ἀκριβῶς τὸν ἑαυτόν σου, θὰ διορθώσῃς εὐκόλως τὰ ἐλαττώματά σου καὶ θὰ βαδίσῃς ἀνδρείως καὶ εὐσταλῶς τὴν ὁδὸν τῆς ἀρετῆς.

Ἐξέτασον ἀγαπητέ, τὴν ἐπιθυμίαν, τὴν ὁποίαν ἔχεις διὰ τὴν σωτηρίαν σου. Ἐπειδὴ εἰς τὰς μεγάλας καὶ δυσκόλους πράξεις, πρέπει νὰ ἔχῃ ὁ ἄνθρωπος καὶ μίαν μεγάλην ἐπιθυμίαν καὶ οὕτως ἀποβαίνει εὐτυχὲς τὸ τέλος τῶν πράξεών του· διότι ἄλλως δὲν νικᾷ ὁ ἄνθρωπος τὰ ἐμπόδια, τὰ ὁποῖα ἀντιστέκονται εἰς αὐτὸν εἰς τὸ νὰ ἐπιτύχῃ τὸν σκοπόν, τὸν ὁποῖον ἐπιθυμεῖ.

Ἐξέτασον λοιπὸν τὴν ἐπιθυμίαν, τὴν ὁποίαν ἔχεις διὰ τὴν σωτηρίαν σου, πρῶτον ἐὰν εἶναι τόσον ἰσχυρὰ ὥστε νὰ σὲ παρακινῇ εἰς τὰ καλὰ ἔργα· δεύτερον ἐὰν εἶναι θερμὴ καὶ ὑπερβολική· διότι ἀληθῶς εἶναι ἐντροπὴ μεγάλη, νὰ ἐπιθυμῇς μὲν μὲ τόσην ἀδιαφορίαν καὶ ψυχρότητα τὸ αἰώνιον ἔργον τῆς σωτηρίας σου, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀναγκαιότερον ὅλων τῶν ἄλλων· νὰ ἐπιθυμῇς δὲ ἀπ᾿ ἐναντίας μὲ τόσην θερμότητα τὰ προσωρινὰ καλά, τὰ ὁποῖα δὲν σοῦ χρησιμεύουν οὐδόλως· τρίτον ἐξέτασον ἐὰν ἡ ἑπιθυμία σου αὕτη εἶναι μόνη, δηλαδὴ ἐὰν ἐπιθυμῇς μόνην καὶ μόνην τὴν σωτηρίαν σου, ὅλα δὲ τὰ ἄλλα πράγματα, τόσον μόνον τὰ ἐπιθυμῇς, ὅσον συμβάλλουν εἰς τὴν σωτηρίαν σου· ὅσα δὲ εἶναι ἐναντία εἰς αὐτήν, τὰ μισῇς καὶ τὰ ἀποστρέφεσαι.

Ἐξέτασον ποῖα μέσα μεταχειρίζεσαι διὰ νὰ σωθῇς· ποῖα ἔργα προκοπῆς προσθέτεις, διὰ νὰ βάλῃς εἰς περισσοτέραν ἀσφάλειαν τὴν σωτηρίαν σου, καὶ ἐὰν φυλάττῃς ὅλα αὐτὰ εἰς τὸ μέλλον καὶ μάλιστα ὅταν εὑρίσκῃς δυσκολίαν εἰς τὸ νὰ κάμνῃς τὸ καλόν, διὰ τὴν συνήθειαν, τὴν ὁποίαν ἔλαβες εἰς τὸ κακὸν ἢ ἐὰν συμπεραίνῃς τὸν καιρὸν διὰ νὰ κάμῃς τὰ καλά, περιμένων νὰ τὰ κάμῃς εἰς τὴν ὥραν τοῦ θανάτου σου, ἡ ὁποία εἶναι τόσον ἀβέβαιος καὶ ἔχει τόσα ἐμπόδια.

Ἐξέτασον εἰς ποίους κινδύνους εὑρίσκεσαι νὰ ἀπολέσῃς τὴν ψυχήν σου, ἐὰν καὶ πηγαίνῃς γυρεύοντας μόνος σου τὰς ἀφορμὰς τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἐὰν σοὶ φαίνεται ὅτι εὑρίσκεσαι εἰς ἀσφάλειαν, ὅταν εὑρίσκεσαι πολὺν καιρὸν εἰς καμμίαν θανάσιμον ἀμαρτίαν ἀνεξομολόγητος, ἐν ᾧ πρέπει νὰ τρέμῃς ὅλος, πηγαίνων καὶ μίαν μόνην φορὰν νὰ κοιμηθῇς ἀνεξομολόγητος μὲ αὐτὴν τὴν ἀθλίαν κατάστασιν.

Ἐξέτασον ἐὰν ἔχῃς καμμίαν γνώμην καὶ ἰδέαν ὅλως ἐναντίαν εἰς τὴν σωτηρίαν σου, καθὼς εἶναι, τὸ νὰ νομίζῃς ὅτι ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθός, ἠμπορεῖς ὲσὺ νὰ ἁμαρτάνῃς χωρὶς φόβον καὶ ὅτι ἡ ἀγαθότης καὶ ὴ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ δὲν τὸν ἀφίνουν νὰ σὲ κολάσῃ. Ἢ καὶ ὅτι δύνασαι νὰ ζῇς κατὰ τὴν ὀρεξίν σου καὶ ἀρκεῖ μόνον, ἐὰν μετὰ ταῦτα έξομολογηθῇς. Καὶ ὅτι ὁ Θεὸς θέλει τὸν ἄνθρωπον νὰ εἶναι ἁμαρτωλός, νὰ εἶναι ὅμως ταπεινός. Καὶ ὅτι πρέπει νὰ διασκεδάζῃς καὶ χαίρεις τώρα ὅτε εἶσαι νέος, καὶ ὕστερον μετανοεῖς καὶ σώζεσαι. Καὶ ἄλλας ἀκόμη παρομοίας γνώμας καὶ ἰδέας ἐναντίας τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἑπομένως ἀπατηλὰς καὶ πεπλανημένας, τὰς ὁποίας σπείρει ὁ διάβολος, εἰς τὸν νοῦν τῶν ἀνθρώπων διὰ νὰ τοὺς φέρῃ εἰς τὴν ἀπώλειαν· ἐσὺ ὅμως πρέπει νὰ τὰς φοβῆσαι, καθὼς φοβεῖσαι καὶ αὐτὸν τὸν διάβολον· διότι ἐὰν ἡ θέλησις μόνον διαφθαρῇ, δύναται ὁ νοῦς ὡς ἀνώτερος νὰ τὴν διορθώσῃ μὲ τὸν ὀρθὸν λογισμόν· ἀλλ᾿ ἐὰν διαφθαρῇ ὁ νοῦς, καὶ ἔχῃ τοιαύτας προλήψεις καὶ πλάνας, ποῖος πλέον θὰ εὑρεθῇ νὰ τὸν διορθώσῃ; ἢ ποία δύναται νὰ εἷναι ἡ θεραπεία του; «Εἰ τὸ φως τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον»; (Μτθ. γ´ 23).

Ἐξέτασον τὴν κατάστασιν τῶν παθῶν σου δηλαδὴ τὰς ἀτάκτους κινήσεις της αἰσθητικῆς σου ὀρέξεως, αἱ ὁποῖαι προξενοῦν κάθε κακὸν εἰς τὴν ψυχήν. Καὶ πρῶτον μὲν ἰδὲ ποῖα πάθη εὑρίσκονται εἰς σὲ καὶ ποίαν δύναμιν ἔχουν· δεύτερον δὲ ἐξέτασον ἐὰν εἶναι κανὲν πάθος ἐξ αὐτῶν, τὸ ὁποῖον νὰ σὲ κυριεύῃ καὶ ἕως πόσο σὲ κυριεύει· τρίτον δὲ ἐξέτασον εἰς ποίας ἁμαρτίας σὲ φέρει τόσον ἐκεῖνο τὸ πάθος, ὅσον καὶ τὰ ἄλλα· καὶ τέταρτον ἐρεύνησον ὁποίαν ἀντίστασιν καὶ πόλεμον κάμνεις εἰς αὐτὰ καὶ ποίαν γνώμην καὶ ἀπόφασιν ἔχεις διὰ νὰ νικήσῃς. Ὅθεν καὶ βάλλε ὅλην σου τὴν προθυμίαν καὶ τὸν ἀγῶνα διὰ νὰ τὰ πολεμήσῃς καὶ νὰ τὰ νικήσῃς συνεργούσης τῆς θείας χάριτος, καὶ μάλιστα ἐκεῖνα τὰ πάθη, τὰ ὁποῖα περισσότερον σὲ πολεμοῦν καὶ σὲ κυριεύουν.

Ἐξέτασον τὸν ἑαυτόν σου διὰ τὰ πάθη τὰ ὁποῖα ἔχεις, μερικῶς. Ἐξέτασον ἐὰν λέγῃς ψεύματα εἴτε εἰς τὰς συζητήσεις καὶ συνομιλίας σου μὲ ἄλλους, εἴτε εἰς τὴν ἐξάσκησιν τοῦ ἔργου σου καὶ ἐπαγγέλματός σου· καὶ ἐὰν ἐπὶ πολὺν χρόνον ψεύδεσαι καὶ ἔγινε τοῦτο συνήθεια καὶ πάθος. Πρέπει νὰ γνωρίζῃς ὅτι τὸ ψεῦδος εἶναι ἐκ τῶν μεγαλυτέρων ἁμαρτημάτων, τὸ ὁποῖον ὁ Θεὸς τῆς ἀληθείας ἀποστρέφεται καὶ τιμωρεῖ ὡς γέννημα καὶ προϊὸν τοῦ διαβόλου (Ἰωάν. η´ 44). «Ἀπολεῖς πάντας τοὺς λαλοῦντας τὸ ψεῦδος (ψαλμ. ε´ 6).

Εἶναι ἀνάγκη νὰ προσέξῃς, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, εἰς τὸ ἁμάρτημα τοῦτο, διότι εἰς τὴν σημερινὴν κοινωνίαν ἔχει τόσον διαδοθῇ, ὥστε οἱ πολλοὶ δὲν τὸ θεωροῦν σοβαρόν, πολλάκις δὲ νομίζουν ὅτι εἶναι καὶ ὑποχρεωμένοι νὰ ψεύδωνται, διότι ἄλλως δὲν ἠμποροῦν νὰ ζήσουν! εἶναι ἐσφαλμένη καὶ ἀστήρικτος αὐτὴ ἡ ἰδέα.

Ἐπίσης ἐξέτασον ἐὰν τὸ πάθος τοῦ ψεύδους σὲ παρέσυρεν ὥστε νὰ φθάσῃς μέχρι διαβολῆς καὶ συκοφαντίας, ὁπότε ἡ ἐνοχή σου εἶναι πολὺ μεγαλυτέρα, διότι ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει δὲν ἔβλαψες ἁπλῶς τὸ ὑλικὸν συμφέρον τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ τὴν τιμὴν καὶ τὴν ὑπόληψίν του, τὸν ἐπλήγωσες ἢ καὶ τὸν ἐθανάτωσες ἠθικῶς.

Ἀκόμη δὲ βαρύτερον τοῦ ψεύδους ἁμάρτημα, εἰς τὸ ὁποῖον θὰ προσέξῃς μήπως ὑπέπεσες, εἶναι ἡ ἐπιορκία καὶ ἡ ψευδορκία, δηλαδή, ἐὰν ἔδωκες ὑπόσχεσιν καὶ ὡρκίσθης ὅτι θὰ τηρήσῃς καὶ θὰ ἐκτελέσῃς αὐτήν· ἢ ἐὰν ὡρκίσθῃς διὰ νὰ βεβαιώσῃς τὴν ἀλήθειαν, εἴτε ἐνώπιον δικαστηρίου, εἴτε καὶ εἰς ἰδιωτικὴν συνομιλίαν καὶ ἐψεύσθης, ἐπικαλεσθεὶς ὡς μάρτυρα καὶ αὐτὸν τὸν Θεὸν τὸν ὕψιστον, ὅτι θὰ εἴπῃς τὴν ἀλήθειαν. Φοβερόν, ἀδελφέ μου, τὸ ἁμάρτημα τοῦτο καὶ ἄξιον αἰωνίου καταδίκης· διότι τολμᾷ ἀναιδῶς καὶ ἀναισχύντως ὸ ἄνθρωπος, ὄχι μόνον νὰ ψευσθῇ ἀλλὰ νὰ μεταχειρίζηται καὶ αὐτὸν τὸν Θεὸν εἰς βεβαίωσιν του ψεύδους του!

Ἐξέτασον ἐπίσης ἐὰν κακῆς συνηθείας εἰς τὰς καθημερινὰς συζητήσεις σου κάμνῃς ὅρκους τυχαίους, ἔστω καὶ ἂν οἱ ὅρκοι σου εἶναι ἀληθεῖς. Οἱ ὅρκοι αὐτοὶ ἀποδεικνύουν ἔλλειψιν σεβασμοῦ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ἀπαγορεύονται ὡρισμένως ὑπὸ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ· «Οὐ λήψῃ τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ» (Ἔξοδ.) «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὁμόσαι ὅλως» (Ματθ. ε´ 34).

Ἐξέτασον ἐπίσης ἐὰν ἐσυνήθισες νὰ λέγῃς λέξεις ἀπρεπεῖς, αἰσχράς, ὑβριστικάς, εἴτε χάριν ἀστειότητος, εἴτε διὰ νὰ ὑβρίσῃς καὶ ἐξευτελίσῃς ἄλλον διότι «αἰσχρότης καὶ μωρολογία ἢ εὐτραπελία» καὶ «πᾶς λόγος σαπρὸς ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν μὴ ἐκπορευέσθω» (Ἐφεσ. δ´ 29, ε´ 4). Ἐὰν ἐσυνήθισες νὰ κατακρίνῃς καὶ νὰ κατηγορῇς καὶ νὰ δυσφημῇς ἄλλους ἀπόντας, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ἀληθεῖς αἱ κατηγορίαι· εἶναι καὶ τοῦτο ἁμάρτημα· τόσον σοβαρὸν ὥστε ὁ Χριστὸς ἀπειλεῖ ὅτι θὰ κατακρίνῃ καὶ θὰ καταδικάσῃ τοὺς κρίνοντας μὲ τὴν αὐτὴν αὐστηρότητα, μὲ τὴν ὁποίαν καὶ αὐτοὶ κατέκρινον, καὶ κατεδίκαζον τοὺς ἄλλους. «Μὴ κρίνετε ἵνα μὴ κριθῆτε· ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνεται, κριθήσεσθαι· καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε, ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. ζ´ 1).

Ἐξέτασον ἀκόμη ἐὰν ἔφθασες εἰς τὸ θλιβερὸν ἐκεῖνο σημεῖον νὰ ὑβρίσῃς καὶ νὰ βλασφημήσῃς ἔστω καὶ μίαν φοράν, τὸ ἅγιον ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἢ τὰ ἱερὰ καὶ θεῖα γενικῶς, ἢ ὁπωσδήποτε νὰ ἐκφράσῃς δυσαρέσκειαν καὶ ἀγανάκτησιν κατὰ τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ!

Τὸ ἁμάρτημα τοῦτο, ἀδελφέ μου, εἶναι ἀπὸ τὰ ἀπαισιώτερα καὶ φρικτότερα· εἶναι ἁμάρτημα, τὸ ὁποῖον μολύνει καὶ δηλητηριάζει καὶ γλῶσσαν καὶ ψυχὴν διότι τολμᾷ ὁ ἄνθρωπος νὰ ὑβρίσῃ τὸν δημιουργόν του, τὸν εὐεργέτην του, τὸν Θεὸν τὸν ὕψιστον, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου παρίστανται μὲ φόβον καὶ τρόμον οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἀρχάγγελοι καὶ πᾶσαι αἱ οὺράνιαι δυνάμεις.

Ἐξέτασον ἐπίσης ἐὰν ἔχῃς τὸ πάθος τοῦ θυμοῦ καὶ τῆς ὀργῆς, ἐὰν εἷσαι εὐερέθιστος καὶ παράφορος καὶ ἕτοιμος εἰς φιλονεικίας καὶ ταραχὰς καὶ μάχας· ἐρεύνησον ἐὰν καὶ μὲ μικρὰς αἰτίας ὀργίζεσαι καὶ ταράσσεσαι ἐσωτερικῶς, καὶ ἕως πόσον, ἐὰν διαφυλάττῃς πολὺν καιρὸν αὐτὸν τὸν θυμόν, καὶ ἐὰν κρατῇς πολὺν καιρὸν τὴν ἐνθύμησιν τῶν ἀδικιῶν, τὰς ὁποίας νομίζεις ὅτι σοὶ ἔκαμαν. Ἐὰν ἐκτύπησες καὶ ἐπλήγωσες ἢ ὁπωσδήποτε ἔβλαψες ἄλλον, εἴτε ἐκ θυμοῦ σφοδροῦ, εἴτε ἐξ ἐκδικήσεως· ἐὰν μετέδωκες εἰς ἄλλους εἴτε ἀπὸ ἀμέλειαν εἴτε ἀπὸ κακὴν πρόθεσιν ἢ ἀσθένειαν κολλητικήν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἔπασχες· πολὺ δὲ περισσότερον ἐὰν διέπραξες τὸ ἔγκλημα τοῦ φόνου· δηλαδὴ ἐὰν ἐθανάτωσες ἄνθρωπον εἴτε μὲ ὅπλον φονικόν, εἴτε μὲ δηλητήριον, εἴτε μὲ οἰονδήποτε ἄλλο μέσον ἀφήρεσες ζωὴν ἀνθρώπου. Εἰς τοὺς τοιούτους φονεῖς καὶ ἐγκληματίας ὑπάγονται καὶ αἱ μητέρες, αἱ ὁποῖαι κάμνουν ἐκτρώσεις, δηλαδὴ φονεύουν καὶ ἀποβάλλουν βιαίως τὸ ἔμβρυον, τὸ ὁποῖον ἔχουν εἰς τὴν κοιλίαν των· ἐπίσης καὶ οἱ γονεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐκθέτουν εἰς τοὺς δρόμους ἢ ὁπωσδήποτε ἐγκαταλείπουν τὰ νήπια, τέκνα των. Ὡσαύτως ἐγκληματοῦν οἱ γονεῖς ἐκεῖνοι, οἱ όποῖοι ἀποφεύγουν τὴν γέννησιν τέκνων, μεταχειριζόμενοι φάρμακα ἢ μέσα στειρωτικὰ καὶ ἐμποδίζοντα τὴν τεκνογονίαν.

Ἐξέτασον ἐπίσης τὸν ἑαυτόν σου, ἐὰν ἐσκανδάλισες ἄλλον εἴτε μὲ λόγια ἀπρεπῆ καὶ ἀσεβῆ, ἢ παρεκίνησες διὰ τοῦ παραδείγματός σου, διὰ τοῦ ἀσέμνου καὶ ἁμαρτωλοῦ τρόπου σου καὶ τῆς σκανδαλώδους ἐνδυμασίας καὶ συμπεριφορᾶς σου εἰς ἁμαρτίαν καὶ οὕτω συνετέλεσες εἰς τὴν καταστροφὴν καὶ τὴν ψυχικὴν ἀπώλειαν τοῦ ἄλλου.

Ἐξέτασον ἐὰν καταλύῃς τὰς νηστείας χωρὶς ἀσθένειαν καὶ ἀνάγκην σοβαράν, ἀλλ᾿ ἐξ ἀδιαφορίας καὶ περιφρονήσεως πρὸς αὐτὰς καὶ ἐκ λαιμαργίας καὶ κοιλιοδουλείας.

Ἁμαρτήματα δὲ ἐπίσης σοβαρά, εἰς τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ἐξετάσῃς τὸν ἑαυτόν σου διὰ νὰ ἵδῃς μήπως εὑρέθης ἔνοχος, εἶναι ἡ μέθη, αἱ ἁμαρτωλαὶ διασκεδάσεις, ἡ χαρτοπαιξία, ἡ ἀπασχόλησις εἰς ἀναγνώσματα καὶ θεάματα αἰσχρὰ καὶ ἀνήθικα, εἰς χοροὺς ἀσέμνους καὶ ἀνηθίκους καὶ γενικῶς εἰς πράξεις της ἀσωτείας· «Τίνι οὐαί; τίνι θόρυβος; τίνος πελιδνοὶ οἱ ὀφθαλμοί; οὐ τῶν ἐγχρονιζόντων ἐν οἴνοις; οὐχὶ τῶν ἰχνευόντων ποῦ πότοι γίνονται;» (Παροιμ. κγ´ 30).

Ἐρεύνησον ἀκόμη, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, ἐὰν ὑπέπεσες εἰς τὰ ἁμαρτήματα τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν, τῆς πορνείας, καὶ τὰς ἄλλας ποικίλας καὶ ἀκατονομάστους πράξεις. Ἤξευρε ὅμως ὅτι τὰ αἰσχρὰ ἔργα τῆς σαρκὸς δὲν χρειάζονται ἔρευναν, ἀλλὰ μετάνοιαν· διότι εἶναι πολὺ φανερὰ ἀφ᾿ ἑαυτῶν μὲ τὴν δυσωδίαν των, καὶ διότι καὶ μόνη ἡ ἐνθύμησίς των βλάπτει τὴν ψυχήν.

Πρέπει νὰ ἐξετάσῃς, ἀδελφέ, καὶ καθήκοντα ὡρισμένα, τὰ ὁποῖα ὅταν παραβαίνῃ καὶ δὲν τηρῇ ὁ χριστιανός, διαπράττει ἁμαρτίαν καὶ γίνεται ἔνοχος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Δηλαδὴ ἐὰν δὲν πηγαίνῃς τακτικὰ εἰς τὴν ἐκκλησίαν τὰς Κυριακὰς καὶ ἑορτάς· ἐὰν παραλείπῃς τὸ καθῆκον τῆς προσευχῆς τῆς καθημερινῆς· ἐὰν δὲν ἀργῇς τὴν Κυριακήν, ἀλλὰ καταγίνεσαι εἰς ἐργασίας περιφρονῶν τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐπιβάλλει νὰ παύωμεν πᾶσαν ἐργασίαν βιοποριστικήν, καὶ νὰ ἀφιερώνωμεν τὴν Κυριακὴν εἰς τὴν λατρείαν τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὰ ἔργα της πρὸς τὸν πλησίον βοηθείας καὶ ἀγάπης.

Ἐπίσης ἐξέτασον ἐὰν παρέβης τὸ καθῆκον τοῦ σεβασμοῦ καί τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς γονεῖς καὶ ἠσέβησες πρὸς αὐτοὺς μὲ ὕβρεις ἢ μὲ ὁποιονδήποτε τρόπον τοὺς ἐλύπησες καὶ τοὺς ἐπίκρανες· ἀκόμη δὲ ἐὰν δὲν τιμᾷς τοὺς πνευματικούς σου πατέρας, τοὺς διδασκάλους σου, τοὺς προϊσταμένους σου καὶ τοὺς εὐεργέτας σου.

Ἐξέτασον ἐπίσης ἐὰν ἀπεμακρύνθης ἀπὸ τὴν πίστιν τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ἠκολούθησες διδασκαλίας καὶ πλάνας αἱρετικῶν (καὶ σχισματικῶν)· ἐὰν ἐξώκειλες εἰς ἀπιστίαν· ἐὰν κατέφυγες εἰς μαντείας (δηλαδὴ κλήδονας, χειρομαντείαν, χαρτομαντείαν (ρίξιμον τῶν χαρτιῶν), ὀνειροσκοπείαν τῶν ὀνειροκριτῶν, οἰωνοσκοπείαν, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν πλάτην τοῦ ἀρνιοῦ ἢ τὴν καρέναν τῆς κότας, ἀπὸ τὴν λαλιὰν πουλιῶν ἢ ἀπὸ ἄλλα σημεῖα) καὶ εἰς γοητείας, ἐπίσης ἐὰν κατέφυγες εἰς τὸν πνευματισμὸν καὶ ὑπνωτισμὸν καὶ πιστεύῃς καὶ ἀσχολῆσαι εἰς τὰ ἔργα ταῦτα. Πρέπει νὰ γνωρίζῃς, ἀγαπητέ, ὅτι εἰς ὅλα τὰ ἔργα ταῦτα ἐνεργοῦν αἱ πονηραὶ δυνάμεις, ἐνεργεῖ ὁ σατανᾶς. Διὰ τὰ ἔργα ταῦτα τῆς μαντείας καὶ τῆς μαγείας ἡ στ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (κανὼν ξα´) ἐπιβάλλει βαρύτιμα ἐπιτίμια, καθὼς καὶ πάντες οἱ κατὰ μέρος Πατέρες διότι ὅσοι ἐνεργοῦν ἢ συμβουλεύονται αὐτά, προσκυνοῦν αὐτὸν τὸν σατανᾶν.

Ἐξέτασον μήπως κατέχεσαι ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ὀλιγοπιστίας καὶ ἕνεκα τούτου ἀνησυχεῖς διὰ τὴν συντήρησίν σου καὶ διὰ τὸ μέλλον σου γενικῶς, καὶ δὲν ἐμπιστεύεσαι εἰς τὴν πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπόσχεται διὰ πολλῶν βεβαιώσεων, ὅτι προνοεῖ πατρικῶς καὶ ἐνδιαφέρεται δι᾿ ἕκαστον ἄνθρωπον, ἰδιαιτέρως δὲ δι᾿ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι καταφεύγουν εἰς αὐτὸν μὲ μετάνοιαν καὶ πίστιν καὶ ἀφοσίωσιν.

Ἐπίσης ἐξέτασον μήπως κατέχεσαι ἀπὸ τὴν ἀνυπομονησίαν, ἕνεκα τῆς ὁποίας ταράσσεσαι καὶ ἀγανακτεῖς καὶ γογγύζεις κατὰ τοῦ Θεοῦ, ὁσάκις θλίψεις καὶ δοκιμασίαι σὲ συναντοῦν εἰς τὴν ζωήν σου. Μήπως ἀπελπίζεσαι καὶ ἔρχεσαι εἰς ἀπόγνωσιν διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς σου. Γνώριζε, ἀδελφέ μου, ὅτι διὰ τὴν σωτηρίαν μας ὁ Θεὸς παρέδωκεν εἰς θάνατον καὶ αὐτὸν τὸν Υἱόν του καὶ διὰ τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ σώζονται πάντες οἱ μετανοοῦντες ἁμαρτωλοί.

Ἐξέτασον ἐπίσης μήπως κατέχεσαι ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ἀσυμπαθείας καὶ ἀδιαφορίας καὶ ἀσπλαγχνίας πρὸς τὰς ἀνάγκας καὶ τὴν δυστυχίαν τοῦ πλησίον. Μήπως κρατεῖς μνησικακίαν καὶ μῖσος εἰς τὴν ψυχήν σου κατὰ παντός, ὅστις σὲ ἔβλαψε καὶ δὲν θέλεις νὰ τὸν συγχωρήσῃς.

Ἐξέτασον ὡσαύτως ἐὰν ἔχῃς τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας καὶ πλεονεξίας, ἕνεκα τῶν ὁποίων ἔχεις προσκεκολλημένην τὴν ψυχὴν καὶ τὴν καρδίαν σου εἰς τὸν μαμμωνᾶν, δηλαδὴ εἰς τὸν πλοῦτον καὶ τὰ ὑλικὰ πράγματα· ἢ ἐὰν φροντίζῃς μὲ κάθε μέσον, δηλαδὴ λέγῃς ψεύματα, κάμνῃς ὅρκους, καταφρονῇς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, δυναστεύῃς τοὺς πτωχούς, μάχεσαι καὶ φιλονεικῇς νὰ κερδίζῃς ἀχόρταστα καὶ νὰ πολλαπλασιάζῃς τὴν περιουσίαν σου. «Ρίζα πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία» (Α´ Τιμ. στ´ 10) «... τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρεία» (Κολοσ. γ´ 5). Ἐὰν λυπῆσαι ὑπερβολικά, ὅταν χάσῃς κάτι ἰδικόν σου ἢ ὅταν ζημιωθῇς, ἐὰν ἀναβάλλῃς τὸν καιρὸν εἰς τὸ νὰ δώσῃς τὸ ξένον πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον ἔχεις εἰς χεῖράς σου ἢ τὸ χρέος σου ἢ τὸν μισθὸν τῶν μισθωτῶν σου· ἐὰν δὲν δίδῃς ἐλεημοσύνην καθὼς πρέπει καὶ πλουσιοπαρόχως (δυνατοῦ σου ὄντος νὰ δίδῃς), ἀλλὰ φειδομένως.

Τέλος ἐξέτασον ἀκριβῶς μήπως κατέχεσαι ἀπὸ τὸ πάθος τῆς κενοδοξίας καὶ ὑπερηφανίας καὶ διὰ τοῦτο σκέπτεσαι καὶ φροντίζεις νὰ ἐπιδεικνύεσαι πάντοτε, εἴτε μὲ λόγια, εἴτε μὲ τὴν θέσιν σου καὶ τὸ ἀξίωμά σου, εἴτε μὲ τὰ ἐνδύματά σου τὰ πολυτελῆ καὶ τὰ κοσμήματά σου, εἴτε μὲ ὁποιονδήποτε ἄλλον τρόπον προσπαθεῖς νὰ ἑλκύῃς τὸν ἔπαινον καὶ τὸν θαυμασμὸν τῶν ἄλλων· ἐὰν ἐπιθυμῇς νὰ ἀρέσῃς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἢ νὰ ἐπαινῆσαι ὑπ᾿ αὐτῶν, ἢ νὰ ἐξουσιάζῃς ἄλλους καὶ ἐὰν ὅλα σου τὰ ἔργα τὰ κάμνῃς διὰ τὸν σκοπὸν αὐτόν· ἐὰν σκέπτεσαι διὰ τὸν ἑαυτόν σου μεγάλα πράγματα ἢ ὅτι εἶσαι ἐνάρετος καὶ καλός· ἐὰν εἶσαι αὐθάδης εἰς τὴν γνώμην σου καὶ δὲν θέλῃς νὰ ὑπακούσῃς εἰς τοὺς ἄλλους καὶ μάλιστα εἰς τοὺς προεστῶτας· ἐὰν καταφρονῇς τοὺς ἄλλους ἢ μικροτέρους ἢ ἴσους ἢ καὶ μεγαλυτέρους σου.

Τὰ πάθη αὐτά, ἀγαπητέ, εἷναι ἱκανὰ νὰ έξαναγκάσουν τὸν ἄνθρωπον ὥστε νὰ συμμορφώνεται καὶ νὰ ἀκολουθῇ πᾶσαν ματαίαν καὶ ἁμαρτωλὴν ἀπαίτησιν τοῦ κόσμου, ἔτι δὲ καὶ νὰ τὸν σπρώξουν εἰς τὰ μεγαλύτερα ἐγκλήματα.

Ἐξέτασον ἀκόμη μήπως κυριεύεσαι ἀπὸ τὸν ἐγωισμόν, καὶ θέλεις πάντοτε καὶ πανταχοῦ ὅλοι καὶ ὅλα νὰ ὑποτάσσωνται καὶ νὰ δουλεύουν εἰς τὸ ἰδικόν σου ἐγώ.

Τὸ πάθος τοῦτο, ἀδελφέ μου, ἡ ρίζα, ἀπὸ τὴν ὁποίαν φυτρώνουν ὅλοι οἱ κλάδοι τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποίαν πηγάζουν ὅλα τὰ δηλητήρια της ἁμαρτίας, τὰ ὁποῖα καταστρέφουν σῶμα καὶ ψυχὴν καὶ ἑτοιμάζουν τὴν αἰωνίαν καταδίκην.

*
* *


Λοιπόν, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, γνῶθι σαὐτὸν ἐκ τῆς ἐξετάσεως ταύτης· γνώρισον ὅλα τὰ πάθη, εἰς τὰ ὁποῖα εὑρίσκεσαι· διὰ τῆς ἐρεύνης ταύτης ἀνακάλυψον τὰ ἐλαττώματά σου καὶ βδελύξου αὐτὰ ὰπὸ καρδίας καὶ μίσησον αὐτὰ καὶ ὅσον δύνασαι ἀγωνίζου διὰ νὰ τὰ πολεμῇς καὶ νὰ τὰ νεκρώνῃς, καθὼς ὁ θεῖος Παῦλος λέγει· «οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ, τὴν σάρκα ἐσταύρωσον σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γαλ. ε´ 24). Ξερίζωσον τὰς ρίζας τῆς ἁμαρτίας καὶ φύτευσον τὰ φυτὰ καὶ τὰ ἄνθη τῶν ἀρετῶν· «Νοῦς πνευματικὴν γνῶσιν πεπωκώς, τελείως καθαίρεται. Ἀγάπη δέ, τὰ φλεγμαίνοντα μόρια τοῦ θυμοῦ θεραπεύει, ἐπιθυμίας δ᾽ ἐπιῤῥεούσας ἵστησιν ἐγκράτεια» (ὅσιος Σεραπίων).

Ἐπειδὴ ὅμως νικητὴς καὶ νεκρωτὴς τοῦ κόσμου παθῶν ἐστάθη μόνος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ τοῦ σταυροῦ καὶ τοῦ θανάτου του· «ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰω. ις´ 33)· πρόστρεχε, ἀδελφέ, καθημερινῶς εἰς τὸν γλυκύτατόν μας Ἰησοῦν καὶ εἰς τὸν σταυρόν του καὶ φώναζε τὸ παμπόθητον ὄνομά του, λέγων μέσα εἰς τὸν νοῦν σου μὲ ὅλην τὴν ἀγάπην καὶ θερμότητα· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με». Παρακάλει αὐτὸν νὰ ἰατρεύσῃ τὰ πάθη σου διὰ τῶν Παθῶν του· καὶ μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Σταυροῦ του νὰ σταυρώσῃ τὴν σάρκα καὶ τὰς ἐπιθυμίας σου, διὰ νὰ δύνασαι νὰ λέγῃς καὶ σὺ μετὰ παῤῥησίας ἐκεῖνο τὸ τοῦ Παύλου· «Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι, εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· δι᾿ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται, κἀγὼ τῷ κόσμῳ...» (Γαλ. στ´ 14).

ΤΕΛΟΣ καὶ τῷ Θεῷ δόξα.
via


(Στις 20 Ιανουαρίου 2006 σε βαθύτατο γήρας κοιμήθηκε εν Κυρίω ο μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης, η επιφανέστερη σύγχρονη μορφή του Αγίου Όρους. Προσήλθε στην Ιερά Μονή Διονυσίου στις 4 Αυγούστου 1941, ως δόκιμος μοναχός (εκάρη 5 Απριλίου 1943), στην υπακοή του Ηγουμένου γέροντος Γαβριήλ).


Ο προορισμός του ανθρώπου, είναι ομολογουμένως ένα πάντοτε επίκαιρον θέμα το οποίον πρέπει να απασχολεί όλους μας. Αν και σαν πιστά τέκνα της Εκκλησίας θα έπρεπε οπωσδήποτε να γνωρίζωμεν εις όλας τας διαστά­σεις, εις όλον το βάθος το θέμα αυτό (αφού η Εκκλησία μας διδάσκει πολυμερώς και πολυτρόπως περί Θεού, περί ανθρώπου, περί αφετηρίας του ανθρώπου και τελικού σκοπού της ζωής του, που είναι ο προορισμός του), εν τού­τοις, πολύ φοβούμαι ότι πολλοί από ημάς είμεθα ακόμη κατηχούμενοι, έχομεν δηλαδή ανάγκην κατηχήσεως διότι, ατυχώς, εμπλεκόμεθα «ταις του βίου πραγματείαις» και, έτσι, το «εν ου εστί χρεία» το παραμελούμεν και διατελούμεν εις κατάστασιν αγνοίας.

Είναι ένα πρόβλημα μεγάλον ο άνθρωπος εις την γην. Προ της σαρκώσεως του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, προ της θείας Αποκαλύψεως, οι άνθρωποι διηρωτώντο «τί είναι ο άνθρωπος και ποίος είναι ο προορισμός του· από πού έρχεται ο άνθρωπος και πού πηγαίνει», ήταν το αγωνιώδες ερώτημα του προχριστιανικού κόσμου.

Η λογική με τήν οποία είναι προι­κισμένοι οι άνθρωποι ήτο το μοναδικόν όργανον με το οποίον κατέβαλλαν προσπάθειαν να δώσουν μίαν ερμηνείαν εις τον κόσμον (κοσμολογική ερμηνεία), εις τον άνθρωπον (ανθρωπολογική ερμηνεία) ή εις τον υποτιθέμενον Θεόν κατ’ αυτούς (θεολογία). Και, όπως γνωρίζομεν, έχομεν τόσους φιλοσόφους όσας και εκδόσεις, όσον άφορα την γνώσιν περί Θεού. περί ανθρώπου, περί κόσμου και, επομένως, περί προορισμού. Αγωνιώδεις ήσαν αι προσπάθειαι εκείναι, και οι άνθρωποι, με τον σπερματικόν λεγόμενον λόγον, ερευ­νούσαν να εύρουν την λύσιν των προβλημάτων αυτών. Αλλά, όπως λέγει ο Απ. Παύλος, επειδή ο άνθρωπος δεν εύρε τον Θεόν διά της σοφίας, ευδόκησεν ο Θεός διά της μωρίας του κηρύγματος να αποκαλυφθή και να γνωσθή εις τους ανθρώπους.

Ετσι, λοιπόν, αποκαλύπτεται ο Κύριος ο οποίος μας συνδέει με την Ισρα­ηλιτικήν, την Εβραϊκήν παράδοσιν. Διότι ο Θεός, ναι μεν ήτο εις την πληρότητά Του άγνωστος, όμως ενεφανίζετο μερι­κώς εις τον εκλεκτόν Του λαόν, τον Ισ­ραήλ. Η Παλαιά Διαθήκη είναι η ιστορία της αποκαλύψεως του Θεού εις τον λαόν εκείνον.

Βλέπομεν, λοιπόν, εκεί ότι υπάρχει από την αρχήν μία αμεσότης σχέσεως Θεού και ανθρώπων εις το πρόσωπον των πρωτοπλάστων. Από εκεί αρχίζει η ιστορία του ανθρώπου και από εκεί γνωρίζομεν ότι ο άνθρωπος εγένετο διά τον Θεόν. Εκεί βλέπομεν το μεγαλείον του ανθρώπου και το πρωτόκτιστον κάλλος του εις το ζεύγος των πρωτοπλάστων,

Ο Πασκάλ, ένας περίφημος Γάλλος μαθηματικός και φιλόσοφος του 17ουαιώνος, ο οποίος είχε πολλήν σχέσιν με την Ορθόδοξον Θεολογίαν, έχει δύο συγκλονιστικά κείμενα. Ανα­φερόμενος εις την τραγωδίαν της πτώσεως του ανθρώπου διά της παρακοής του και των συνεπειών της, με την λογικήν η οποία τον διακρίνει σαν μαθηματικόν, λέγει χαρακτηριστικά: Εάν ο άνθρωπος εγένετο διά τον Θεόν διατί δεν συμφωνεί με τον Θεόν; Και αν δεν εγέ­νετο διά τον Θεόν, διατί δεν δύναται να εύρη ανάπουσιν ειμή μόνον εις τον Θεόν; Δηλαδή έχομεν μίαν κραυγαλέαν αντινομίαν, μίαν σύγκρουσιν, μίαν αντίφασιν μέσα εις τον ίδιον τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος ούτε να συμφωνήση θέ­λει με τον Θεόν, αλλά ούτε και διαφω­νών και απομακρυνόμενος από Αυτόν μπορεί να εύρη ανάπαυσιν. Αυτό το λέ­γει διά να παρουσίαση τας συνεπείας της πτώσεως των πρωτοπλάστων, τας οποίας συνεπείας φέρνομεν μέσα μας ως αναγωγήν κληρονομικής, δηλαδή σαν συνέπειαν αρρώστειας κληρονομι­κής, διά να αποδείξη ότι ο άνθρωπος είναι ένα νοσούν πλάσμα. Ένα πλάσμα αντινομικόν, αντιφατικόν μη δυνάμε­νόν να συμφωνήση με τον εαυτόν του.

Έχει κι ένα άλλο κείμενον το οποίον είναι εκφραστικόν της εμπειρίας των ανθρώπων όταν αυτοί έχουν απαλλαγεί από επιδράσεις υλιστικάς και εμπαθείς και έχουν ανέβει εις επίπεδα πνευματικά. Λέγει: «Ο άνθρωπος είναι άθλιος. Είναι άθλιος διότι είναι άθλιος, αλλά είναι και μέγας. Διότι, ποίος αισθάνεται τον εαυτόν του δυστυχισμένον διότι δεν είναι βασιλεύς, ειμή ο έκπτωτος βα­σιλεύς;» Δηλαδή, αδελφοί μου. εκείνη η κραυγή την οποίαν αφήνει ο Άγιος Αυγουστίνος. «Ω Κύριε, ανήσυχος είναι η ψυχή μας έως ότου εύρει ανάπαυ­σιν εν τοις κόλποις σου», αυτή η κραυγή, λέγω, εκφράζεται με τον τρόπον αυ­τόν. Ο άνθρωπος αισθάνεται τον εαυ­τόν του δυστυχισμένον διότι δεν είναι βασιλεύς, επειδή αισθάνεται ότι είναι έκπωτος βασιλεύς. Αυτό αποτελεί μίαν εμπειρίαν αλλά σε πνευματικά επίπεδα. Όταν ο άνθρωπος είναι πεσμένος, αλ­λοιωμένος από την επαφήν του με την ύλην, συσχηματισμένος μέσα εις τον κόσμον, δουλωμένος εις τα πάθη, σκοτι­σμένος από διακοσμικάς ενεργείας και μη λειτουργών ως θεόπλαστον ον όπως είναι με την χάριν που έχει η καρδία του, δεν μπορεί να έχει τέτοιες υψηλές εμπειρίες, να αισθάνεται ότι είναι δυστυχής ευρισκόμενος εις τον κόσμον αυ­τόν.

Τα είπα αυτά διά να επικαλεσθώ από την ανθρωπίνην σκέψιν επιχειρή­ματα δι’ αυτήν την τραγωδίαν εις την οποίαν ευρίσκεται ο άνθρωπος ύστερα από την πτώσιν του. Ο άνθρωπος με το πρωτόκτιστον κάλλος του ως εικών και ομοίωσις Θεού, έπεσε. Και εχρειάσθη όλος ο κύκλος της θείας Οικονομίας δια την ανόρθωσίν του.

Ένα τροπάριον των Χριστουγέννων λέγει: «Ρεύσαντα εκ παραβάσεως, Θεού τον κατ’ εικόνα γενόμενον, όλον της φθοράς υπάρξαντα, κρείττονος εκπταικότα θείας ζωής, αύθις αναπλάττει, ο σοφός Δημιουργός». Ξεκινάει δηλαδή η Εκκλησία μας από το δεδομένον της πτώσεως του ανθρώπου και της ανορθώσεώς του διά του έργου της θείας Οικονομίας. Κι’ ένα άλλο τροπάριον, πάλι των Χριστουγέννων, λέγει: «Ιδών ο Κτίστης ολλύμενον τον άνθρωπον χερσίν ον έποίησε, κλίνας ου­ρανούς κατέρχεται· τούτον δε εκ Παρθένου Θείας Αγνής, όλον ουσιούται, αληθεία σαρκωθείς».

Δι’ ημάς, λοιπόν, αγαπητοί μου αδελφοί, που ευρισκόμεθα εις την μετά Χριστόν περίοδον, το θέμα της ουσίας του ανθρώπου και του προορισμού του είναι λελυμένον. Δεν υπάρχει πρόβλημα φιλοσοφικόν, Θεολαγικόν, ανθρωπολογικόν, κοσμολογικόν. Δι’ ημάς είναι ευλογία άρρητη, είναι ευεργεσία ασύλληπτη το ότι ευρέθημεν εις μίαν περίοδον όπου δεν αναζητούμεν αγωνιωδώς, αλλά μας προσφέρεται η σωτηρία έτοιμη όπως μας την φέρνει ο Κύ­ριος, «κλίνας ουρανούς».

Έτσι, αναχωρούμεν από το διά πί­στεως αποδεκτόν δεδομένον. είμεθα θεόπλαστοι, προορισθέντες επί θεώσει. Ο άνθρωπος έπεσε διά της παρακοής. Δύο δε αίτια της πτώσεώς του είναι η φιληδονία και η έπαρσις. «Και είδεν η γυνή, ότι καλόν το ξύλον εις βρώσιν και ότι αρεστόν τοις οφθαλμοίς ιδείν και ωραίον έστι του κατανοήσαι»(Γεν. 3,6) ήταν η φιληδονία. Και η έπαρσις: «Τί ότι είπεν ο Θεός ου μη φάγητε από παντός ξύλου του Παραδείσου;… και έσεσθε ως Θεοί» (Γεν. 3, 1 -5). Και επεθύμησαν να γίνουν Θεοί μόνοι των. Και ότι θα εγένοντο Θεοί κατά χάριν οι άνθρωποι, είναι βέβαιο. Όπως λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, το ξύλον εκείνο της γνώσεως ήτο διά να μετάσχουν οι πρωτόπλαστοι εις αυτό, αλλά μετέσχον προώρως.

Έτσι, ενώ με την υπακοήν και την προσμονήν θα εγένοντο Θεοί, κατέπεσαν από μίαν διάθεσιν να γίνουν προ καιρού Θεοί. Ήτο, τόσον τρομερή η πτώσις ώστε τίποτα δεν ήτο ικανόν να σταματήση την προς την αμαρτίαν τάσιν. Δι’ αυτό και η σωτηρία που συνί­σταται εις την εποναφοράν του ανθρώπου εις το αρχαίον πρωτόκτιστον κάλ­λος, γίνεται με δύο κυριαρχούντα στοιχεία εν τω προσώπω του Χριστού: Με την εκουσίαν μέχρι σταυρού κακοπάθειαν και με την ακροτάτην ταπείνωσιν πάλιν του σταυρού.

Θα πρέπει να ξέρωμεν ένα στοιχείον από τας συνεπείας της πτώσεως, που είναι ουσιωδέστατον: Μέσα εις τας ψυχάς των πρωτοπλάστων, εις τα μυχιέτατα της καρδίας των. ήτο εγκάθετος η Χάρις του Θεού. Έτσι είχαν μίαν άμεσον σχέσιν. Η ωραία κτίσις, το «λίαν καλά πεποιημένα» που τους περιέβαλλαν, δεν απετέλουν καθόλου εμπόδιον διά μίαν άμεσον ανάτασιν προς το θεί­ον· είχαν αμεσότητα κοινωνίας. Η χά­ρις αυτή η ενοικούσα μέσα εις τας ψυχάς των, με την παράβασιν εξήλθε· τότε ο διάβολος εισήλθε μέσα εις τας καρδί­ας των ανθρώπων.

Αυτό ακριβώς συμβαίνει και τώρα. Γεννώμενος ο άνθρωπος (παρ’ όλον ότι είναι «καταδικασμένος» σε αθανασία, εφ’ όσον η ψυχή του είναι θεάπλαστη και αθάνατη), έρχεται όχι απλώς μεμολυσμένος από το προπατορικόν αμάρτημα, αλλά και με οντολογικήν συνέπειαν την ενέργειαν την δαιμονικήν μέσα εις την καρδίαν του, την οποίαν φέρει εν συνεχεία εφ’ όσον δεν μεσολαβεί το άγιον Βάπτισμα κατά το οποίον αντεισάγεται (εις την δαιμονικήν ενέργειαν η οποία εξέρχεται) η Χάρις του Θεού.

Με το άγιον Βάπτισμα έχομεν μέσα μας ολόκληρον την Χάριν του Θεού· «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθημεν, Χριστόν ενεδύθημεν» (Γαλ. 3. 27). Κι όχι μόνο αυτό αλλά αποκτούμεν και το «πνεύμα της υιοθεσίας» εν ω κράζομεν «αββά ο Πατήρ», ομολογούντες ότι είμεθα παιδιά του Θεού.

Αυτά. λοιπόν, είναι τα πλαίσια μέσα εις τα οποία ευρισκόμαστε, αδελφοί μου. Επέσαμεν, μας εξηγόρασεν ο Χριστός διά να μας επαναφέρει εις το πρωτόκτιστον κάλλος, διά να μας κατασήση και πάλιν κατά χάριν θεούς, όπως ήτο εξ αρχής ο προορισμός μας από τον Θεόν.

Βεβαπτισμένοι μέσα εις τον χώρον της αγίας μας Εκκλησίας, είμεθα ως τα κλήματα, εμμένοντες εις αδιάσπαστον σχέσιν με τον Χριστόν, την άμπελον, ο δε Θεός Πατήρ είναι ο γεωργός ο οποίος γεωργεί καλλιεργεί τας ψυχάς μας, όπως λέγει και στον Ιωάννην, κεφ. 15.

Ποία είναι τώρα τα μέσα με τα οποία καλλιεργούμεθα; Είναι τα Μυστήρια της Εκκλησίας και αι Θείαι Εντολαί. Μετά το Βάπτισμα έχομεν την θείαν Ευχαρι­στίαν, κατά την οποίαν γινόμεθα «σύσ­σωμοι» και «σύναιμοι» με τον Χριστόν, καθιστάμενο Χριστο-φόροι, Θεο-φόροι και Πνευματοφόροι. Κι αν πέσωμεν,»Παράκλητον έχομεν, Ιησούν Χριστόν», ο οποίος διά της Μετανοίας (Εξομολόγησις και άφεσις), θα μας επαναφέρη. Όλοι μας τελούμεν υπό πτώσιν, πίπτοντες και εγειρόμενοι· αυτή είναι η ιστορία μας.

Ο Χριστός μας έδωσε και τας θείας Εντολάς που φθάνουν να μας θεώσουν. Όπως λέγει ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, «η προς Θεόν αφομοίωσις τε και ένωσις, τοις των σεβασμιωτάτων εντολών ιερουργίαις και αγαπήσεσιν επιτελείται». Και ο Χριστός μας έδω­σεν ως τεκμήριον της αγάπης προς Αυτόν, την τήρησιν των εντολών· «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος έστιν ο αγαπών με» (Ιω. 14, 21).

Έτσι, διά να ευρίσκη δικαίωσιν ο προορισμός μας θα πρέπει να είμεθα συνεχώς εις την όδόν της θεώσεως (τηρούντες τας Εντολάς και συμμετέχον­τες εις τα Μυστήρια), όπου με σταδια­κάς αναβάσεις, με σταδιακάς μεταμορ­φώσεις, να βλέπωμεν μέσα μας να λάμπη το φως του Θεού. Αξίζει να ενθυ­μηθούμε τον άγιον Συμεών τον Νέον Θεολόγον ο οποίος έβλεπε τον εαυτόν του μέσα εις το θείον φως να Λάμπη και να γίνεται ωραιότερος απ’ όλους τους ωραίους – όπως έλεγε – πλουσιώτερος απ’ όλους τους πλουσίους και δυνατώτερος απ’ όλους τους αυτοκράτορας. Τέτοια είναι ή εμπειρία των άγιων μας.

Έτσι, αδελφοί μου, είμεθα εις μίαν τραγικήν κατάστασιν. όχι ως αγνοούντες τον προορισμόν μας, αλλά επειδή δεν ευρισκόμεθα εις τον δρόμον του προορισμού μας. Ζώντες μέσα εις τον κόσμον, και συσχηματιζόμενοι με τον κόσμον, και εμπλεκόμενοι ταις του βίου πραγματείαις, και χάνοντες την ευαισθησίαν των οργάνων επαφής με το θείον, είμεθα ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα, και δεν ξέρομεν από πού ερχόμαστε και πού πηγαίνομεν. Αυτό είναι το δράμα μας, αυτή είναι η τραγωδία όλων μας. Μορφώνομεν μίαν αντίληψιν ότι είμεθα «εκ του κόσμου» και ζούμεν όπως όλος ο κόσμος. Αλλά ο Κύριος και οι Απόστολοι κάνουν μίαν οξείαν διάκρισιν μεταξύ «κόσμου» και πιστών: «Ο κόσμος εν τω πονηρώ κεί­ται» · «Μη αγαπάτε τον κόσμον μηδέ τα εν τω κόσμω» κλπ.

Αλλά τί είναι «κόσμος»; Δεν είναι φυσικά οι συνάνθρωποί μας. Είναι ο κόσμος της αμαρτίας, οι άνθρωποι οι οποιοι, δεμένοι και αγκιστρωμένοι με τα πράγματα του κόσμου, οδεύουν μίαν ζωήν γηΐνην, εγκοσμίαν, χοϊκήν, χωρίς αίσθησιν πνευματικήν, μη γνωρίζοντες πόθεν έρχονται και πού υπάγουν. Έτσι, λοιπόν, ευρισκόμενοι και ημείς μέσα εις τον χώρον αυτόν, χάνομεν συχνά τον προσανατολισμόν μας. Σε ποιόν βαθμόν τον χάνομεν, είναι βέβαια ένα άλλο θέμα· έκαστος ας εξετάσει τον εαυ­τόν του. Το βέβαιον είναι ότι ο κίνδυνος να υποστώμεν αλλοιώσεις και να συσχηματισθώμεν με τον κόσμον μας παρακολουθεί εις όλην μας τήν ζωήν,

Έχομεν, δυστυχώς, μίαν αδυναμίαν να μιμούμεθα. Είναι αδυναμία που προέρχεται από την πτωχείαν μας την πνευματικήν. Έτσι πέφτομεν και δεν ζούμεν με ενάργειαν, με ζωντάνια την μυστικήν μας σχέσιν με τον Θεόν, όπως ζούσαν οι άγιοι με τας αδιαλείπτους προσευχάς των, με τας αδιαλείπτους αγαπητικάς κινήσεις της ψυχής των προς τον Θεόν που δείχνουν ότι η ψυχή είναι όντως θείον ον και δι’ αυτό πρέπει να κινήται συνεχώς προς τον Θεόν, όπως το ηλιοτρόπιον κινείται προς τον ήλιον!

Λέγει κάπου ό ιερός Αυγουστίνος: «Ω Κύριε, εκείνον τον καιρόν που δεν Σε εγνώριζα. τί δυστυχής πού ήμου

Οψέ Σε ηγάπησα…» Τί ερωτικοί ύμνοι από μέρους των αγίων, τί αγάπη, τί ευγνωμοσύνη, τί δάκρυα, τί στεναγμοί και τί έρευνα περί του τί είναι ο Θεός, πώς είναι ο Θεός. πόσον αγαθός είναι, πώς μας περιμένει, πόσο απερίληπτος και ασύλληπτος είναι, αλλά και τί μεγαλει­ώδη πλάσματα είμαστε εμείς αφού δη­μιουργηθήκαμε κατ’ εικόνα Του!

Πάσχομεν, λοιπόν, αδελφοί μου, από έλλειψιν αυτοσυνειδησίας. Δεν ξεύρομεν τί είμεθα, τί μεγαλειώδης σύνθεσις ανθρωπολογική είμεθα και ποίος είναι ο θειότατος προορισμός μας. Χάριν αυτού του προορισμού εκατομμύρια χριστιανών των πρώτων αιώνων και μετέπειτα υπέστησαν είτε το μαρτύριο του αίματος είτε το αναίμακτο μαρτύριο των πνευματικών αγώνων (την ασκητικήν δηλαδή μεθοδολογίαν της Εκκλησίας μας) αναβαίνοντες συνεχώς προς το θείον, προς το καθ’ ομοίωσιν.

***

Τέτοιος είναι, λοιπόν, θεωρητικώς, ο προορισμός του ανθρώπου, όπως τον καθώρισεν ο Θεός από άπειρη αγάπη, διά να κάμη και ημάς το πλάσματά Του, κατά χάριν θεούς. Τώρα όμως πρέπει και ημείς, ο καθένας από ημάς, να διερωτηθή, πρακτικώς πού ευρισκόμε­θα!….



(Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του π. Θεοκλήτου Διονυσιάτου στη Λεμεσό, προσκεκλημένος του Παγκυπρίου Συλλόγου Ορθοδόξου Παραδόσεως “Οι φίλοι του Αγ. Όρους”)



Πηγή: περιοδικό «Ορθόδοξη Μαρτυρία»
via




Πρόλογος
Η θέωσις, ως σκοπός της ζωής του ανθρώπου
Η ενανθρώπησις του Θεού αιτία της θεώσεως του ανθρώπου
Η συμβολή της Θεοτόκου στην θέωσι του ανθρώπου
Η Εκκλησία, ο χώρος της θεώσεως του ανθρώπου
Η θέωσις δυνατή διά των ακτίστων ενεργειών του Θεού
Προϋποθέσεις για την θέωσι
α) Η ταπείνωσις
β) Η άσκησις
γ) Τα άγια Μυστήρια και η προσευχή
Εμπειρίες της θεώσεως
Αποτυχία πολλών ανθρώπων να φθάσουν στην θέωσι
α) Η προσήλωσις στις βιοτικές μέριμνες
β) Ο ηθικισμός
γ) Ο ανθρωποκεντρικός ουμανισμός
Συνέπειες της αγωγής της θεώσεως
Συνέπειες της αγωγής που δεν οδηγεί στην θέωσι



Πρόλογος
Σημειωτέον ότι το θέμα αυτό ανέπτυξα, όπου για πρώτη φορά ομιλούσα, θεωρώντας αυτό πρωταρχικό για την πνευματική ζωή.~~~~~~

Είναι πολύ τολμηρό να ομιλεί κάποιος για την θέωση, όταν δεν την έχει γευθεί. Τολμήσαμε όμως τα υπέρ δύναμιν θαρρούντες εις τα ελέη του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Για να μη κρύψουμε από τους Ορθοδόξους Χριστιανούς αδελφούς μας τον ύψιστο και τελικό σκοπό της ζωής μας, για τον οποίο πλασθήκαμε.
Για να γίνει σαφές ότι η μόνη ορθόδοξος ποιμαντική είναι η ποιμαντική της θεώσεως και όχι της κατά τα δυτικά πρότυπα ηθικής τελειοποιήσεως του ανθρώπου χωρίς την χάρη του Θεού.
Για να ποθήσουμε όλοι τα κρείττονα και έτσι να αγωνισθούμε για τα υψηλά και μόνα δυνάμενα να αναπαύσουν κατά βάθος την δίψα της ψυχής για το Απόλυτο, τον Τριαδικό Θεό.
Για να πλημμυρίσουμε από ευγνωμοσύνη προς τον Πλάστη και Δημιουργό μας για το μεγάλο δώρο Του, την κατά Χάριν θέωση μας.
Για να νοιώσουμε το αναντικατάστατο της Αγίας μας Εκκλησίας, ως της μόνης επί γής κοινωνίας θεώσεως.
Για να φανεί το μεγαλείο και η αλήθεια της Ορθοδόξου Πίστεως μας, που μόνη αυτή διδάσκει και παρέχει την θέωση στα μέλη της.
Για να παρηγορηθούν οι ψυχές μας που όσο και αν έχουν δηλητηριαστεί και σκοτισθεί από την αμαρτία, λαχταρούν το φως του προσώπου του Χριστού.
Ελεήμων Κύριε, ευδόκησε, εν τη άπειρο αγάπη Σου, να μας αξιώσεις να εισέλθουμε στην οδό της θεώσεως, πριν να απέλθουμε από τον παρόντα πρόσκαιρο κόσμο.
Ελεήμων Κύριε, οδήγησε στην αναζήτηση της θεώσεως του Ορθόδοξους αδελφούς μας, που δεν χαίρονται γιατί αγνοούν το μεγαλείο της κλήσεως των ως "κεκελευσμένων θεών".
Ελεήμων Κύριε, οδήγησε και τα βήματα των ετεροδόξων Χριστιανών στην επίγνωση της Αλήθειας Σου, για να μην μείνουν έξω του Νυμφώνος Σου, στερημένοι της Χάριτος της θεώσεως.
Ελεήμων Κύριε, ελέησον ημάς και τον κόσμον Σου! Αμήν.


Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής του Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Αρχιμανδρίτης Γεώργιος.

Σημείωσις: Το κείμενο αυτό αποτελεί επεξεργασία ομιλιών μου που κατά καιρούς εξεφωνήθησαν σε διάφορες πόλεις της Ελλάδος κατόπιν προσκλήσεως υπό των οικείων Σεβασμιότατων Μητροπολιτών.
Έτσι κατανοείται το ύφος του πονήματος που περιέχει απομαγνητοφωνημένα αποσπάσματα των ομιλιών.






Η θέωσις, ως σκοπός της ζωής του ανθρώπου
Το θέμα του προορισμού της ζωής μας είναι πολύ σοβαρό, διότι αφορά το σπουδαιότερο ζήτημα για τον άνθρωπο: Για ποιο σκοπό ευρισκόμαστε πάνω στην γη. Αν ο άνθρωπος τοποθετηθεί σωστά στο θέμα αυτό, αν εύρη τον πραγματικό του προορισμό, τότε μπορεί να τοποθετηθεί σωστά και στα επί μέρους και καθημερινά ζητήματα της ζωής του, όπως είναι οι σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους, οι σπουδές του, το επάγγελμα, ο γάμος, η απόκτησις και ανατροφή των παιδιών. Αν όμως δεν τοποθετηθεί σωστά σ' αυτό το βασικό θέμα, τότε θα αποτύχει και στους επί μέρους σκοπούς της ζωής. Διότι τι νόημα μπορούν να έχουν οι επί μέρους σκοποί, όταν στο σύνολο της η ανθρώπινη ζωή δεν έχει νόημα;
Ήδη από το πρώτο κεφάλαιο της Αγίας Γραφής δηλώνεται ο σκοπός της ζωής μας, όταν ο ιερός συγγραφεύς μας λέγει, ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο "κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν" Του. Διαπιστώνουμε έτσι την μεγάλη αγάπη που έχει ο εν Τριάδι Θεός για τον άνθρωπο. Δεν τον θέλει απλώς ένα ον με κάποια χαρίσματα, κάποια προσόντα, κάποια ανωτερότητα από την υπόλοιπη κτίση, αλλά τον θέλει θεό κατά Χάριν.
Ο άνθρωπος φαίνεται εξωτερικά ότι είναι μια βιολογική απλώς ύπαρξη όπως τα άλλα έμβια όντα, τα ζώα. Είναι βέβαια ζώον, αλλά "ζώον... τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον", όπως χαρακτηριστικά λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (Λόγος εις τα Θεοφάνια, MPG 36, 324, 13). Είναι το μόνο ον που ξεχωρίζει απ' όλη την δημιουργία, το μόνο που μπορεί να γίνει θεός.
Το "κατ' εικόνα" σημαίνει τα χαρίσματα που έδωσε ο Θεός μόνο στον άνθρωπο, ξεχωριστά απ' όλα τα πλάσματα Του, ώστε να αποτελεί εικόνα του Θεού. Αυτά τα χαρίσματα είναι : Ο λογικός νους, η συνείδηση, το αυτεξούσιο, δηλαδή η ελευθερία, η δημιουργικότητα, ο έρως και ο πόθος του απολύτου και του Θεού, η προσωπική αυτοσυνειδησία και ότι άλλο κάνει τον άνθρωπο να είναι υπεράνω όλης της λοιπής δημιουργίας των εμβίων όντων και τον κάνει να είναι άνθρωπος και προσωπικότης. Ότι δηλαδή κάνει τον άνθρωπο πρόσωπο αυτά είναι τα χαρίσματα του "κατ' εικόνα".
Έχοντας το "κατ' εικόνα" καλείται ο άνθρωπος να αποκτήσει το "καθ' ομοίωσιν", δηλαδή την θέωση. Ο Δημιουργός, Θεός κατα φύσιν, καλεί τον άνθρωπο να γίνει θεός κατά Χάριν.
Εδόθησαν λοιπόν από τον Θεό τα χαρίσματα του "κατ' εικόνα" στον άνθρωπο για να φθάσει πολύ υψηλά, να πετύχει με αυτά την ομοίωση του με το Θεό και Πλάστη του, να έχει μια όχι εξωτερική, ηθική σχέση μαζί Του, αλλά μια προσωπική ένωση με τον Δημιουργό του.
Είναι ίσως πολύ τολμηρό ακόμη και να λέμε και να σκεπτόμαστε, ότι σκοπός της ζωής μας είναι θεοί κατα Χάριν. Όμως η Αγία Γραφή και οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν μας το απέκρυψαν.
Υπάρχει δυστυχώς άγνοια στους ανθρώπους εκτός της Εκκλησίας, αλλά και σε πολλούς μέσα στην Εκκλησία. Διότι νομίζουν ότι σκοπός της ζωής μας είναι, στην καλύτερη περίπτωση, απλώς η ηθική βελτίωση μας, το να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Ενώ το Ευαγγέλιο, από την Παράδοση της Εκκλησίας και από τους αγίους Πατέρες, μας παραδίδεται ότι σκοπός της ζωής μας δεν είναι αυτό. Το να γίνει δηλαδή ο άνθρωπος μόνο καλύτερος απ' ότι είναι, ηθικώτερος, δικαιότερος, εγκρατέστερος, προσεκτικότερος. Όλα αυτά πρέπει να γίνουν, αλλά δεν είναι ο μεγάλος σκοπός, ο τελικός σκοπός, για τον οποίο ο Πλάστης και Δημιουργός μας έπλασε τον άνθρωπο. Ποιος είναι αυτός ο σκοπός; Η θέωσις. Το να ενωθεί ο άνθρωπος με τον Θεό, όχι με ένα εξωτερικό ή συναισθηματικό τρόπο, αλλά οντολογικά, πραγματικά.
Τόσο υψηλά τοποθετεί η ορθόδοξος ανθρωπολογία τον άνθρωπο. Αν συγκρίνουμε τις ανθρωπολογίες όλων των φιλοσοφικών, κοινωνικών, ψυχολογικών συστημάτων με την ορθόδοξη ανθρωπολογία, θα διαπιστώσουμε πολύ εύκολα πόσο πτωχές είναι, πόσο δεν ανταποκρίνονται στον μεγάλο πόθο του ανθρώπου για κάτι πολύ μεγάλο κι αληθινό στην ζωή του.
Επειδή ο άνθρωπος είναι "κεκελευσμένος θεός", έχει δηλαδή πλασθεί για να γίνει θεός, αν δεν ευρίσκεται στην πορεία της θεώσεως, αισθάνεται ένα κενό μέσα του, ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά. Δεν χαίρεται, ακόμη κι όταν προσπαθεί να καλύψει το κενό με άλλες δραστηριότητες. Μπορεί να ναρκώνει τον εαυτό του, να κατασκευάζει ένα κόσμο φανταχτερό αλλά ταυτόχρονα πτωχό, μικρό, περιορισμένο, και να εγκλωβίζεται, να φυλακίζεται μέσα σ' αυτόν κι ο ίδιος. Μπορεί να οργανώνει έτσι την ζωή του, ώστε να μη μένει ποτέ σχεδόν ήσυχος, μόνος με τον εαυτό του. Μπορεί με τους θορύβους, την ένταση, την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, την συνεχή πληροφόρηση για οτιδήποτε, να προσπαθεί σαν με ναρκωτικά να ξεχάσει, να μην σκέφτεται, να μην ανησυχεί, να μη θυμάται ότι δεν πορεύεται σωστά, ότι έχει ξεστρατίσει από τον σκοπό του.
Τελικά όμως δεν αναπαύεται ο ταλαίπωρος σύγχρονος άνθρωπος, έως ότου εύρη αυτό το κάτι άλλο, το ανώτερο που υπάρχει πράγματι στην ζωή του, το αληθινά όμορφο και δημιουργικό.
Μπορεί ο άνθρωπος να ενωθεί με τον Θεό; Μπορεί να κοινωνήσει μαζί Του; Μπορεί να γίνει θεός κατα Χάριν.


Η ενανθρώπησις του Θεού αιτία της θεώσεως του ανθρώπου

Λέγουν οι Πατέρες της Εκκλησίας ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να κάνει τον άνθρωπο θεό. Δεν θα μπορούσε ο άνθρωπος να πετύχει την θέωση αν ο θεός δεν είχε σαρκωθεί.
Στους προ Χριστού χρόνους ανεφάνησαν πολλοί σοφοί και ενάρετοι άνθρωποι. Για παράδειγμα, οι αρχαίοι Έλληνες είχαν φθάσει σε αρκετά υψηλά μέτρα φιλοσοφίας περί του αγαθού και περί του Θεού. Η φιλοσοφία τους μάλιστα περιείχε σπέρματα αληθείας, τον λεγόμενο "σπερματικό λόγο". Ήσαν άλλωστε πολύ θρησκευτικοί άνθρωποι, δεν ήσαν καθόλου άθεοι, όπως προσπαθούν να τους παρουσιάσουν μερικοί σύγχρονοι που δεν γνωρίζουν καλά τα πράγματα. Δεν γνώριζαν βεβαίως τον αληθινό Θεό, ήσαν ειδωλολάτρες, όμως ήσαν πολύ ευλαβείς, θεοφοβούμενοι. Γι' αυτό όσοι παιδαγωγοί, δάσκαλοι ή πολιτικοί και πολιτειακοί άρχοντες, ασυνεπείς προς τις μνήμες του γένους των Ελλήνων επιχειρούν να βγάλουν από την ψυχή του ευσεβούς λαού μας την πίστη του προς τον Θεό, χωρίς μάλιστα και την συγκατάθεση του, αυτοί αποτολμούν μίαν "ύβριν", με την αρχαία σημασία της λέξεως. Αποτολμούν ουσιαστικά τον αφελληνισμό του, αφού η Παράδοση των Ελλήνων, της αρχαίας μεταγενέστερης και νεωτέρας ιστορίας μας, είναι Παράδοσις ευλάβειας και σεβασμού προς τον Θεό, πάνω στην οποία βασίσθηκε και βασίζεται όλη η παγκόσμιος πολιτιστική προσφορά του ελληνισμού.
Στην φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων διακρίνεται μία νοσταλγία για τον άγνωστο Θεό, για την εμπειρία του Θεού. Ήσαν πιστοί, ευλαβείς, αλλά δεν είχαν την σωστή, ολοκληρωμένη γνώση του Θεού, έλειπε η κοινωνία του Θεού. Δεν ήταν δυνατή η θέωσις.
Στην Παλαιά Διαθήκη επίσης έχουμε δίκαιους και ενάρετους ανθρώπους. Όμως η πλήρης ένωση με τον Θεό, η θέωσις, γίνεται δυνατή, κατορθωτή, με την σάρκωση του Θεού Λόγου.
Αυτός είναι και ο σκοπός της ενανθρωπήσεως του Θεού. Αν σκοπός της ζωής του ανθρώπου ήταν να γίνει απλώς ηθικά καλύτερος, δεν θα ήταν ανάγκη να έλθει στον κόσμο ο Χριστός, να γίνει όλη αυτή η ιστορία της θείας Οικονομίας, της σαρκώσεως του Θεού, ο σταυρός, ο θάνατος, η ανάστασις του Κυρίου, όλα όσα πιστεύουμε οι Χριστιανοί ότι έγιναν δια του Χριστού. Διότι και με τους Προφήτες, με τους φιλοσόφους, με τους δίκαιους ανθρώπους και διδασκάλους θα μπορούσε να διδαχθεί το ανθρώπινο γένος να γίνεται ηθικά καλύτερο.
Γνωρίζουμε ότι ο Αδάμ και η Εύα παρασύρθηκαν από τον διάβολο και θέλησαν να γίνουν θεοί, όχι όμως συνεργαζόμενοι με τον Θεό, όχι με ταπείνωση, με υπακοή, με αγάπη, αλλά βασιζόμενοι στην δική τους δύναμη, στο δικό τους θέλημα, εγωιστικά και αυτόνομα. Η ουσία δηλαδή της πτώσεως είναι ο εγωισμός. Έτσι υιοθετώντας τον εγωισμό και την αυτάρκεια χωρίστηκαν από τον Θεό, και αντί να πετύχουν των θέωση, πέτυχαν ακριβώς το αντίθετο: Τον πνευματικό θάνατο.
Όπως λέγουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, ο Θεός είναι ζωή. Όποιος λοιπόν χωρίζεται από τον Θεό, χωρίζεται από την ζωή. Άρα ο θάνατος και η πνευματική νέκρωση, ο φυσικός δηλαδή και ο πνευματικός θάνατος, ήταν το αποτέλεσμα της παρακοής των πρωτοπλάστων.
Γνωρίζουμε όλοι τις συνέπειες της πτώσεως. Ο χωρισμός από τον Θεό έρριψε τον άνθρωπο στην σαρκική, κτηνώδη και δαιμονιώδη ζωή. Το λαμπρό δημιούργημα του Θεού έπεσε βαριά άρρωστο, σχεδόν νεκρό. Το "κατ' εικόνα" αμαυρώθηκε. Ο άνθρωπος μετά την πτώση δεν έχει τις προϋποθέσεις, που είχε πριν να αμαρτήσει, για να προχωρήσει στη θέωση. Σ' αυτήν την κατάσταση της βαριάς ασθένειας, σχεδόν νεκρός, δεν μπορεί πλέον να επαναπροσανατολισθεί προς τον Θεό. Χρειάζεται μια νέα ρίζα στην ανθρωπότητα. Χρειάζεται ένας νέος άνθρωπος, ο οποίος θα είναι υγιής και θα μπορεί να προσανατολίσει πάλι την ελευθερία του ανθρώπου προς τον Θεό.
Αυτή η νέα ρίζα, ο νέος άνθρωπος, είναι ο Θεάνθρωπος, ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, που σαρκώνεται για να πολεμήσει την νέα ρίζα, την νέα απαρχή, το νέο φύραμα της ανθρωπότητας.
Με την σάρκωση του Λόγου, όπως θεολογεί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, πραγματοποιείται μία δεύτερα κοινωνία Θεού και ανθρώπων. Η πρώτη κοινωνία ήταν αυτή στον Παράδεισο. Αυτή όμως διασπάσθηκε. Χωρίστηκε ο άνθρωπος από τον Θεό. Ο πανάγαθος Θεός οικονόμησε τώρα μια άλλη, δευτέρα κοινωνία, ένωση δηλαδή Θεού και ανθρώπων, που να μην μπορεί πλέον να διασπαθή. Διότι αυτή η δευτέρα κοινωνία Θεού και ανθρώπων γίνεται στο πρόσωπο του Χριστού.
Ο Θεάνθρωπος Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού και Πατρός, έχει δύο τέλειες φύσεις: Την θεία και την ανθρώπινη. Οι δύο αυτές τέλειες φύσεις ενώνονται "ατρέπτως, ασυγχύτως, αχωρίστως και αδιαιρέτως", στο ένα πρόσωπο του Χριστού, κατά τον περίφημο όρο της Αγίας Δ' Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνος, που εν συνόψει αποτελεί την εν Πνεύματι Αγίω θεολογική πανοπλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας κατά των παντός είδους Χριστολογικών αιρέσεων όλων των αιώνων. Έτσι έχουμε ένα Χριστό με δύο φύσεις: την θεία και την ανθρώπινη.
Τώρα πλέον η ανθρώπινη φύση δια της υποστατικής ενώσεως των δυο φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού είναι τελεσίδικα ενωμένη με την θεία φύση. Διότι ο Χριστός είναι αιωνίως Θεάνθρωπος. Ως Θεάνθρωπος ανελήφθη στον ουρανό. ως Θεάνθρωπος κάθεται στα δεξιά του Πατρός. Ως Θεάνθρωπος θα έλθει να κρίνει τον κόσμο στην δευτέρα Παρουσία Άρα λοιπόν η ανθρώπινη φύση είναι τώρα ενθρονισμένη στους κόλπους της Αγίας Τριάδος. Δεν μπορεί πλέον τίποτε να χωρίσει την ανθρώπινη φύση από τον Θεό. Γι' αυτό τώρα μετά την ενανθρώπηση του Κυρίου, - όσο κι αν ως άνθρωποι αμαρτάνουμε, όσο και αν αποσπασθούμε από τον Θεό -, αν θέλουμε εν μετάνοια να ενωθούμε πάλι με τον Θεό, μπορούμε να το πετύχουμε. Μπορούμε να ενωθούμε μαζί Του, να γίνουμε θεοί κατά Χάριν.


Η συμβολή της Θεοτόκου στην θέωσι του ανθρώπου

Ο Κύριος Ιησούς Χριστός μας δίδει αυτήν την δυνατότητα, να ενωθούμε με τον Θεό και να επανέλθουμε στον πρωταρχικό σκοπό που είχε τάξει ο Θεός για τον άνθρωπο. Γι' αυτό αναγγέλλεται από την Αγία Γραφή ως η οδός, η θύρα, ο ποιμήν ο καλός, η ζωή, η ανάσταση, το φως. Είναι ο νέος Αδάμ, ο οποίος διορθώνει το λάθος του πρώτου Αδάμ. Ο πρώτος Αδάμ μας χώρισε από τον Θεό με την ανυπακοή του και τον εγωισμό του. Ο δεύτερος Αδάμ, ο Χριστός, μας επαναφέρει πάλι στον Θεό με την αγάπη Του και την υπακοή Του προς τον Πατέρα, υπακοή μέχρι θανάτου, "θανάτου δε σταυρού". Προσανατολίζει πάλι την ελευθερία μας προς τον Θεό, έτσι ώστε προσφέροντας την σ' Αυτόν να ενωνόμαστε μαζί Του.
Το έργο όμως του νέου Αδάμ προϋποθέτει το έργο της νέας Εύας, της Παναγίας, η οποία και αυτή διόρθωσε το λάθος της παλαιά Εύας. Η Εύα ώθησε τον Αδάμ στην παρακοή. Η νέα Εύα, η Παναγία, συντελεί στο να σαρκωθεί ο νέος Αδάμ, ο οποίος θα οδηγήσει το ανθρώπινο γένος στην υπακοή του Θεού. Γι' αυτό η Κυρία Θεοτόκος, ως και το πρώτο ανθρώπινο πρόσωπο που επέτυχε την θέωση - κατ' εξαίρετο και ανεπανάληπτο μάλιστα τρόπο -, διαδραμάτισε στο έργο της σωτηρίας μας όχι απλώς βασικό ρόλο, αλλά αναγκαίο και αναντικατάστατο.
Εάν η Παναγία δεν είχε προσφέρει με την υπακοή της την Ελευθερία της στον Θεό και, κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, τον μεγάλο θεολόγο του ΙΔ' αιώνος, δεν είχε πει το "ναι" στον Θεό, δεν θα μπορούσε να σαρκωθεί ο Θεός. Διότι ο Θεός που έδωσε την ελευθερία στον άνθρωπο δεν θα μπορούσε να την παραβιάσει. Δεν θα μπορούσε να σαρκωθεί, εάν δεν ευρίσκετο μια τέτοια αγνή, παναγία, ακηλίδωτη ψυχή σαν την Θεοτόκο, η οποία θα προσέφερε ολοκληρωτικά την ελευθερία της, την θέληση της, τον εαυτό της όλο στον Θεό, ώστε να Τον ελκύσει προς τον εαυτό της και προς ημάς.
Οφείλουμε πολλά στην Παναγία μας. Γι' αυτό η Εκκλησία τιμά και ευλαβείται τόσο πολύ την Θεοτόκο. Γι' αυτό ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, συνοψίζοντας την Πατερική θεολογία, λέγει ότι η Παναγία μας έχει τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος, ότι είναι θεός μετά τον Θεόν, μεθόριο μεταξύ κτιστού και άκτιστου. "Προΐσταται των σωζόμενων", κατ' άλλη ωραία έκφραση θεολόγου της Εκκλησίας μας. Ο δε άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο νεώτερος αυτός απλανής φωστήρ και διδάσκαλος της Εκκλησίας, αναφέρει ότι και αυτά τα αγγελικά τάγματα φωτίζονται από το φως που λαμβάνουν από την Παναγία.
Γι' αυτό και από την Εκκλησία μας εγκωμιάζεται ως "τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ".
Η σάρκωσις του Λόγου και η θέωσις του ανθρώπου είναι το μέγα μυστήριο της Πίστεως και Θεολογίας μας.
Αυτό ζει κάθε ημέρα η Ορθόδοξος Εκκλησία μας με τα μυστήριά της, την υμνολογία της, τις εικόνες της, με όλη την ζωή της. Ακόμη και η αρχιτεκτονική ενός Ορθόδοξου Ναού αυτό μαρτυρεί. Ο τρούλος των εκκλησιών, πάνω στο οποίο είναι ζωγραφισμένος ο Παντοκράτωρ, συμβολίζει την κάθοδο του Ουρανού στην γη. Ότι ο Κύριος "έκλινεν ουρανούς και κατέβη". Ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος "και εσκήνωσεν εν ημίν", όπως γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης (Ιω. α' 14).
Επειδή δε έγινε άνθρωπος διά της Θεοτόκου, εικονίζουμε την Θεοτόκο την κόγχη του ιερού, για να δείξουμε ότι δι' αυτής ο Θεός έρχεται στην γη και στους ανθρώπους. Αυτή είναι "η γέφυρα δι' ης κατέβη ο Θεός" και πάλι "η μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν", η Πλατυτέρα των ουρανών, η χώρα του αχωρήτου, που εχώρησε μέσα της τον αχώρητο Θεό για την σωτηρία μας.
Στην συνέχεια δείχνει η Εκκλησία μας τους θεωμένους ανθρώπους. Αυτούς που έγιναν θεοί κατα Χάριν, επειδή ο Θεός έγινε άνθρωπος. Γι' αυτό στις Ορθόδοξες Εκκλησίες μας μπορούμε και εικονίζουμε όχι μόνο τον σαρκωθέντα Θεό, τον Χριστό, και την άχραντο Μητέρα Του, την Κυρία Θεοτόκο, αλλά και τους Αγίους, γύρω και κάτω από τον Παντοκράτορα. Σ' όλους τους τοίχους του Ναού ζωγραφίζουμε τα αποτελέσματα της σαρκώσεως του Θεού: Τους αγίους και θεωμένους ανθρώπους.
Άρα εισερχόμενοι μέσα σε ένα ορθόδοξο Ναό και βλέποντας την ωραία αγιογράφηση, αμέσως λαμβάνουμε μία εμπειρία: Μαθαίνουμε ποιο είναι το έργο του Θεού για τον άνθρωπο, ποιος είναι ο σκοπός της ζωή μας.
Όλα στην Εκκλησία ομιλούν για την ενανθρώπηση του Θεού και την θέωση του ανθρώπου.


Η Εκκλησία, ο χώρος της θεώσεως του ανθρώπου

Όσοι θέλουν να ενωθούν με τον Χριστό και διά του Ιησού Χριστού με τον Θεό Πατέρα γνωρίζουν ότι αυτή η ένωσις γίνεται στο σώμα του Χριστού, που είναι η αγία μας Ορθόδοξος Εκκλησία. Ένωσις όχι βέβαια με την Θεία ουσία, αλλά με την θεωμένη ανθρώπινη φύσι του Χριστού. Η ένωσις όμως αυτή με τον Χριστό δεν είναι εξωτερική, ούτε απλώς ηθική.
Δεν είμαστε οπαδοί του Χριστού, όπως ίσως οι άνθρωποι είναι οπαδοί ενός φιλόσοφου ή ενός διδασκάλου. Είμαστε μέλη του σώματος του Χριστού, το πραγματικό και όχι το ηθικό, όπως λανθασμένα έγραψαν μερικοί θεολόγοι μη εμβαθύνοντας στο πνεύμα της αγία Εκκλησίας. Ο Χριστός μας παίρνει, τους Χριστιανούς, παρά την αναξιότητα και την αμαρτωλότητα μας, και μας ενσωματώνει στο σώμα Του. Μας κάνει μέλη Του. Και γινόμαστε πραγματικά μέλη του σώματος του Χριστού, όχι ηθικά. Όπως λέγει ο απόστολος Παύλος: "μέλη έσμεν του σώματος αυτού, εκ της σαρκός αυτού και εκ των οστέων αυτού" ('Εφεσ. ε', 30).
Βεβαίως ανάλογα με την πνευματική κατάσταση που έχουν οι Χριστιανοί, άλλοτε είναι ζωντανά μέλη του σώματος του Χριστού και άλλοτε νεκρά. Αλλά και νεκρά δεν παύουν να είναι μέλη του σώματος του Χριστού. Ένας π.χ. που είναι βαπτισμένος, έχει γίνει μέλος του σώματος του Χριστού. Αν δεν εξομολογείται, δεν κοινωνεί, δεν ζει πνευματική ζωή, είναι νεκρό μέλος του σώματος του Χριστού. Όταν όμως μετανοήσει, αμέσως δέχεται την θεία ζωή. Αυτή τον διαποτίζει και γίνεται ζωντανό μέλος του σώματος του Χριστού. Αυτός δεν χρειάζεται να αναβαπτιστεί. Ο αβάπτιστος όμως δεν είναι μέλος του σώματος του Χριστού, ακόμη και αν ζει ηθική κατ' άνθρωπον ζωή. Χρειάζεται να βαπτιστεί, για να γίνει μέλος του σώματος του Χριστού, για να ενσωματωθεί στον Χριστό.
Επειδή λοιπόν είμεθα μέλη του σώματος του Χριστού, προσφέρεται η ζωή του Χριστού και γίνεται δική μας ζωή. Και έτσι ζωοποιούμαστε και σωζόμαστε και θεωνόμαστε. Δεν θα μπορούσαμε να θεωθούμε, αν ο Χριστός δεν μας έκανε μέλη του αγίου σώματος Του.
Δεν θα μπορούσαμε να σωθούμε, εάν δεν υπήρχαν τα άγια Μυστήρια της Εκκλησίας μας, τα οποία μας συσσωματώνουν με τον Χριστό και μας κάνουν, κατά τους αγίους Πατέρες, σύσσωμους και όμαιμους Χριστού. Να είμαστε δηλαδή ένα σώμα και ένα αίμα με τον Χριστό.
Τι μεγάλη ευλογία, να κοινωνούμε τα άχραντα Μυστήρια! Ο Χριστός γίνεται δικός μας, η ζωή του Χριστού γίνεται δική μας, το αίμα Του γίνεται αίμα μας. Γι' αυτό το λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ότι ο Θεός δεν έχει να δώσει τίποτε περισσότερο απ' αυτό που του δίδει στην θεία Κοινωνία. Ούτε ο άνθρωπος μπορεί να ζητήσει από τον Θεό τίποτε περισσότερο απ' αυτό που λαμβάνει από τον Χριστό στην θεία Κοινωνία.
Έτσι λοιπόν βαπτισμένοι, χρισμένοι, εξομολογούμενοι, κοινωνούμε το Σώμα και Αίμα του Κυρίου και γινόμαστε και εμείς θεοί κατα Χάριν, ενωνόμαστε με τον Θεό, δεν είμαστε πλέον ξένοι, αλλά οικείοι Του.
Μέσα στην Εκκλησία, στην οποία ενωνόμαστε με τον Θεό, ζούμε αυτή την νέα πραγματικότητα που έφερε ο Χριστός στον κόσμο: την καινή κτήση. Αυτή είναι η ζωή της Εκκλησίας, του Χριστού, που γίνεται και δική μας ως δωρεά του Αγίου Πνεύματος.
Όλα μέσα στην Εκκλησία οδηγούν στην θέωση. Η θεία Λειτουργία, τα Μυστήρια, η θεία Λατρεία, το κήρυγμα του Ευαγγελίου, η νηστεία, όλα εκεί οδηγούν. Η Εκκλησία είναι ο μοναδικός χώρος της θεώσεως.
Η Εκκλησία δεν είναι ένα κοινωνικό, πολιτιστικό ή ιστορικό ίδρυμα που μπορεί να ομοιάζει με άλλα ιδρύματα στον κόσμο. Δεν είναι όπως οι διάφοροι θεσμοί του κόσμου. Ο κόσμος ίσως έχει ωραίους θεσμούς, ωραίες οργανώσεις, ωραία ιδρύματα, και άλλα πράγματα. Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας όμως είναι ο ανεπανάληπτος, μοναδικός χώρος της κοινωνίας του Θεού με τον άνθρωπο, της θεώσεως του ανθρώπου. Μόνο μέσα στην Εκκλησία ο άνθρωπος μπορεί να γίνει θεός, πουθενά αλλού. Ούτε στα Πανεπιστήμια, ούτε στα ιδρύματα κοινωνικών υπηρεσιών, ούτε σε οτιδήποτε άλλο ωραίο και καλό έχει ο κόσμος. Όλα αυτά, όσο καλά και αν είναι, όμως δεν μπορούν να προσφέρουν αυτό που προσφέρει η Εκκλησία.
Γι' αυτό όσο και αν προοδεύσουν οι κοσμικοί θεσμοί και τα συστήματα, δεν μπορούν ποτέ να αντικαταστήσουν την Εκκλησία.
Είναι δυνατόν, εμείς οι αδύνατοι και αμαρτωλοί άνθρωποι, να περνούμε κρίσεις και δυσκολίες κατά καιρούς, μέσα στην Εκκλησία. Είναι δυνατόν να συμβαίνουν και σκάνδαλα μέσα στου κόλπους της Εκκλησίας. Και αυτά γίνονται, διότι στην Εκκλησία είμαστε σε πορεία προς την θέωση και είναι πολύ φυσικό να υπάρχουν οι ανθρώπινες αδυναμίες. Γινόμαστε, αλλά δεν είμαστε θεοί. Όσο όμως και να συμβαίνουν αυτά, εμείς ποτέ δεν θα φύγουμε από την Εκκλησία, διότι στην Εκκλησία έχουμε την μοναδική δυνατότητα να ενωθούμε με τον Θεό.
Όταν π.χ. πηγαίνουμε στον Ναό για να εκκλησιασθούμε, και συναντούμε εκεί ίσως μερικούς που δεν προσέχουν στη ιερά ακολουθία και συζητούν μάλιστα μεταξύ τους, έτσι ώστε και να αποσπούν προς στιγμήν την προσοχή μας απ' αυτή, έρχεται ένας, εύλογος τάχα, λογισμός που μας λέγει: - "Τι κερδίζεις τελικά που έρχεσαι στην Εκκλησία; Δεν κάθεσαι καλύτερα στο σπίτι σου, όπου θα έχεις και περισσότερη ησυχία και άνεση για να κάνεις προσευχή;".

Εμείς όμως πρέπει με σύνεση να αντιλέξουμε στον πονηρό αυτόν λογισμό:
- "Ναι μεν, θα έχω ίσως περισσότερη εξωτερική ησυχία στο σπίτι μου, αλλά δεν θα έχω την Χάρι του Θεού, να με θεώνει και να με αγιάζει. Δεν θα έχω τον Χριστό, ο Οποίος είναι παρών στην Εκκλησία Του. Δεν θα έχω το άγιο Σώμα Του και το τίμιο Αίμα Του, που ευρίσκονται στον ιερό Ναό Του, επάνω στην αγία Τράπεζα. Δεν θα συμμετέχω στον μυστικό Δείπνο της θείας Λειτουργίας. Θα είμαι αποκομμένος από τους εν Χριστώ αδελφούς μου, με τους οποίους μαζί συναποτελούμαι το σώμα του Χριστού".
Έτσι λοιπόν ότι κι αν συμβεί, εμείς δεν θα φύγουμε από την Εκκλησία, διότι σ' αυτήν μόνο ευρίσκουμε τον δρόμο της θεώσεως.


Η θέωσις δυνατή διά των ακτίστων ενεργειών του Θεού

Στην Ορθόδοξο Εκκλησία του Χριστού μπορεί ο άνθρωπος να πετύχει την θέωση, επειδή η Χάρις του Θεού, σύμφωνα με την διδασκαλία της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας, είναι άκτιστος. Ο Θεός δεν είναι μόνο ουσία, όπως νομίζουν οι Δυτικοί, αλλά είναι και ενέργεια. Εάν ο Θεός ήταν μόνο ουσία, δεν θα μπορούσαμε να ενωθούμε, να κοινωνήσουμε μαζί Του, διότι η ουσία του Θεού είναι φοβερή και απρόσιτη στον άνθρωπο, κατά το "ου γάρ μή ιδή άνθρωπος το πρόσωπον μου και ζήσεται" (Εξ. λγ', 20).
Ας αναφέρουμε ένα κάπως σχετικό παράδειγμα από τα ανθρώπινα. Αν πιάσουμε ένα ηλεκτρικό καλώδιο γυμνό, θα πεθάνουμε. Όταν όμως ενώσουμε μια λάμπα στο καλώδιο, φωτιζόμαστε. Την ενέργεια του ηλεκτρικού ρεύματος την βλέπουμε, την χαιρόμαστε, μας βοηθεί. Την ουσία του δεν μπορούμε να την πιάσουμε. Κάτι παρόμοιο, ας μας επιτραπεί να πούμε, συμβαίνει και με την άκτιστο ενέργεια του Θεού.
Εάν θα μπορούσαμε να ενωθούμε με την ουσία του Θεού, θα γινόμασταν και εμείς κατ' ουσίαν θεοί. Δηλαδή, όλα θα γινόντουσαν θεοί, θα υπήρχε μια σύγχυσις, και τίποτε δεν θα ήταν ουσιαστικά θεός. Ότι πιστεύουν με λίγα λόγια στις ανατολικές θρησκείες, π.χ. στον Ινδουισμό, όπου ο θεός δεν είναι προσωπική ύπαρξις, αλλά συγκεχυμένη δύναμις σκορπισμένη σ' όλον τον κόσμο, και στους ανθρώπους και στα ζώα και στα πράγματα (Πανθεϊσμός).
Εάν πάλι ο Θεός είχε μόνο την αμέθεκτη θεία ουσία χωρίς τις ενέργειες Του, θα παρέμενε ένας θεός αυτάρκης, κλεισμένος στον εαυτό του, ακοινώνητος στα πλάσματα του.
Ο Θεός, κατά την ορθόδοξο θεολογική θεώρηση είναι Μονάς εν Τριάδι και Τριάς εν Μονάδι. Όπως λέγουν χαρακτηριστικά ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και άλλοι άγιοι Πατέρες, ο Θεός εμφορείται από μία αγία αγάπη, ένα άγιο έρωτα για τα πλάσματα Του. Από αυτήν την άπειρη και εκστατική αγάπη Του εξέρχεται από τον Εαυτό του και ζητεί να ενωθεί μαζί τους. Τούτο εκφράζεται και πραγματοποιείται με την ενέργεια του, ή καλύτερα με τις ενέργειες Του.
Με τις άκτιστες αυτές ενέργειες Του ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και συνεχίζει να τον συντηρεί. Δίδει ουσία και υπόσταση στον κόσμο μας με τις ουσιοποιητικές ενέργειες Του. Είναι παρών στην φύση και συντηρεί το σύμπαν με τις συντηρητικές ενέργειες Του. Φωτίζει τον άνθρωπο με τις φωτιστικές του ενέργειες. Τον αγιάζει με τις αγιαστικές ενέργειες. Τον θεώνει, τέλος με τις θεοτικές ενέργειες του. Άρα με τις άκτιστες ενέργειες Του ο άγιος Θεός μπαίνει στην φύση, στον κόσμο, στην ιστορία, στη ζωή των ανθρώπων.
Οι ενέργειες του Θεού είναι θείες ενέργειες. Είναι κι αυτές Θεός χωρίς να είναι η ουσία Του. Είναι Θεός και γι' αυτό θεώνουν τον άνθρωπο. Εάν οι ενέργειες του Θεού δεν ήσαν θείες, άκτιστες ενέργειες, τότε δεν θα ήσαν Θεός, δεν θα μπορούσαν να μας θεώσουν, να μας ενώσουν με τον Θεό. Θα υπήρχε μια αγεφύρωτη απόσταση μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Με το να έχει όμως ο Θεός θείες ενέργειες και με τις ενέργειες αυτές να ενώνεται μαζί μας, μπορούμε να κοινωνούμε μαζί του και να ενωνόμαστε με την Χάρι του, χωρίς να ταυτιζόμαστε με τον Θεό, όπως θα γινόταν αν ενωνόμασταν με την ουσία Του.
Ενωνόμαστε λοιπόν με τον Θεό διά των άκτιστων θείων ενεργειών του κι όχι διά της φύσεως Του. Αυτό είναι το μυστήριο της Ορθοδόξου Πίστεως και ζωής μας.
Αυτό δεν μπορούν να το δεχθούν οι Δυτικοί αιρετικοί. Επειδή είναι ορθολογιστές, δεν κάνουν διάκριση μεταξύ ουσίας και ενέργειας του Θεού, και λέγουν ότι ο Θεός είναι μόνο ουσία. Γι' αυτό και δεν μπορούν να ομιλούν περί θεώσεως του ανθρώπου. Διότι πως θα θεωθεί κατ' αυτούς ο άνθρωπος, αφού δεν δέχονται άκτιστες αλλά κτιστές τις θείες ενέργειες; Και πώς μπορεί κάτι κτιστό, δηλαδή έξω από τον ίδιο τον Θεό, να θεώσει τον κτιστό άνθρωπο;
Για να μη πέσουν στον πανθεϊσμό δεν ομιλούν καθόλου για θέωση. Και ποίος τότε απομένει κατ' αυτούς ως σκοπός της ζωής του ανθρώπου; Απλώς μια ηθική καλυτέρευσις. Αφού δηλαδή ο άνθρωπος δεν μπορεί να θεωθεί με την θεία Χάρι, τις θείες ενέργειες, τι σκοπό έχει η ζωή του; Απλώς να γίνη ηθικά καλύτερος. Αλλά η ηθική τελειοποίηση είναι πολύ λίγο για τον άνθρωπο. Δεν μας αρκεί να γίνουμε απλώς καλύτεροι από πριν, να κάνουμε ηθικές πράξεις. Εμείς ως τελικό στόχο μας έχουμε να ενωθούμε με τον άγιο Θεό. Αυτός είναι ο σκοπός της δημιουργίας του σύμπαντος. Αυτό θέλουμε. Αυτή είναι η χαρά μας, η ευτυχία μας, η ολοκλήρωση μας.
Η ψυχή του κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν Θεού πλασθέντος ανθρώπου λαχτάρα τον Θεό, ποθεί την ένωση μαζί Του. Όσο ηθικός, όσο καλός κι αν είναι ο άνθρωπος, όσες καλές πράξεις κι αν κάνει, αν δεν εύρη τον Θεό, αν δεν ενωθεί μαζί Του, δεν αναπαύεται. Διότι ο ίδιος ο άγιος Θεός έβαλε μέσα του αυτήν την αγία δίψα, τον θείο έρωτα, τον πόθο για την ένωση μαζί Του, την θέωση. Έχει την ερωτική δύναμη μέσα του, που λαμβάνει από τον Δημιουργό του, για να αγαπά αληθινά, δυνατά ανιδιοτελώς, όπως ο άγιος Δημιουργός του ερωτεύεται τον κόσμο Του, τα πλάσματα Του. Να ερωτεύεται με την αγία αυτή ερωτική φορά και αγαπητική δύναμη τον Θεό. Αν δεν είχε ο άνθρωπος την εικόνα του Θεού μέσα του, δεν θα μπορούσε να αναζητεί το πρωτότυπο της. Ο καθένας μας είμαστε εικόνα του Θεού, και ο Θεός είναι το πρωτότυπο. Η εικόνα ζητεί το πρωτότυπο, και μόνο όταν το βρει αναπαύεται σ' αυτό.
Τον ΙΔ' αιώνα έγινε μια μεγάλη αναταραχή στην Εκκλησία, την οποία προκάλεσε ένας Δυτικός μοναχός, ο Βαρλαάμ. Άκουσε αυτός ότι οι αγιορείτες μοναχοί ομιλούσαν περί θεώσεως. Πληροφορήθηκε ότι γίνονται άξιοι μετά από πολύ αγώνα, κάθαρση από τα πάθη και πολλή προσευχή, να ενωθούν με τον Θεό, να λάβουν εμπειρία του Θεού, να δουν τον Θεό. Άκουσε ότι έβλεπαν το άκτιστο φως, το οποίο είδαν οι άγιοι Απόστολοι κατά την Μεταμόρφωση του Σωτήρος Χριστού στο όρος Θαβώρ.
Έχοντας όμως ο Βαρλαάμ το δυτικό, αιρετικό, ορθολογιστικό πνεύμα αδυνατούσε να αντιληφθεί την γνησιότητα αυτών των θείων εμπειριών των ταπεινών μοναχών, κι έτσι άρχισε να κατηγορεί τους αγιορείτες ως τάχα πλανεμένους, αιρετικούς και ειδωλολάτρες. Έλεγε δηλαδή ότι είναι αδύνατο να βλέπει κανείς την Χάρι του Θεού, επειδή δεν γνώριζε τίποτε περί διακρίσεως ουσίας και ακτίστου ενέργειας στον Θεό.
Τότε η Χάρις του Θεού ανέδειξε ένα μεγάλο και φωτισμένο διδάσκαλο της Εκκλησίας μας, τον αγιορείτη Γρηγόριο τον Παλαμά, Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Αυτός με πολλή σοφία και φώτιση από το Θεό, αλλά και από προσωπική του εμπειρία, είπε και έγραψε πολλά και δίδαξε, σύμφωνα και με τις άγιες Γραφές και την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας, ότι είναι άκτιστο το φως της Χάριτος του Θεού, είναι θεία ενέργεια. Ότι όντως βλέπουν το φως αυτό οι θεωμένοι άνθρωποι ως ανώτατη, ύψιστη εμπειρία της θεώσεως, και βλέπονται μέσα στο φως αυτό του Θεού. Αυτό είναι η δόξα του Θεού, η λαμπρότης Του, τα Θαβώρειο φως, το φως της Αναστάσεως του Χριστού και της Πεντηκοστής, και η φωτεινή νεφέλη της Παλαιάς Διαθήκης. Πραγματικό άκτιστο φως Θεού κι όχι συμβολικό, όπως πλανεμένα νόμιζε ο Βαρλαάμ και οι όμοιοι του.
Στη συνέχεια όλη η Εκκλησία, με τρεις μεγάλες Συνόδους στην Κωνσταντινούπολη, δικαίωσε τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και κήρυξε πως η εν Χριστώ ζωή δεν είναι απλώς ηθικοποίησις του ανθρώπου αλλά θέωσις, που σημαίνει συμμετοχή στην δόξα του Θεού, θέα του Θεού, της Χάριτος Του, του ακτίστου φωτός Του.
Οφείλουμε μεγάλη ευγνωμοσύνη στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, διότι με την φώτιση που έλαβε από τον Θεό, με την εμπειρία και θεολογία του μας παρέδωσε την διδασκαλία και αιώνιο πείρα της Εκκλησίας σχετικά με την θέωση του ανθρώπου.
Ο Χριστιανός δεν είναι Χριστιανός επειδή μπορεί απλώς να ομιλεί για τον Θεό. Είναι Χριστιανός διότι μπορεί να έχει εμπειρία του Θεού. Κι όπως όταν αγαπάς πραγματικά ένα πρόσωπο και συνομιλής μαζί του, το αισθάνεσαι, το χαίρεσαι, έτσι συμβαίνει και στην κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό. Δεν υπάρχει μια εξωτερική απλώς σχέση, αλλά μυστική ένωσις Θεού και ανθρώπου εν Αγίω Πνεύματι.
Μέχρι σήμερα οι Δυτικοί θεωρούν κτιστή την θεία Χάρι, την ενέργεια του Θεού. Είναι δυστυχώς και τούτο μία από τις πολλές διαφορές μας, που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρώς υπ' όψιν στον θεολογικό διάλογο με του Ρωμαιοκαθολικούς. Δεν είναι μόνο το filioque, το πρωτείο εξουσίας και το "αλάθητο" του πάπα, από τις βασικές διαφορές μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Παπικών. Είναι και τα ανωτέρω. Αν δεν δεχθούν οι Ρωμαιοκαθολικοί ότι η Χάρις του Θεού είναι άκτιστος, δεν μπορούμε να ενωθούμε μαζί τους, έστω κι αν δεχθούν όλα τα άλλα. Διότι ποιος θα ενεργήσει την θέωση, αν η θεία Χάρις είναι κτίσμα κι όχι άκτιστος ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος;


Προϋποθέσεις για την θέωσι

Λέγουν βέβαια οι άγιοι Πατέρες ότι μέσα στην Εκκλησία μπορούμε να επιτύχουμε την θέωση. Όμως η θέωσις είναι δώρο του Θεού. Δεν είναι κάτι που επιτυγχάνουμε εμείς μόνοι μας. Φυσικά πρέπει να θέλουμε, να αγωνιζόμαστε και να προετοιμαζόμαστε, για να είμαστε άξιοι, ικανοί και δεκτικοί να δεχθούμε και να φυλάσσουμε το μεγάλο αυτό δώρο του Θεού, εφ' όσον ο Θεός δεν θέλει τίποτε να κάνη σ' εμάς χωρίς την ελευθερία μας. Πλην όμως η θέωσις είναι δωρεά του Θεού. Γι' αυτό οι άγιοι Πατέρες λέγουν ότι εμείς μεν πάσχουμε την θέωση, ο Θεός δεν ενεργεί την θέωση.
Διακρίνουμε δε ορισμένες απαραίτητες προϋποθέσεις στην πορεία του ανθρώπου προς την θέωση.

α) Η ταπείνωσις

Πρώτη κατά τους αγίους Πατέρας προϋπόθεση για την θέωση είναι η ταπείνωσις. Χωρίς την ευλογημένη ταπείνωση ο άνθρωπος δεν μπορεί να τεθή στην τροχιά της θεώσεως, να δεχθεί την θεία Χάρι, να ενωθεί με τον Θεό. Και μόνο για να αναγνωρίσει ότι σκοπός της ζωής του είναι η θέωσις, χρειάζεται ταπείνωσις. Γιατί πως χωρίς ταπείνωση θα αναγνωρίσεις ότι ο σκοπός της ζωής σου είναι έξω από τον εαυτό σου, είναι στο Θεό;
Όσο ο άνθρωπος ζει εγωκεντρικά, ανθρωποκεντρικά, αυτόνομα, τοποθετεί τον εαυτό του ως κέντρο και σκοπό της ζωής του. Πιστεύει ότι μπορεί να αυτοτελειωθή, να αυτοορισθή, να αυτοθεωθή. Αυτό είναι άλλωστε και το πνεύμα του σύγχρονου πολιτισμού, της σύγχρονης πολιτικής. Να κάνουμε ένα κόσμο έστω καλύτερο, δικαιότερο, αλλά αυτόνομα. Ένα κόσμο που θα έχει κέντρο τον άνθρωπο χωρίς αναφορά στον Θεό, χωρίς να αναγνωρίζει ότι ο Θεός είναι η πηγή κάθε καλού. Αυτό το λάθος έκανε κι ο Αδάμ, που πίστεψε πως μόνο με τις δικές του δυνάμεις μπορούσε να γίνει Θεός, να ολοκληρωθεί. Το λάθος του Αδάμ κάνουν όλοι οι ουμανισμοί όλων των αιώνων. Δεν θεωρούν απαραίτητη την κοινωνία με τον Θεό για την ολοκλήρωση του ανθρώπου.
Όλα τα ορθόδοξα είναι θεανθρωποκεντρικά, έχουν κέντρο τον Θεάνθρωπο Χριστό. Όλα τα μη ορθόδοξα, Προτεσταντισμός, Παπισμός, Μασονισμός, Χιλιασμός, αθεϊσμός, ότι άλλο εκτός Ορθοδοξίας, αυτόν τον κοινό παρονομαστή έχουν: Κέντρο είναι ο άνθρωπος. Σε μας κέντρο είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός. Γι' αυτό είναι εύκολο να γίνει κανείς αιρετικός, χιλιαστής, μασόνος, οτιδήποτε άλλο, αλλά είναι δύσκολο να γίνει Χριστιανός Ορθόδοξος. Για να γίνεις Χριστιανός Ορθόδοξος, πρέπει να δεχθείς ότι κέντρο του κόσμου δεν είσαι εσύ αλλά ο Χριστός.
Άρα η αρχή της οδού προς την θέωση είναι η ταπείνωσις, να αναγνωρίσουμε δηλαδή ότι ο σκοπός της ζωής μας είναι έξω από τον εαυτό μας, είναι στον Πατέρα μας, τον Πλάστη και Δημιουργό μας.
Χρειάζεται ακόμη ταπείνωσις, για να δούμε ότι είμαστε άρρωστοι, ότι είμαστε εμπαθείς, γεμάτοι αδυναμίες και πάθη.
Κι αυτός πάλι που αρχίζει την πορεία της θεώσεως, πρέπει να έχη διαρκή την ταπείνωση, για να διατηρείται συνεχώς στην πορεία αυτή. Διότι αν δεχθεί τον λογισμό ότι με τις δικές του δυνάμεις τα καταφέρνει καλά και προχωρεί, τότε εισέρχεται μέσα του η υπερηφάνεια. Χάνει ότι κέρδισε και χρειάζεται να αρχίσει πάλι από την αρχή, να ταπεινωθεί, να δει την αδυναμία του, την ανθρώπινη ασθένεια του και να μη βασίζεται στον εαυτό του. Χρειάζεται να βασίζεται στην Χάρι του Θεού, για να μπορεί να βρίσκεται συνεχώς στην πορεία της θεώσεως.
Γι' αυτό στους βίους των Αγίων μας κάνει εντύπωση η μεγάλη ταπείνωση τους. Ενώ ήταν κοντά στον Θεό, έλαμπαν μέσα στο φως του Θεού, ήταν θαυματουργοί, μυροβλύτες, την ίδια στιγμή επίστευαν για τον εαυτό τους ότι ήταν πολύ χαμηλά, πολύ μακριά από τον Θεό, ότι ήταν οι χειρότεροι από τους ανθρώπους. Αυτή η ταπείνωση τους ήταν που τους έκανε θεούς κατα Χάριν.

β) Η άσκησις

Μας λέγουν επίσης οι Πατέρες ότι η θέωσις έχει στάδια. Αρχίζει από τα χαμηλότερα και προχωρεί προς τα υψηλότερα. Έχοντας την ταπείνωση, αρχίζουμε με μετάνοια και πολλή υπομονή τον καθημερινό μας εν Χριστώ αγώνα, την άσκηση της εφαρμογής των αγίων εντολών του Χριστού, για να καθαρισθούμε από τα πάθη. Λέγουν δε οι άγιοι Πατέρες ότι μέσα στις εντολές Του κρύβεται ο ίδιος ο Θεός, κι όταν ο Χριστιανός από αγάπη και πίστη στον Χριστό τις τηρεί, τότε ενώνεται μαζί Του.
Αυτό κατά τους αγίους Πατέρας είναι το πρώτο στάδιο της θεώσεως, το οποίο ονομάζεται και "πράξις". Είναι η πρακτική αγωγή, η αρχή του δρόμου προς την θέωση.
Φυσικά αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, διότι ο αγώνας για να ξεριζωθούν τα πάθη από μέσα μας είναι μεγάλος. Χρειάζεται κόπος πολύς, ώστε σιγά-σιγά ο χέρσος εσωτερικός μας αγρός να καθαρίζεται από τα αγκάθια και τις πέτρες των παθών και να καλλιεργείται πνευματικά, ώστε να μπορεί να πέφτει ο σπόρος του λόγου του Θεού και να καρποφορεί. Απαιτείται μεγάλη και συνεχής βία στον εαυτό μας για όλα αυτά. Γι' αυτό ο Κύριος είπε ότι "η βασιλεία του Θεού βιάζεται και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν". (Ματθ. ια', 12). Και πάλι οι άγιοι Πατέρες μας διδάσκουν: "Δώσε αίμα και λάβε Πνεύμα", δηλαδή δεν μπορείς να λάβεις το Άγιο Πνεύμα, αν δεν δώσεις το αίμα της καρδιάς σου στον αγώνα για να καθαριστείς από τα πάθη, να μετανοήσεις πραγματικά και σε βάθος, και να αποκτήσεις τις αρετές.
Όλες δε οι αρετές είναι όψεις της μίας και μεγάλης αρετής, της αρετής της αγάπης. Όταν ο Χριστιανός αποκτήσει την αγάπη, έχει όλες τις αρετές. Η αγάπη είναι εκείνη που εκδιώκει από την ψυχή του ανθρώπου την αιτία όλως των κακιών και όλων των παθών, η οποία κατά τους αγίους Πατέρας είναι η φιλαυτία. Όλα τα κακά μέσα μας πηγάζουν από την φιλαυτία, που είναι η αρρωστημένη αγάπη του εαυτού μας. Γι' αυτό η Εκκλησία μας έχει την άσκηση. Χωρίς άσκηση δεν υπάρχει πνευματική ζωή, ούτε αγώνας, ούτε προκοπή. Υπακούμε, νηστεύουμε, αγρυπνούμε, κοπιάζουμε με μετάνοιες, ορθοστασίες, για να μπορούμε να καθαριζόμαστε από τα πάθη μας. Αν η Ορθόδοξος Εκκλησία παύση να είναι ασκητική, παύει να είναι Ορθόδοξος. Παύει να βοηθεί τον άνθρωπος να απαλλάσσεται από τα πάθη του και να γίνεται θεός κατα Χάριν.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας αναπτύσσουν μεγάλη και βαθειά ανθρωπολογική διδασκαλία για την ψυχή και τα πάθη του ανθρώπου. Κατ' αυτούς η ψυχή διακρίνεται στο λογιστικό και παθητικό μέρος. Το παθητικό πάλι περιέχει το θυμοειδές και το επιθυμητικό. Στο λογιστικό περιέχονται οι λογικές ενέργειες της ψυχής, δηλαδή οι λογισμοί, οι σκέψεις. Το θυμοειδές είναι τα θετικά ή αρνητικά συναισθήματα, η αγάπη, το μίσος. Το επιθυμητικό είναι οι καλές επιθυμίες των αρετών και οι κακές επιθυμίες των ηδονών, των απολαύσεων, η φιλοχρηματία, η κοιλιοδουλία, η σαρκολατρεία, τα σαρκικά πάθη. Αν αυτά τα τρία μέρη της ψυχής, το λογιστικό, το θυμοειδές και το επιθυμητικό, δεν καθαρισθούν, δεν μπορεί ο άνθρωπος να δεχθεί μέσα του την Χάρι του Θεού, να θεωθεί. Το λογιστικό καθαρίζεται με την νήψι, που είναι η συνεχής τήρησις του νοός από τους λογισμούς, με το να κρατεί δηλαδή του καλούς λογισμούς και να αποδιώχνη του κακούς. Το θυμοειδές πάλι καθαρίζεται με την αγάπη. Και το επιθυμητικό, τέλος, καθαρίζεται με την εγκράτεια. Όλα αυτά πάντως από κοινού καθαρίζονται και αγιάζονται με την προσευχή.

γ) Τα άγια Μυστήρια και η προσευχή

Ο Χριστός εγκαθίσταται στην καρδιά του ανθρώπου με τα άγια Μυστήρια. Με το άγιο Βάπτισμα, το Χρίσμα, την ιερά εξομολόγηση, την Θεία Ευχαριστία. Στους Ορθόδοξους Χριστιανούς που είναι εν κοινωνία Χριστού, ο Θεός, η Χάρις Του, είναι μέσα τους, στην καρδιά τους, διότι είναι βαπτισμένοι, χρισμένοι, εξομολογημένοι, κοινωνημένοι.
Τα πάθη όμως καλύπτουν την θεία Χάρι, όπως η στάχτη την σπίθα. Με την άσκηση και την προσευχή η καρδιά καθαρίζεται από τα πάθη, η σπίθα της θείας Χάριτος αναζωπυρούται και ο πιστός αισθάνεται τον Χριστό στην καρδιά του, που είναι το κέντρο της υπάρξεως του.
Κάθε προσευχή της Εκκλησίας βοηθεί στην κάθαρση της καρδιάς. Ιδιαιτέρως όμως βοηθεί η λεγόμενη μονολόγιστος ευχή ή νοερά προσευχή ή καρδιακή προσευχή, το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με τον αμαρτωλόν". Αυτή η προσευχή, που ανέκαθεν παραδίδεται στο Άγιον Όρος, έχει το εξής πλεονέκτημα: επειδή είναι μονολόγιστος, δηλαδή μόνο μία πρότασις, μας βοηθεί να συγκεντρώνουμε εύκολα τον νου μας. Συγκεντρώνοντας τον νου μας τον βυθίζουμε στην καρδιά και προσέχουμε εκεί να μη απασχολείται με άλλα πράγματα και νοήματα, ούτε καλά, ούτε κακά, αλλά μόνο με τον Θεό.
Η άσκησις στην καρδιακή αυτή προσευχή, που μπορεί να γίνει με την Χάρι του Θεού συν τω χρόνω συνεχής, είναι ολόκληρη επιστήμη, τέχνη ιερά, που Άγιοι της Πίστεως μας λεπτομερώς περιγράφουν στα ιερά του συγγράμματα, όπως και σε μια μεγάλη συλλογή πατερικών κειμένων, την "Φιλοκαλία".
Βοηθεί και χαροποιεί λοιπόν τον άνθρωπο η προσευχή αυτή. Κι όταν προχωρήσει ο Χριστιανός στην προσευχή αυτή, και ταυτοχρόνως η ζωή του είναι σύμφωνη με τις άγιες εντολές του Θεού και της Εκκλησίας, τότε αξιώνεται να λάβει εμπειρία της θείας Χάριτος. Αρχίζει να γεύεται την γλυκύτητα της κοινωνίας του Θεού, να γνωρίζει εκ πείρας το "γεύσασθε και ίδετε ότι Χρηστός ο Κύριος" (Ψαλμ. λγ', 9). Για μας τους Ορθοδόξους ο Θεός δεν είναι ιδέα, κάτι που το σκεπτόμαστε μόνο ή για το οποίο συζητούμε ή διαβάζουμε, αλλά είναι Πρόσωπο, με το Οποίο ερχόμαστε σε ζωντανή και προσωπική κοινωνία, κάτι που το ζούμε, του Οποίου λαμβάνουμε εμπειρία.
Τότε βλέπουμε τι μεγάλη και άρρητη και ανέκφραστη ευτυχία είναι να έχουμε τον Χριστό μέσα μας και να είμαστε Ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Πολύ βοηθεί τους Χριστιανούς που είναι στον κόσμο, μέσα στις διάφορες μέριμνες και απασχολήσεις της κάθε ημέρας, να βρίσκουν τουλάχιστον λίγα λεπτά ησυχίας για να ασκούνται σ' αυτήν την προσευχή.
Τους αγιάζουν βέβαια κι όλες οι κατά Θεόν εργασίες και καθήκοντα, όταν γίνονται ταπεινά και με αγάπη. Όμως χρειάζεται και η προσευχή. Σ' ένα ήσυχο δωμάτιο (είναι καλό ίσως μετά από κάποια μελέτη πνευματική ή αφού ανάψουν το καντήλι εμπρός στις εικόνες και θυμιάσουν), όσο γίνεται μακρυά από θορύβους και απασχολήσεις, και αφού ησυχάσουν από άλλες σκέψεις και λογισμούς, να βυθίζουν τον νου τους στην καρδιά λέγοντας την ευχή "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με τον αμαρτωλόν (ή την αμαρτωλήν)". Πόση ειρήνη και δύναμη αντλούν οι ψυχές μ' αυτήν την κατά Θεόν ησυχία! Πόσο τις ενισχύει και στις υπόλοιπες ώρες της ημέρας να διατηρούνται ειρηνικές, χωρίς νεύρα και ένταση και άγχος, αλλά να έχουν όλες τις δυνάμεις τους σε αρμονία και ενότητα!
Μερικοί αναζητούν λίγη ψυχική ησυχία με τεχνητά μέσα σε άλλους χώρους, πλανεμένους και δαιμονικούς, όπως στις ανατολικές λεγόμενες θρησκείες. Προσπαθούν να εύρουν κάποια ησυχία με εξωτερικές ασκήσεις, διαλογισμό, κ.λπ., για να επιτύχουν κάποια ισορροπία ψυχής και σώματος. Το λάθος είναι ότι σ' όλα αυτά ο άνθρωπος, που προσπαθεί να λησμονήσει τις διάφορες σκέψεις και τον υλικό κόσμο, ούτε ουσιαστικά δεν κάνει διάλογο με τον Θεό, αλλά μονόλογο με τον εαυτό του. Καταλήγει δηλαδή πάλι στον ανθρωποκεντρικό και αποτυγχάνει.


Εμπειρίες της θεώσεως

Οι εμπειρίες της θεώσεως είναι ανάλογες με την κάθαρση του ανθρώπου. Όσο περισσότερο καθαρισθεί ο άνθρωπος από τα πάθη, τόσο ανώτερη εμπειρία λαμβάνει του Θεού, βλέπει τον Θεό, κατά το "Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται" (Ματθ. ε', 8).
Όταν αρχίζει ο άνθρωπος να μετανοεί, να εξομολογείται και να κλαίει για τις αμαρτίες του, λαμβάνει τις πρώτες εμπειρίες της χάριτος του Θεού. Τέτοιες δε εμπειρίες είναι πρώτα τα δάκρυα της μετάνοιας, που φέρουν χαρά ανεκλάλητη στην ψυχή, και η βαθειά ειρήνη η οποία ακολουθεί. Γι' αυτό και το πένθος αυτό για τις αμαρτίες μας λέγεται "χαροποιόν πένθος", όπως είπε ο Κύριος στους Μακαρισμούς Του: "Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται" (Ματθ. ε', 4).
Μετά προχωρεί σε ανώτερα στάδια, όπως είναι ο θείος φωτισμός, με τον οποίο φωτίζεται ο νους και βλέπει με άλλη χάρι τα πράγματα, τον κόσμο, τους ανθρώπους.
Αγαπά τότε ο Χριστιανός τον Θεό περισσότερο Και έρχονται άλλα δάκρυα, ανώτερα, που είναι δάκρυα αγάπης για τον Θεό, θείου έρωτος. Όχι πια για τις αμαρτίες του, διότι έχει την βεβαιότητα ότι ο Θεός συγχώρησε τις αμαρτίες του. Τα δάκρυα αυτά, που φέρουν μεγαλύτερη ευτυχία, χαρά και ειρήνη στην ψυχή, είναι ανώτερη εμπειρία θεώσεως.
Αποκτά μετά ο άνθρωπος την απάθεια, την ζωή χωρίς τα διαβλητά πάθη, τις εφάμαρτες αδυναμίες. Και είναι τότε ειρηνικός και ατάραχος σε κάθε προσβολή εξωτερική, απαλλαγμένος από υπερηφάνεια, μίσος, μνησικακία, σαρκικές ορέξεις.
Αυτό είναι το δεύτερο στάδιο της θεώσεως, το καλούμενο "θεωρία", κατά το οποίο ο άνθρωπος καθαρισμένος ήδη από τα πάθη φωτίζεται από το Άγιο Πνεύμα, ελλάμπεται και θεώνεται. Θεωρία σημαίνει θέα. Θεωρία του Θεού σημαίνει θέα του Θεού. Για να μπορεί όμως κανείς να βλέπει τον Θεό, πρέπει να είναι θεωμένος άνθρωπος. Άρα θεωρία του Θεού σημαίνει θέωσις.
Όταν μάλιστα καθαρισθεί τελείως, προσφερθεί τελείως στον Θεό, τότε λαμβάνει και την μεγαλύτερη στους ανθρώπους εμπειρία της θείας Χάριτος, που κατά τους αγίους Πατέρας είναι η θέα του ακτίστου φωτός του Θεού. Αυτό το φως το βλέπουν οι πολύ προχωρημένοι στην θέωση, ελάχιστοι σε κάθε γενεά. Το βλέπουν οι Άγιοι του Θεού, και φαίνονται μέσα σ' αυτό, όπως άλλωστε εικονίζονται στις άγιες εικόνες τους με τα φωτοστέφανα.
Στον βίο π.χ. του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου αναφέρεται ότι όταν ο Μ. Βασίλειος προσευχόταν στο κελί του, τον έβλεπαν οι άλλοι, όσοι βέβαια μπορούσαν να τον δουν να λάμπει όλος αυτό και το κελί του μέσα σ' αυτό το άκτιστο φως του Θεού, το φως της θείας Χάριτος. Στους βίους πολλών αγίων Νεομαρτύρων της Πίστεως μας, διαβάζουμε πως αφού οι Τούρκοι μετά από φρικτά βασανιστήρια κρεμούσαν τα σώματα τους στις πλατείες των πόλεων προς εκφοβισμό των λοιπών Χριστιανών, πολλές φορές τις νύχτες φαινόταν ένα φως να τους περιλάμπη. Κι έλαμπε τόσο φανερά και έντονα, που οι ίδιοι οι κατακτητές, επειδή αποδεικνυόταν έτσι περίτρανα η αλήθεια της Πίστεως μας, διέτασαν και τα κατέβαζαν, ώστε να μην ντροπιάζονται στους Χριστιανούς, οι οποίοι έβλεπαν πως ο Θεός δόξαζε τους αγίους Μάρτυρας Του.
Η Χάρις της θεώσεως διατηρεί άφθαρτα και τα σώματα των Αγίων, τα άγια λείψανα, μυροβλύζοντα και θαυματουργούντα. Όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, η Χάρις του Θεού αφού πρώτα ενωθεί με τις ψυχές των Αγίων, κατόπιν σκηνώνει και στα άγια σώματα τους, και χαριτώνει κι αυτά. Κι όχι μόνο στα σώματα τους, αλλά και στους τάφους τους, στις εικόνες τους και στους Ναούς τους. Να γιατί προσκυνούμε και ασπαζόμαστε τις εικόνες, τα άγια λείψανα, τους τάφους, τους Ναούς των αγίων. Διότι όλα αυτά έχουν κάτι από την Χάρι του Θεού που είχε ο Άγιος στην ψυχή τους λόγω της ενώσεως του με τον Θεό, λόγω της θεώσεως του.
Γι' αυτό μέσα στην Εκκλησία απολαμβάνουμε την Χάρι της θεώσεως όχι μόνο με την ψυχή, αλλά και με το σώμα μας, επειδή και το σώμα συγκοπιάζοντας με την ψυχή, ασφαλώς και συνδοξάζεται, ως ναός του ενοικούντος σ' αυτό Αγίου Πνεύματος.
Αυτή η Χάρις πηγάζοντας από τον άγιο Κύριο, τον Θεάνθρωπο Χριστό, εκχύνεται στην Παναγία μας, στους Αγίους και έρχεται και σε μας τους ταπεινούς.
Αξίζει να σημειωθεί βέβαια ότι όλες οι τυχόν εμπειρίες του Χριστιανού δεν είναι εκ του ασφαλούς εμπειρίες θεώσεως και πνευματικές. Πολλοί πλανήθηκαν από δαιμονικές η ψυχολογικές εμπειρίες. Για να μη υπάρχει λοιπόν κίνδυνος πλάνης και δαιμονικής επήρειας, πρέπει να αναφέρονται όλες ταπεινά στον Πνευματικό, ο οποίος και με τον παρά Θεού φωτισμού θα διακρίνει την γνησιότητα ή μη αυτών των εμπειριών και θα καθοδηγήσει αναλόγως την εξομογούμενη ψυχή. Γενικώς δε η υπακοή μας στον Πνευματικό είναι εκ των πλέον βασικών σημείων της πνευματικής μας πορείας, διά της οποίας αποκτούμε εκκλησιαστικό πνεύμα μαθητείας εν Χριστώ και εξασφαλίζεται η νόμιμος άθλησις μας που θα μας οδηγήσει στην ένωση μας με τον Θεό.
Ένας ιδιαίτερος χώρος θεώσεως, εντός πάντοτε της Εκκλησίας, είναι και ο Μοναχισμός, όπου οι μοναχοί αγιαζόμενοι λαμβάνουν υψηλές εμπειρίες ενώσεως με τον Θεό.
Έτσι, όσο μοναχοί μετέχουν στην θέωση και τον αγιασμό, βοηθούν και όλη την Εκκλησία. Διότι όπως πιστεύουμε οι Χριστιανοί, ακολουθώντας την μακραίωνα Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας, ο αγώνας των μοναχών έχει θετική επίδραση στην ζωή του κάθε αγωνιζόμενου πιστού μέσα στον κόσμο. Γι' αυτό στην Ορθοδοξία μας ο λαός του Θεού έχει πολλή ευλάβεια στον Μοναχισμό.
Στην Εκκλησία μας εξ' άλλου συμμετέχουμε στην κοινωνία των Αγίων, έχουμε την εμπειρία και χαρά της εν Χριστώ ενότητος. Με αυτό εννοούμε ότι μέσα στην Εκκλησία δεν είμαστε άτομα μεμονωμένα, αλλά μία ενότης, μία αδελφότης, μία αδελφική κοινωνία. Κι όχι μόνο μεταξύ μας αλλά και με τους Αγίους του Θεού που ζουν επί γης σήμερα ή έχουν κοιμηθεί. Αφού και με τον θάνατον ακόμη δεν χωρίζονται οι Χριστιανοί. Ο θάνατος δεν μπορεί να χωρίσει τους Χριστιανούς διότι είναι όλοι τους ενωμένοι στο ανεστημένο σώμα του Χριστού.
Γι' αυτό κάθε Κυριακή, και κάθε φορά που τελείται η θεία Λειτουργία, είμαστε σ' αυτήν όλοι παρόντες, μαζί με τους Αγγέλους και τους Αγίους όλων των αιώνων. Είναι ακόμη και οι συγγενείς μας που έχουν πεθάνει, αν βέβαια είναι ενωμένοι με τον Χριστό. Όλοι εκεί είμαστε και κοινωνούμε μεταξύ μας μυστικά, όχι εξωτερικά αλλά εν Χριστώ.
Αυτό φαίνεται και στην Προσκομιδή, όπου στο άγιο Δισκάριο, γύρω από τον Αμνό Χριστό, τοποθετούνται οι μερίδες της Παναγίας, των Αγίων και των ζώντων και κεκοιμημένων Χριστιανών. Όλες αυτές οι μερίδες εμβάπτονται, μετά το καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, στο Αίμα του Χριστού.
Αυτή είναι η μεγάλη ευλογία της Εκκλησίας, το ότι είμαστε μέλη της και μπορούμε να κοινωνούμε όχι μόνο με τον Θεό, αλλά και μεταξύ μας ως μέλη τους σώματος του Χριστού.
Κεφαλή του αγίου αυτού σώματος είναι ο ίδιος ο Χριστός. Η ζωή έρχεται από την κεφαλή στο σώμα. Το σώμα βέβαια έχει ζωντανά μέλη, αλλά έχει και μέλη που δεν έχουν την ίδια ζωντάνια, δεν έχουν όλα τέλεια υγεία. Τέτοιοι είμαστε οι περισσότεροι από εμάς. Από τον ίδιο τον Χριστό όμως και από τα ζωντανά μέλη του έρχεται η ζωή, το αίμα το υγιές, και στα άλλα μέλη τα λιγότερο υγιή, ώστε σιγά-σιγά να υγιαίνουν και δυναμώνουν κι αυτά. Να γιατί πρέπει να είμαστε μέσα στην Εκκλησία! Για να λαμβάνουμε υγεία και ζωή, αφού έξω από το σώμα της Εκκλησίας δεν υπάρχει αυτή η δυνατότης να αναρρώσουμε και να ζωοποιηθούμε.
Αυτά όλα φυσικά δεν έρχονται αμέσως. Σ' όλη του την ζωή πρέπει να αγωνίζεται ο Ορθόδοξος Χριστιανός, για να μπορεί σιγά-σιγά με την Χάρι του Θεού, μέσα στην Εκκλησία, με την ταπείνωση, την μετάνοια, την προσευχή, τα άγια Μυστήρια, να αγιάζεται και να θεώνεται.
Αυτός όμως είναι ο σκοπός της ζωής μας, ο στόχος ο μεγάλος. Δεν έχει τόση σημασία που ακριβώς θα φτάσουμε. Αξία έχει ο αγώνας μας, τον οποίο ο Θεός ευλογεί πλουσίως και στον παρόντα και στον μέλλοντα αιώνα.


Αποτυχία πολλών ανθρώπων να φθάσουν στην θέωσι

Ενώ λοιπόν έχουμε κληθεί για αυτόν τον μεγάλο σκοπό, να ενωθούμε με τον Θεό να γίνουμε θεοί κατά Χάριν και να απολαύσουμε αυτή την μεγάλη ευλογία, για την οποία μας έπλασε ο Πλάστης και Δημιουργός μας, εμείς πολλές φορές ζούμε σαν να μη υπάρχει αυτό ο μεγάλος, ο υψηλός στόχος. Κι έτσι γεμίζει αποτυχία η ζωή μας.
Ο άγιος Θεός μας έπλασε για την θέωση. Αν λοιπόν δεν θεωθούμε, όλη η ζωή μας είναι αποτυχία.

Ας αναφέρουμε μερικές αιτίες γι' αυτό.

α) Η προσήλωσις στις βιοτικές μέριμνες

Μπορεί να κάνουμε καλά και ωραία πράγματα. Σπουδές, επάγγελμα, οικογένεια, περιουσίες, φιλανθρωπίες. Όταν βλέπουμε και χρησιμοποιούμε τον κόσμο ευχαριστισιακά ως δώρο του Θεού, τότε όλα συνδέονται μαζί Του και γίνονται δρόμοι ενώσεως με τον άγιο Θεό. Αν δεν ενωθούμε ωστόσο με τον Θεό, αποτύχαμε, όλα είναι άχρηστα.
Συνήθως οι άνθρωποι αποτυγχάνουν, διότι παρασύρονται από αυτούς τους δευτερεύοντες σκοπούς στη ζωή τους. Δεν βάζουν ως πρώτο και κύριο στην ζωή τους την θέωση. Απορροφούνται από τα ωραία του κόσμου τούτου και χάνουν τα αιώνια. Δίδονται ολοκληρωτικά στα δευτερεύοντα και ξεχνούν το "εν ου έστι χρεία" (βλ. Λουκ. ι', 42).
Υπάρχει σήμερα ιδίως μία διαρκής απασχόλησις, συνεχείς δραστηριότητες, - ίσως είναι και τέχνασμα του διαβόλου για να πλανά και τους εκλεκτούς - ένεκα των οποίων παραμελούμε την σωτηρία μας. Π.χ. τώρα έχουμε σπουδές, μελέτες, διάβασμα, δεν ευκαιρούμε να προσευχόμαστε, να εκκλησιαζόμαστε, να εξομολογούμαστε, να κοινωνούμε. Αύριο θα έχουμε συνέδρια, συμβούλια, κοινωνικές και προσωπικές ευθύνες, πως να βρούμε χρόνο για τον Θεό! Μεθαύριο γάμο, οικογενειακές μέριμνες, αδύνατο να ασχοληθούμε με τα πνευματικά. Συνεχώς επαναλαμβάνουμε και εμείς στον Χριστό: "ου δύναμαι έλθειν... Ερωτώ σε, έχε με παρητημένον" (βλ. Λουκ. ιδ', 19-20).
Κι έτσι χάνουν και την αξία τους όλα αυτά τα ωραία και νόμιμα. Όλα αυτά έχουν πραγματική, ουσιαστική αξία, όταν γίνονται με την Χάρι του Θεού, όταν δηλαδή προσπαθούμε να τα κάνουμε όλα προς δόξαν Θεού. Αλλά και όταν δεν παύουμε να νοσταλγούμε, να επιδιώκουμε αυτό που είναι πέρα από τις σπουδές, πέρα από το επάγγελμα, πέρα από την οικογένεια, πέρα από τις όποιες καλές και ιερές ευθύνες και δραστηριότητες: να ποθούμε την θέωση. Τότε βρίσκουν κι όλα αυτά το πραγματικό τους νόημα και την αιώνιο προοπτική τους και μας ωφελούν.
Είπε ο Κύριος: "Ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν" (Ματθ. στ', 33). Η βασιλεία του Θεού είναι η θέωσις, το να λάβουμε την Χάρι του Παναγίου Πνεύματος. Όταν έλθει η θεία Χάρις και βασιλεύσει μέσα στον άνθρωπο, ο άνθρωπος βασιλεύεται από τον Θεό. Και διά των θεωμένων ανθρώπων έρχεται η Χάρις του Θεού και στους άλλους ανθρώπους και στην κοινωνία. Αλλά κι όπως διδάσκουν οι Πατέρες, στην Κυριακή Προσευχή το "ελθέτω η βασιλεία" σημαίνει "ελθέτω η Χάρις του Αγίου Πνεύματος", που όταν έλθει θεώνει τον άνθρωπο.

β) Ο ηθικισμός

Το πνεύμα του δυστυχώς του ηθικισμού που προαναφέραμε, το να περιορίσουμε δηλαδή την χριστιανική ζωή στην ηθική βελτίωση, έχει επηρεάσει αρνητικά, αρκετά και στον τόπο μας, την ευσέβεια και την πνευματικότητα των Χριστιανών. Λόγω δυτικής θεολογικής επιδράσεως πολλές φορές παύουμε να επιδιώκουμε την θέωση.
Η αγωγή όμως της ηθικής καλυτέρευσις είναι αγωγή ανθρωποκεντρική, με κέντρο τον άνθρωπο. Σ' αυτήν προέχει η ανθρώπινη προσπάθεια κι όχι η Χάρις του Θεού. Φαίνεται όχι μας σώζει η ηθική μας κι όχι η Χάρις του Θεού. Γι' αυτό και σε μια τέτοια κατάσταση και ζωή δεν έχουμε αληθινές εμπειρίες του Θεού, και η ψυχή δεν αναπαύεται πραγματικά, δεν ξεδιψά. Αυτή η αγωγή, που έδωσε εξετάσεις και απέτυχε, μη εκπροσωπώντας το γνήσιο πνεύμα της Εκκλησίας του Χριστού, είναι εν πολλοίς υπεύθυνη και για την αθεΐα και την αδιαφορία προς την πνευματική ζωή πολλών συνανθρώπων μας και δη νέων.
Αντί να μιλούμε οι γονείς, οι διδάσκαλοι, οι κληρικοί, και όλοι οι εργάτες της Εκκλησίας, στα Κατηχητικά μας, στα κηρύγματα και αλλού, για μια στείρα βελτίωση του ανθρώπου ας παιδαγωγούμε τους Χριστιανούς μας προς την θέωση, όπως είναι το γνήσιο πνεύμα και η εμπειρία της Εκκλησίας. Οι αρετές άλλωστε, όσο μεγάλες κι αν είναι, δεν αποτελούν τον σκοπό της χριστιανικής ζωής μας, αλλά μέσα και τρόπους που μας προετοιμάζουν να δεχθούμε την θέωση, την Χάρι του Αγίου Πνεύματος, όπως επιγραμματικά διδάσκει ο άγιος Σεραφείμ ο Σάρωφ.

γ) Ο ανθρωποκεντρικός ουμανισμός

Ο αυτόνομος ουμανισμός πάλι ως φιλοσοφικοκοινωνικό σύστημα, χωρισμένο, αυτονομημένο από τον Θεό, οδηγεί σε ένα πολιτισμό φιλαυτίας και αδιεξόδου τον σύγχρονο άνθρωπο. Θέλει να μας απομακρύνει από την Ορθόδοξο Πίστη μας εν ονόματι τάχα της αξιοποιήσεως και απελευθερώσεως του ανθρώπου. Υπάρχει όμως μεγαλύτερη αξιοποίησις για τον άνθρωπο από την θέωση;


Συνέπειες της αγωγής της θεώσεως

Η αγωγή που δίδει η Ορθόδοξος Εκκλησία μας με την θεία Λατρεία, την Πατερική θεολογία, τον Μοναχισμό, είναι αγωγή θεώσεως, αγωγή θεανθρωποκεντρική, με κέντρο τον Θεάνθρωπο Χριστό.
Αυτή δίδει μεγάλη χαρά στην ζωή μας, όταν γνωρίζουμε τι μεγάλο προορισμό έχουμε, τι μακαριότης μας αναμένει.
Γλυκαίνει τον πόνο σε κάθε δοκιμασία και στεναχώρια της ζωής με την προοπτική της θεώσεως.
Όταν αγωνιζόμαστε με προοπτική την θέωση, αλλάζει προς το καλύτερο και στάση μας έναντι των συνανθρώπων μας. Όταν δηλαδή βλέπουμε ο ένας τον άλλο ως υποψήφιους θεούς. Πόσο βαθαίνει και ουσιαστικοποιείται τότε και η αγωγή που δίδουμε στα παιδιά μας! Πόσο θεάρεστα, αγαπούν τότε και σέβονται ο πατέρας και η μητέρα τα παιδιά τους, αισθανόμενοι την ευθύνη και ιερή αποστολή που έχουν απέναντι τους, να τα βοηθήσουν να πετύχουν την θέωση, τον σκοπό για τον οποίο με την Χάρι του Θεού τα έφεραν στον κόσμο! Και φυσικά πως θα τα βοηθήσουν, αν οι ίδιοι δεν κατευθύνονται προς αυτόν τον σκοπό, την θέωση; Αλλά και πόση εκτίμηση θα έχουμε στον εαυτό μας, χωρίς εγωισμό και υπερηφάνεια αντίθεη, όταν συναισθανόμαστε ότι είμαστε πλασμένοι γι' αυτόν τον μεγάλο σκοπό!
Λέγουν μάλιστα οι Άγιοι Πατέρες και θεολόγοι της Εκκλησίας ότι έτσι, ξεπερνώντας την ανθρωποκεντρική φιλοσοφία του εγωισμού και της φιλαυτίας μας, γινόμαστε πραγματικά πρόσωπα, αληθινοί άνθρωποι. Συναντούμε τον Θεό με σεβασμό και αγάπη, αλλά και τον συνάνθρωπο με εκτίμηση κι αληθινή αξιοπρέπεια, βλέποντας τον όχι ως σκεύος ηδονής και εκμεταλλεύσεως αλλά ως εικόνα του Θεού προορισμένο για την θέωση.
Όσο είμαστε κλεισμένοι στον εαυτό μας, στο εγώ μας, είμαστε άτομα, όχι όμως πρόσωπα. Μόλις εξέλθουμε από την κλειστή ατομική μας ύπαρξη κι αρχίσουμε, σύμφωνα με την αγωγή της θεώσεως - με την Χάρι του Θεού αλλά και την δική μας συνεργεία - να αγαπούμε, να προσφερόμαστε όλο και περισσότερο σ' Αυτόν και τον πλησίον μας, γινόμαστε πρόσωπα αληθινά. Όταν δηλαδή το εγώ μας συναντήσει το Συ του Θεού και το συ του αδελφού, τότε αρχίζουμε να βρίσκουμε τον χαμένο εαυτό μας. Αφού μέσα στην κοινωνία της θεώσεως, για την οποία πλασθήκαμε, μπορούμε να ανοιγόμαστε, να επικοινωνούμε, να χαιρόμαστε ο ένας τον άλλον πραγματικά κι όχι φίλαυτα.
Αυτό είναι και το ήθος της θείας Λειτουργίας, στην οποία μαθαίνουμε να ξεπερνούμε το στενό, ατομικό μας συμφέρον, στο οποίο μας εξωθεί ο διάβολος, η αμαρτία και τα πάθη μας, και να ανοιγόμαστε σε κοινωνία θυσίας και αγάπης εν Χριστώ.
Αναπαύει και ολοκληρώνει πραγματικά τον άνθρωπο η αίσθηση αυτή της μεγάλης κλήσεως του, δηλαδή της θεώσεως.
Ο ορθόδοξος ανθρωπισμός της Εκκλησίας μας βασίζεται σ' αυτήν την μεγάλη κλήση του ανθρώπου, γι' αυτό και αξιοποιεί στο έπακρο όλες τις δυνάμεις του.
Ποιος άλλος ανθρωπισμός, όσο προοδευτικός και φιλελεύθερος κι αν φαίνεται, είναι τόσο επαναστατικός όσο ο ανθρωπισμός της Εκκλησίας, που μπορεί να κάνει τον άνθρωπο Θεό; Τέτοιο όντως υψηλό ανθρωπισμό μόνο η Εκκλησία έχει;
Γι' αυτό ιδιαίτερα σήμερα, που πολλοί προσπαθούν να ξεγελάσουν του ανθρώπους, και κυρίως του νέους, προβάλλοντας τους ψευτοανθρωπισμούς τους, οι οποίοι κατ' ουσίαν κολοβώνουν τον άνθρωπο και δεν το ολοκληρώνουν, έχει μεγάλη σημασία ο τονισμός αυτής της αγωγής της Εκκλησίας.


Συνέπειες της αγωγής που δεν οδηγεί στην θέωσι

Σήμερα οι νέοι άνθρωποι ζητούν εμπειρίες. Δεν αρκούνται σε μία υλιστική ζωή, σε μία ορθολογιστική κοινωνία, όπως τους την παραδίδουμε οι μεγαλύτεροι. Τα παιδιά μας, που είναι εικόνες Θεού, "κεκελευσμένοι θεοί", ζητούν κάτι πέρα από τα λογικά σχήματα μιας υλιστικής φιλοσοφίας και αθέου παιδείας που τους προσφέρουμε. Ζητούν εμπειρίες αληθινής ζωής. Δεν τους αρκεί μάλιστα να ακούν για τον Θεό. Επιθυμούν την εμπειρία Του, το φως Του, την Χάρι Του. Κι επειδή δεν γνωρίζουν πολλοί απ' αυτούς, ότι η Εκκλησία έχει την δυνατότητα να τους αναπαύσει, έχει την εμπειρία που διψούν, μάταια αναζητούν και καταφεύγουν σε διάφορα άλλα φθηνά υποκατάστατα, προκειμένου να εύρουν κάτι το εξωλογικό, το υπέρλογο.
Και άλλοι μεν οδηγούνται σε ανατολικούς μυστικισμούς, τύπου γιόγκα. Άλλοι στον αποκρυφισμό ή στον γνωστικισμό, τελευταία δε δυστυχώς και σε απροκάλυπτο σατανισμό.
Αλλά και στην ηθική δεν γνωρίζουν κανένα φραγμό, αφού αυτή χωρισμένη και στερημένη από την ουσία και τον σκοπό της, να τους ενώσει με τον άγιο Θεό, καταντά χωρίς κανένα απολύτως νόημα.
Έτσι πλεονάζουν τραγικά φαινόμενα όπως ο αναρχισμός και η τρομοκρατία, με τα οποία πολλοί νέοι άνθρωποι που κατά βάθος θέλουν να ικανοποιήσουν ένα δυναμισμό που έχουν μέσα τους, - και που δεν εκπληρώνεται βαθειά αυτό ο πόθος τους, γιατί δεν έτυχαν αυτή της αγωγής της θεώσεως -, και βιαιότητες κατά των συνανθρώπων τους.
Η πλειονότης των νέων, και όχι μόνο, τον πολύτιμο χρόνο της ζωής τους και τις δυνάμεις τους, που έδωσε ο Θεός για την επιτυχία στον σκοπό της θεώσεως, τα κατασπαταλούν στην ηδονοθηρία και σαρκολατρεία, που, με την ανοχή δυστυχώς και της πολιτείας μερικές φορές, γίνονται τα σύγχρονα είδωλα, οι σύγχρονοι "θεοί", προκαλώντας έτσι μεγάλη φθορά στα σώματα και τις ψυχές τους.
Άλλοι ζώντας χωρίς καθόλου ιδανικά κατατρίβονται σε διάφορες άσκοπες, ανούσιες και βλαβερές ασχολίες, άλλοι αισθάνονται απόλαυση τρέχοντας υπέρμετρα στους δρόμους - με τραγικές πολλές φορές καταλήξεις τους τραυματισμούς και τον θάνατο -, κι άλλοι πάλι μετά από περιπλανήσεις παραδίδονται άνευ όρων στην δαιμονική εξάρτηση των ναρκωτικών, την νέα αυτή μάστιγα του αιώνος μας.
Και τέλος αρκετοί, μετά από μια σχετικά σύντομη ζωή, γεμάτη από αποτυχίες και απογοητεύσεις, συνειδητά ή ασυνείδητα δίδουν τέλος στο μαρτύριο της μάταιης αναζητήσεως τους καταφεύγοντας δυστυχώς στην έσχατη μορφή απελπισίας, την αυτοκτονία.
Δεν είναι αλήτες όλα αυτά τα παιδιά που καταφεύγουν σ' αυτά τα παράλογα και τραγικά. Είναι νέοι, παιδιά του Θεού και παιδιά μας, που απογοητευμένα από την υλιστική, αυτάρκη κοινωνία που τους παραδίδουμε, δεν βρίσκουν αυτό για το οποίο έχουν πλασθεί, το αληθινό, το αιώνιο, που δεν τους το δώσαμε και γι' αυτό και το αγνοούν. Αγνοούν τον μεγάλο σκοπό της ζωής του ανθρώπου, την θέωση. Γι' αυτό και μη βρίσκοντας ανάπαυση σε οτιδήποτε άλλο καταφεύγουν στην απελπισία με τις μορφές που αναφέρθηκαν.
Σήμερα αρκετοί Ποιμένες της αγίας Εκκλησίας μας, αρχιερείς ιερείς, πνευματικοί, αλλά και λαϊκοί αδελφοί, από αγάπη ανιδιοτελή αναλώνονται καθημερινώς στην καθοδήγηση των νέων μας με σκοπό την θέωση τους. Τους είμαστε ευγνώμονες για την θυσία και προσφορά τους, για το θεάρεστο αυτό έργο τους, με το οποίο διά της Χάριτος του Θεού σώζονται και αγιάζονται ψυχές υπέρ ων Χριστός απέθανε.
Ταπεινά βοηθεί και συμπαραστέκεται στον μεγάλο αυτόν πόνο της Εκκλησίας και το Άγιον Όρος. Το Περιβόλι της Παναγίας μας όντας ένας ιδιαίτερος χώρος αγιασμού και κατά Θεόν ησυχίας, απολαμβάνει την ευλογία της θεώσεως, ζει την κοινωνία του Θεού, έχει έντονη και εναργή την εμπειρία της Χάριτος Του, του Φωτός Του. Γι' αυτό και πολλοί συνάνθρωποι μας, στην πλειοψηφία τους νέοι, ωφελούνται, ενισχύονται, αναγεννώνται εν Χριστώ με κάποιο προσκύνημα τους στον Άθωνα ή και διατηρώντας πιο ιδιαίτερους δεσμούς μαζί του. Κι έτσι χαίρονται τον Θεό στην ζωή τους και αρχίζουν να καταλαβαίνουν τι είναι Ορθοδοξία, Χριστιανική ζωή, αγώνας πνευματικός, και τι χαρά και μεγάλο νόημα δίδουν αυτά στην ύπαρξη τους. Γεύονται δηλαδή κάτι από το μεγάλο δώρο αυτό του Θεού στον άνθρωπο, την θέωση.
Ας μη ξεχνούμε λοιπόν όλοι οι Ποιμένες της Εκκλησίας, οι θεολόγοι, οι κατηχηταί, την αγωγή της θεώσεως διά της οποίας οι νέοι άνθρωποι, αλλά και όλοι εμείς οι ταπεινοί, με την Χάρι του Θεού και μέσα στον καθημερινό μας αγώνα, τον αγώνα της μετανοίας και της τηρήσεως των αγίων εντολών Του, αποκτούμε την δυνατότητα να απολαύσουμε αυτή την ευλογία του Θεού, την ένωση μαζί Του, να χαρούμε πολύ δυνατά σ' αυτήν την ζωή, αλλά και να κερδίσουμε την αιώνιο ευτυχία και μακαριότητα.
Ας ευχαριστήσουμε συνεχώς τον άγιο Κύριο για το δώρο της αγάπης Του. Στην δική Του αγάπη ας ανταποκριθούμε με την δική μας αγάπη. Ο Κύριος θέλει και ποθεί να θεωθούμε. Γι' αυτόν τον σκοπό άλλωστε έγινε άνθρωπος και απέθανε επί του σταυρού. Για να λάμπει ως ήλιος εν μέσω ήλιων, ως Θεός εν μέσω θεών.


(Το βιβλίον "Η θέωσις ως σκοπός της ζωής του ανθρώπου" του Αρχιμανδρίτου Γεωργίου, Καθηγούμενου της Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου, τυπώθηκε τον Μάιο του 2005 σε 5.000 αντίτυπα από τις γραφικές τέχνες - εκδόσεις "Μυγδόνια" (Δαβάκη 18 τ.κ. 570 09 Καλοχώρι Θεσσαλονίκης Τηλ: 2310 754 254) ως έκδοση της Ιεράς μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους - Άθω.)


(Πηγή: www.ixthis.gr)
alopsis