2009




(Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης)

Ο ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ  ΣΥΜΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟ ΤΙΜΟΘΕΟ

Ποιος ο σκοπός της πραγματείας και ποια η παράδοσις περί των θείων ονομάτων
1. Τώρα λοιπόν, ω μάκαριε, μετά τις Θεολογικές Υποτυπώσεις θα μεταβώ κατά το εφικτό στην ανάπτυξη του θέματος Περί των θείων ονομάτων. Θα είναι δε κι εδώ ωσάν κανών της διαπραγματεύσεως η εντολή των Λογίων(1) ν' αποδείξουμε την αλήθεια των περί Θεού λόγων "όχι με πειστικά επιχειρήματα, αλλά με την επιβεβαίωση της πνευματοκίνητης δυνάμεως των θεολόγων"(2). Με αυτήν την δύναμη συναπτόμαστε προς τις άρρητες και άγνωστες αλήθειες αρρήτως και αγνώστως, σε μια ένωση που είναι ανώτερη από τη λογική και νοερή μας δύναμη και ενέργεια.


    Επομένως είναι ανεπίτρεπτη η τόλμη να ειπούμε ή να σκεφθούμε περί της υπερούσιας και κρυφής θεότητας κάτι πέρα από εκείνα που μας έχουν αποκαλύψει θειωδώς τα ιερά Λόγια. Διότι την υπερούσια επιστήμη αυτής της υπερουσιότητος που ξεπερνά λόγο και νου και ουσία πρέπει να την αναθέσωμε στην ίδια την αγνωσία, κυττάζοντας προς τα υψηλά τόσο, όσο παραχωρεί τον εαυτό της η ακτίνα των θεαρχικών Λογίων, αποφεύγοντας να επεκταθούμε προς ανώτερες αυγές από σωφροσύνη  και ευλάβεια απέναντι στα θεία. Αν πράγματι πρέπει να πεισθούμε σε όσα λέγει η πάνσοφη και αληθέστατη θεολογία, τα θεία φανερώνονται και εποπτεύονται από κάθε ανάλογα με την ικανότητά του, καθ' όσον η θεαρχική αγαθότης με σωτηριώδη δικαιοσύνη αποχωρίζει θεοπρεπώς την αμετρία της, ως αχώρητη, από τα μετρούμενα πράγματα(3). Όπως δηλαδή είναι ακατάληπτα και αθεώρητα τα νοητά από τα αισθητά, τα απλά και ατύπωτα από τα εντεταγμένα στην πλάση και στον τύπο, και τα ευρισκόμενα σε άψαυστη και ασχημάτιστη αμορφία από τα διαμορφωμένα σχήματα σωμάτων, κατά τον ίδιο λόγο η υπερούσια αοριστία υπέρκειται των ουσιών και η υπέρ νουν ενότης υπέρκειται των νόων. κατά τον ίδιο επίσης λόγο σε όλες τις διάνοιες είναι ακατανόητο το επάνω από τη διάνοια Ένα, και άρρητο με οποιοδήποτε λόγο το επάνω από λόγο αγαθό. είναι ενοποιός ενάς κάθε ενάδος και υπερούσια ουσία, νους ανόητος και λόγος άρρητος, αλογία και ανοησία και ανωνυμία, που δεν παρουσιάζεται με κανένα από τα όντα. και είναι μεν αυτό το Ένα αίτιο της υπάρξεως σε όλα, αλλά αυτό το ίδιο είναι μη ον, διότι είναι επέκεινα από κάθε ουσία, όπως το ίδιο θα αποφαινόταν περί εαυτού με εγκυρότητα και επίγνωση(4).

2. Γι' αυτήν λοιπόν την υπερούσια και κρυφία θεότητα, όπως έχει λεχθεί, είναι παράτολμο να ειπούμε ή να σκεφθούμε τίποτε διαφορετικό από όσα μας έχουν θειωδώς αποκαλύψει τα ιερά Λόγια. Διότι, όπως η ίδια η θεότης εδίδαξε αγαθοπρεπώς περί εαυτής στα Λόγια(5), η επιστήμη και θεωρία της, ό,τι κι αν είναι, είναι άβατη για όλα τα όντα, διότι ξεπερνά υπερουσίως τις δυνατότητες όλων. Και θα ευρείς πολλούς θεολόγους να την έχουν εξυμνήσει όχι μόνο ως αόρατη και ασύλληπτη, αλλά συγχρόνως και ως ανεξερεύνητη και ανεξιχνίαστη(6), ώστε να μην υπάρχει κανένα ίχνος ανθρώπων που έχουν περάσει προς την κρυφή απειρία της. Εν τούτοις το αγαθό δεν είναι εντελώς ακοινώνητο σε όλα τα όντα, αλλά, αφού εδραίωσε μονίμως επάνω του την υπερούσια ακτίνα, φανερώνεται αγαθοπρεπώς με τις ανάλογες προς κάθε ον ελλάμψεις και ανυψώνει προς την εφικτή θεωρία και κοινωνία και ομοίωσή του τους ιερούς νόες, που τον πλησιάζουν ιεροπρεπώς όσο είναι θεμιτό. Ανυψώνει τους νόες που δεν κινούνται αυθαδώς προς πράγματα υπέρτερα από την εναρμονίως παραχωρουμένη θεοφάνεια, που είναι ανέφικτα, ούτε γλυστρούν προς τον κατήφορο από την προς το κακό κλίση, αλλά τείνουν τα βλέμματα σταθερώς και ακλινώς προς την ακτίνα που λάμπει επάνω τους και από τον σύμμετρο έρωτα προς τις θεμιτές σ' αυτούς ελλάμψεις αναπτερώνονται με ευλάβεια  σωφρόνως και οσίως.      

3. Ακολουθώντας αυτό το θεαρχικό ισοζύγιο(7), που κυβερνά επίσης και όλες τις άγιες διακοσμήσεις των υπερουρανίων τάξεων, τιμούμε την επάνω από νου και ουσία κρυφιότητα της θεαρχίας με απεριέργη ευλάβεια του νου και τα άρρητα με σώφρωνα σιγή. από το άλλο μέρος ανυψώνομε τα μάτια προς τις αυγές που μας ελλάμπουν μέσα από τα ιερά Λόγια και φωταγωγούμαστε από αυτές προς τους θεαρχικούς ύμνους, φωτιζόμενοι από αυτές υπερκοσμίως και αποτυπούμενοι προς τις ιερές υμνολογίες, με τρόπο ώστε να βλέπομε τα συμμέτρως δωριζόμενασ' εμάς από αυτές θεαρχικά φώτα και να υμνούμε την αγαθοδότιδα αρχή κάθε ιερής φωτοφανείας, όπως αυτή η ίδια εδίδαξε για τον εαυτό της στα ιερά Λόγια(8). Επί παραδείγματι, πρέπει να την υμνούμε ότι είναι των όλων αιτία και αρχή, ουσία και ζωή, και αυτών μεν που ξεπέφτουν από αυτήν ανάκλησις και ανάστασις, αυτών δε που εγλύστρησαν προς την παραφθορά του θεοειδούς χαρακτήρος ανακαινισμός και αναμόρφωσις. εκείνων που κλονίζονται από ανίερη ταραχή ιερά εδραίωσις κι εκείνων που είναι σταθεροί ασφάλεια, εκείνων που ανυψώνονται προς αυτήν ανυψωτική χειραγώγησις κι εκείνων που φωτίζονται έλλαμψις, των τελειουμένων τελεταρχία και των θεουμένων θεαρχία, των απλουμένων απλότης και των ενιζομένων ενότης. κάθε αρχής υπερουσίας υπεράρχια αρχή και του κρυφίου κατά το θεμιτό μεταδότης, και γενικά ζωή των ζώντων και ουσία των όντων, όλης της ζωής και της ουσίας αρχή και αιτία, εξ αιτίας της αγαθότητός της που παράγει και συνέχει τα όντα, ώστε να υπάρχουν.  

4. Αυτά έχομε μυηθεί από τα θεία Λόγια. Και θα ελέγαμε ότι μπορείς να ευρείς όλη την ιερή υμνολογία(9) των θεολόγων να διαμορφώνει τις θεονυμίες διακυρηκτικώς και υμνητικώς σύμφωνα με τις αγαθουργές προόδους της θεαρχίας(10). Γι' αυτό σε όλη σχεδόν τη θεολογική γραμματεία βλέπομε τη θεαρχία να υμνείται ιερώς. ως μονάς και ενάς για τον απλό και ενιαίο χαρακτήρα της υπερφυούς αμεριστίας, της οποίας η ενοποιός δύναμις ενίζει(11) κι εμάς και, καθώς οι μεριστές ετερότητές μας συμπτύσοονται υπερκοσμίως, μας συνάγει σε θεοειδή μονάδα και θεομίμητη ένωση. ως Τριάς για την τρισυπόστατη έκφανση της υπερούσιας γονιμότητος, από την οποία ονομάζεται κάθε πατριά στον ουρανό και επί της γης(Εφ. 3, 15). ως αιτία των όντων, επειδή όλα έχουν παραχθεί σε ύπαρξη από την ουσιοποιό  αγαθότητά της. ως σοφή και καλή, διότι όλα τα όντα, εφ' όσον διασώζουν αδιάφθορα όλα τα γνωρίσματα της φύσεώς των, είναι γεμάτα από όλη την ένθεη αρμονία, και την ιερή ευπρέπεια. ως εξαιρετικά φιλάνθρωπη, διότι δια της μιας από τις υποστάσεις της εκοινώνησε αληθινά και ολικά με την ανθρώπινή μας φύση, ανακαλώντας την προς εαυτήν και ανεβάζοντάς την ψηλά από την ανθρώπινη μικρότητα, από την οποία συνετέθη ο απλός Ιησούς με τρόπο άρρητο, επήρε χρονική διάσταση ο αΐδιος και εισήλθε μέσα στην φύση μας αυτός που είναι έξω από όλη την κάθε φυσική τάξη υπερουσίως, ενώ διατηρεί αμετάβλητη και ασύγχητη τη σύσταση των στοιχείων του(12).

Και όσα άλλα επίσης θεουργικά φώτα, σύμφωνα με τα Λόγια, μας εδώρισε αποκαλυπτικώς η κρυφία παράδοσις των ενθέων οδηγητών μας, αυτά τα έχομε μυηθεί κι εμείς. τώρα μεν τα έχομε μυηθεί, αναλόγως προς τις ικανότητές μας, δια των ιερών παραπετασμάτων που η θεία φιλανθρωπία μάς προσφέρει με τους λόγους και τις ιερές παραδόσεις, καλύπτοντας τα νοητά με αισθητά και τα υπερούσια με τα όντα, επενδύοντας τα αμόρφωτα και ατύπωτα με μορφές και τύπους, πληθύνοντας και παριστάνοντας την υπερφυή και ασχημάτιστη απλότητα με την ποικιλία των μεριστών συμβόλων. τότε δε όταν γόνομε άφθαρτοι και αθάνατοι και φθάσομε στη χριστοειδή και μακαριοτάτη κληρονομία, "θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο"(Α΄ Θεσ. 4, 17), σύμφωνα με το λόγιο. μέσα στις πάναγνες θεωρίες θα είμαστε γεμάτοι από την ορατή θεοφάνειά του, που μας περιαυγάζει με λαμπερές μαρμαρυγές, όπως τους μαθητάς σε εκείνη τη θειοτάτη μεταμόρφωση(Ματθ. 17, 1-8), και θα μετέχωμε της νοητής φωτοδοσίας του με απαθή και άϋλο νου και της υπεράνω του νου ενώσεως με τις άγνωστες, μακάριες και υπέρλαμπρες ακτινοβολίες, μιμούμενοι θείως τους ουρανίους νόες. διότι, όπως λέγει η αλήθεια των Λογίων, "θα είμαστε ισάγγελοι και υιοί του Θεού, αφού θα είμαστε υιοί της αναπαύσεως"(Λουκ. 20, 36)

Τώρα όμως, όσο μάς είναι εφικτό, χρησιμοποιούμε για τις θείες αλήθειες  οικεία μας σύμβολα, κι αυτά πάλι μας ανατείνουν προς την απλή κι ενωμένη αλήθεια των νοητών θεαμάτων, ανάλογα με την ικανότητά μας. κι αφού κατά τις δυνάμεις μας νοήσωμε τις θεοειδείς πραγματικότητες, καταπαύοντας τις νοερές μας ενέργειες, εγγίζομε κατά το θεμιτό την υπερούσια ακτίνα, στην οποία προϋφίστανται υπεραρρήτως όλα τα πέρατα όλων των γνώσεων, την οποία δεν είναι δυνατό ούτε να εννοήσομε ούτε να εκφράσωμε ούτε γενικά κάπως να θεωρήσωμε, διότι είναι εξαιρημένη από όλα τα πράγματα και υπεράγνωστη, διότι έχει από πριν συμπεριλάβει μέσα της υπερουσίως όλα μαζί τα όρια όλων των γνώσεων και δυνάμεων που αναφέρονται στις ουσίες και διότι είναι εδραιωμένη επάνω και από τους  υπερουρανίους νόες με ασύλληπτη δύναμη. Πράγματι, αν όλες οι γνώσεις ανήκουν στα όντα και τελειώνουν στα όντα, η ακτίνα που είναι επέκεινα κάθε ουσίας, είναι επίσης εξαιρημένη και από κάθε γνώση.

5. Εξ άλλου, αν η υπερούσια θεότης είναι ανώτερη από κάθε λόγο και γνώση, και είναι εδραιωμένη  υπεράνω νου και ουσίας, αν είναι περιληπτική και συνοπτική, συλληπτική και προληπτική των πάντων, ακατάληπτη  δε κατά τον ίδιο τρόπο από όλα γενικώς, και δεν υπάρχει γι' αυτήν λόγος  ούτε επαφή ούτε επιστήμη, πώς θα διαπραγματευτούμε το θέμα περί των θείων ονομάτων, αφού η υπερούσια θεότης αποδεικνύεται άκλητη και υπερώνυμη;

Αλλά όπως είπαμε όταν συντάσσαμε τις Θεολογικές Υποτυπώσεις, δεν είναι δυνατό ούτε να εκφράσωμε ούτε να εννοήσωμε κατά την ουσία του το ένα, το άγνωστο, το αυτάγαθο, την τριαδική ενάδα, την ομόθεη και ομοάγαθη. αλλά και οι αγγελοπρεπείς ενώσεις(13) των αγίων δυνάμεων, είτε ακτινοβολίες είτε δώρο της υπεράγνωστης και υπερφώτεινης αγαθότητος ονομασθούν, είναι άρρητες και άγνωστες, και ενυπάρχουν μόνο σ' αυτούς τους αγγέλους που έγιναν άξιοί τους επάνω από αγγελική γνώση.

Με αυτές τις ενώσεις ενούμενοι αγγελομιμήτως οι θεοειδείς νόες, όσο είναι εφικτό (επειδή τέτοιου είδους ένωσις των θεουμένων νόων προς το υπέρθεο φως γίνεται κατά την κατάπαυση κάθε νοεράς ενέργειας), αφού αναιρέσουν όλα τα όντα, υμνούν αυτό το φως καταλληλότατα, διότι φωτίζονται αληθώς και υπερφυώς από τη μακάρια προς αυτό ένωση και διδάσκονται τούτο, ότι αυτό μεν είναι αίτιο όλων των όντων, το ίδιο όμως δεν είναι ον, αφού υπερβαίνει όλα τα όντα υπερουσίως.

Την θεαρχική λοιπόν υπερουσιότητα, ό,τι κι αν είναι η υπερύπαρξις της υπεραγαθότητος, δεν είναι θεμιτό να την υμνήσει κανείς από τους εραστάς της αλήθειας  που ευρίσκεται επάνω από κάθε αλήθεια ούτε ως λόγο ή δύναμη, ούτε ως νουν ή ζωή ή ουσία. αλλά πρέπει να την υμνούμε ως υπεροχικώς στερημένη κάθε έξεως, κινήσεως, ζωής, φαντασίας, γνώμης, ονόματος, λόγου, διάνοιας, νοήσεως, ουσίας, στάσεως, εδραιώσεως, ενώσεως, πέρατος, απειρίας, όλων δηλαδή όσα είναι όντα(14). Επειδή δε ως υπόστασις της αγαθότητος με μόνη την ύπαρξή της είναι όλων των όντων αιτία, πρέπει η αγαθαρχική πρόνοια της θεαρχίας να υμνείται για όλα τα αιτιατά. διότι και γύρω της  και εξ αιτίας της είναι τα πάντα, αυτή είναι πριν από όλα και όλα υφίστανται μέσα σ' αυτήν, η παραγωγή και υπόστασις των όλων οφείλεται στο ότι υπάρχει αυτή, και αυτήν ποθούν τα πάντα, τα μεν νοερά και λογικά γνωστικώς, τα δε κατώτερα αυτών αισθητικώς, και τα άλλα με μια ζωτική κίνηση ή με μια επιτηδειότητα εγγενή ή επίκτητη.

6. Γνωρίζοντας λοιπόν τούτο οι θεολόγοι(15), την υμνούν αφ' ενός μεν ως ανώνυμη, αφ' ετέρου δε με κάθε όνομα. Ως ανώνυμη την υμνούν, όπως όταν λέγουν ότι η ίδια η θεαρχία σε μια από τις μυστικές οράσεις της συμβολικής θεοφάνειας επέπληξε τον ερωτήσαντα, "ποιο είναι το όνομά σου;" (16), και σαν να τον απομάκρυνε από κάθε θεωνυμική γνώση, είπε, "γιατί ερωτάς για το όνομά μου; Κι αυτό ακόμη είναι θαυμαστό"(Κριτ. 13,18. Γεν. 32, 29). Ή μήπως αλήθεια δεν είναι τούτο το θαυμαστό όνομα, το επάνω από κάθε όνομα, το ανώνυμο, το "εδραιωμένο επάνω από κάθε όνομα που εκφέρεται είτε στον παρόντα  είτε στον μέλλοντα αιώνα;"(Εφ. 1, 21). Έπειτα ως πολυώνυμη την υμνούν, όπως όταν την εισάγουν πάλι να λέγει, "εγώ είμαι ο Ων", η ζωή, το φως, ο Θεός, η αλήθεια, και όπως όταν οι ίδιοι οι θεόσοφοι υμνούν τοναίτιο των πάντων πολυωνύμως με βάση όλα τα αιτιατά, ως αγαθό, ως καλό, ως σοφό, ως αγαπητό, ως Θεό των θεών, ως Κύριο των κυρίων, ως άγιο των αγίων, ως αιώνιο, ως όντα και ως αίτιο των αιώνων. ως χορηγόν ζωής, ως σοφία, ως νου, ως Λόγο, ως γνώστη, ως υπερέχοντα όλους τους θησαυρούς όλης της γνώσεως, ως δύναμη, ως δυνάστη, ως Βασιλέα των βασιλευόντων, ως παλαιό των ημερών, ως αγέραστο και αναλλοίωτο, ως σωτηρία, ως δικαιοσύνη, ως αγιασμό, ως απολύτρωση, ως υπερέχοντα όλων σε μέγεθος, αλλά και ωσάν σε λεπτή αύρα. Λέγουν επίσης ότι αυτός είναι και μέσα στους νόες, στις ψυχές και στα σώματα, στον ουρανό και στη γη, και μαζί ο ίδιος είναι κατά το ίδιο, εγκόσμιος, περικόσμιος, υπερκόσμιος, υπερουράνιος, υπερούσιος, ήλιος, αστέρας, πυρ, ύδωρ, πνεύμα, δρόσος, νεφέλη, αυτόλιθος και πέτρα, όλα τα όντα και κανένα από τα όντα(17).

7. Έτσι λοιπόν στην αιτία των πάντων, που ευρίσκεται επάνω από τα πάντα, ταιριάζουν μαζί και η ανωνυμία και όλα τα ονόματα των όντων, για να είναι ακριβώς βασιλεία των όλων και γύρω της να είναι τα πάντα, εξαρτημένα από αυτήν ως αιτία, ως αρχή, ως πέρας, και κατά το λόγιο αυτή "να είναι τα πάντα μέσα στα πάντα"(Α΄ Κορ. 15, 28) και να υμνείται αληθινά ως υποστάτης των πάντων, αρχική και τελειωτική και συνεκτική φρουτά και εστία, και ως επιστρεπτική προς τον εαυτό της , και μάλιστα ηνωμένως, ασυγκρατήτως, υπερβατικώς. Διότι δεν είναι μόνο αιτία συνοχής ή ζωής ή τελειώσεως, ώστε μόνο από τη μια ή την άλλη πρόνοια να πάρει το όνομα η υπερώνυμη αγαθότης, αλλ' έχει από πριν περιλάβει όλα τα όντα απλώς και απεριορίστως μέσα της με τις παντέλειες αγαθότητες της μιας αυτής και παναίτιας προνοίας, και υμνείται εναρμονίως και ονομάζεται με βάση όλα τα όντα.

8. Εξ άλλου οι θεολόγοι δεν παραδέχονται μόνο αυτές τις θεωνυμίες, που προέρχονται από τις γενικές ή μερικές πρόνοιες, ή από τα προνοούμενα(18), αλλά μερικές φορές ονομάζουν την υπέρφωτη και υπερώνυμη αγαθότητα με βάση θεία φάσματα, που κατέλαμψαν τους μύστες ή τους προφήτες μέσα στους ιερούς ναούς ή κάπου αλλού(19), κατά πολλές και διάφορες αιτίες και δυνάμεις της. την περιβάλλουν με μορφές και τύπους ανθρωπινούς ή πυροειδείς ή ηλεκτροειδείς, και της αποδίδουν οφθαλμούς και αυτιά, μαλλιά και πρόσωπα, χέρια και πλάτες, πτερά και βραχίονες, οπίσθια και πόδια. της κατασκευάζουν στεφάνια και θώκους, ποτήρια και οινοδοχεία και μερικά άλλα σύμβολα(20), περί των οποίων θα πραγματευθούμε κατά δύναμη στη Συμβολική Θεολογία.

Τώρα όμως, συλλέγοντας από τα Λόγια όσα ανήκουν στο παρόν θέμα, χρησιμοποιώντας σαν κανόνα τα λεγόμενα σ' αυτά και στοχεύοντας προς αυτά, ας προχωρήσωμε στην ανάπτυξη των νοητών θεωνυμιών και, όπως μας διδάσκει πάντοτε σε όλη την θεολογία ο ιεραρχικός νόμος, ας εποπτεύσωμε κατά κυριολεξία τις θεοειδείς θεωρίες με θεοπτική διάνοια κι ας προσφέρωμε αγνά τ' αυτιά μας στις εξηγήσεις των ιερών θεωνυμιών, τοποθετώντας τα άγια στους αγίους χώρους κατά τη θεία παράδοση  και προφυλάσσοντάς τα από τα γέλια και τους εμπαιγμούς των αμυήτων, μάλλονδε απαλλάσσοντας αυτούς τους ίδιους, αν υπάρχουν καθόλου τέτοιοι άνθρωποι, από αυτή τη θεομαχία.

Εσύ λοιπόν, ω καλέ Τιμόθεε, έχεις χρέος να φυλάξεις αυτές τις εντολές σύμφωνα με την ιερωτάτη διδαχή(Α΄ Τιμ. 6, 20). ούτε να εκφράζεις ούτε να παρουσιάζεις τα θεία στους αμυήτους. Σ' εμένα δε, είθε να δώσει ο Θεός να υμνήσω θεοπρεπώς τις αγαθουργικές θεωνυμίες της άκλητης και ακατανόμαστης θεότητος και να μη αφαιρέσει το λόγο της αλήθειας από το στόμα μου.                                    

1. Σε όλες τις πραγματείες η θεία Γραφή ονομάζεται Λόγια. 
2. Α΄ Κορ. 2,4 με κάποια διασκευή.
3. Το μέρος του Θεού που δεν μετρείται και δεν νοείται ξεχωρίζεται από τα νοούμενα και μετρούμενα. 
4. Βλ. π.χ. Έξ. 6,3 "και το όνομά μου ουκ είπον αυτοίς".
5. Βλ. π.χ. Ματθ. 11,11. "ουδείς οίδε τον Πατέρα ει μη ο Υιός". Βλ. και Ιω. 1,18, Α΄ Κορ. 2,11. 
6. Βλ. π.χ. Ρωμ. 11,33, "ως ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού".  
7. Εννοείται ανάμεσα στην κρυφιότητα της θεότητος και στη φανέρωσή του. 
8. Οι επόμενοι χαρακτηρισμοί, ότι ο Θεός είναι αιτία και αρχή, ουσία και ζωή των όντων, ανακαινισμός και αναμόρφωσις, και τα παρόμοια, αποτελούν σύνοψη της διδασκαλίας της Καινής Διαθήκης.
9. Σταθερώς ο Διονύσιος την περιγραφή των θείων χαρακτηρίζει ως υμνολογία, υμνείν κλπ.
10. Πρόοδοι είναι οι έξοδοι της θεότητος, οι ενέργεις όπως θα έλεγαν αργότερα οι Ησυχαστές. 
11. "Ενιζόμεθα" σημαίνει ότι παίρνουμε τον χαρακτήρα του Ενός, του Θεού. 
12. Βλ. τον όρο της Συνόδου Χαλκηδόνος. "εις και ο αυτός Χριστός και εν δύο φύσεσιν ασυγχήτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως εις εν πρόσωπον και μίαν υπόστασιν".
13. Είναι οι αγγελικές ενέργειες που τείνουν προς το ένα.
14. Δεν πρέπει δηλαδή να αποδίδομε θετικές ιδιότητες στη θεαρχία, αλλά αρνητικές. Να μην λέγομε τι έχει η θεαρχία, αλλά τι δεν έχει. Τούτο όμως και αρχήν. διότι, όπως εξηγείται παρακάτω, υπό προϋποθέσεις επιτρέπεται και η καταφατική εξύμνησις. 15.Είναι οι συγγραφείς των βιβλικών κειμένων.
16. Ήταν ο Ιακώβ, Γεν. 32, 29. 
17. Όλα αυτά τα ονόματα είναι παρμένα από την Παλαιά Διαθήκη και κυρίως από την Καινή Διαθήκη.
18. "Πρόνοιες" είναι οι ευεργετικές θείες ενέργειες. "προνοούμενα" είναι τα όντα που τις δέχονται.
19. Είναι αναφορά στις οράσεις των προφητών Ησαΐα, Ιερεμία, Ιεζεκιήλ, Δανιήλ κ.α. 
20. Αυτά βρίσκονται στην Γραφή, και κυρίως στην Παλαιά Διαθήκη. 
via


 Περί ηνωμένης και διακεκριμένης θεολογίας και περί του ποια είναι η θεία ένωσις και διάκρισις


(Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης) 
1. Η αυτοαγαθότης(1) υμνείται από τα Λόγια ότι ορίζει και αποκαλύπτει τι είναι στην ολότητά της η θεαρχική ύπαρξις. Τι άλλο είναι δυνατό να μάθεις από την ιερή θεολογία, όταν λέγει ότι η ίδια η θεαρχία εδίδαξε, "τι μ' ερωτάς περί του αγαθού; κανένας δεν είναι αγαθός παρά μόνο ο Θεός"(Ματθ. 19, 17) .

Τούτο βέβαια έχει εξετασθεί και σε άλλο έργο μας κι έχει αποδειχθεί εκεί ότι όλες οι θεοπρεπείς θεωνυμίες υμνούνται από τα Λόγια πάντοτε όχι ξεχωριστά κατά υποστάσεις αλλά για όλη τη θεότητα, τελεία και ολόκληρη και πλήρη, και ότι όλες αυτές οι θεωνυμίες αποδίδονται αμερίστως, απολύτως αδιακρίτως, ολοκληρωτικώς, σε όλη την ολότητα της ολοτελούς και πλήρους θεότητος.



Όπως πράγματι εδηλώσαμε στις Θεολογικές Υποτυπώσεις, όποιος δεν δέχεται ότι το πράγμα τούτο έχει λεχθεί για όλη την θεότητα, βλάσφημεί και τολμά να ξεσχίσει την υπερηνωμένη ενάδα. Θα τονίσομε λοιπόν ότι τούτο πρέπει να εκληφθεί για το σύνολο της θεότητος. διότι ο ίδιος ο αγαθοφυής Λόγος είπε: "εγώ είμαι αγαθός"(Ματθ. 20, 15), και κάποιος από τους θεολήπτους προφήτες υμνεί το αγαθό Πνεύμα(Ψαλμ. 142, 10). Επίσης το "εγώ είμαι ο Ων"(Εξ. 3, 14), αν δεν δεχθεί κανείς ότι αποδίδεται σε όλη τη θεότητα, αλλά το εκβιάσει να περιγράψει ένα μέρος της, πώς θα εννοήσει το, "τάδε λέγει ο ων, αυτός που ήταν, ο ερχόμενος, ο παντοκράτωρ"(Αποκ. 1, 4), και "εσύ είσαι ο ίδιος"(Ψαλμ. 101, 28) και "το Πνεύμα της αληθείας, το ον, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα"(Ιω. 15, 26); Και αν δεν δέχεται ότι η θεαρχική ζωή είναι ενιαίο σύνολο, πώς θα είναι αληθινός ο ιερός λόγος που είπε, "όπως ο Πατήρ εγείρει τους νεκρούς και ζωοποιεί, έτσι και ο Υιός όποιους θέλει τους ζωοποιεί"(Ιω. 5, 21) και "ότι το Πνεύμα είναι αυτό που ζωοποιεί"(Ιω. 6, 64);  Εξ άλλου ότι και την κυριότητα των όλων έχει η σύνολη θεότης είναι εντελώς σαφές για την πατρική και υιική θεότητα. διότι το όνομα Κύριος αποδίδεται στον Πατέρα και στον Υιό σε τόσα σημεία της θεολογίας, ώστε, νομίζω, δεν είναι δυνατό ούτε να τα αναφέρει κανείς. αλλά λέγεται επίσης ότι "ο Κύριος το Πνεύμά εστιν"(Β΄ Κορ. 2, 17).

Και το καλό όμως και το σοφό, αποδίδεται σε ολόλκηρη τη θεότητα, ενώ επίσης και το φως και το θεοποιό και το αίτιο, και όλα όσα ανήκουν στην ολική θεαρχία, από τα Λόγια μεταφέρονται σε όλη τη θεαρχική υμνωδία, περιληπτικώς μεν, όπως όταν λέγει "τα πάντα προέρχονται από το Θεό"(Α΄ Κορ. 11, 12), διεξοδικώς δε, όπως όταν λέγει "τα πάντα έχουν κτισθεί δι' αυτού και σ' αυτόν"(Ιω. 6, 3) και τα "πάντα υφίστανται σ' αυτόν (Ρωμ. 11, 36) και "θα εξαποστείλεις το Πνεύμα σου και θα κτισθούν"(Ψαλμ. 103, 30). Και, για να διατυπώσουμε τα πράγματα συνοπτικά, ο θεαρχικός Λόγος είπε, "εγώ και ο Πατήρ είμαστε ένα"(Ιω. 10, 30) και "όλα όσα έχει ο Πατήρ είναι δικά μου(Ιω. 16, 15) και "όλα τα δικά μου είναι δικά σου, και τα δικά σου δικά μου"(Ιω. 17, 10). Και πάλι όσα είναι του Πατρός  και δικά του τα αποδίδει και στο θεαρχικό Πνεύμα κοινωνικά και ηνωμένα, δηλαδή τις θείες ενέργειες, τον σεβάσμιο χαρακτήρα, την πηγαία και ανέκλειπτη αιτία και διανομή των αγαθοπρεπών δώρων.

Και νομίζω ότι κανείς από όσους έχουν ανατραφεί στα θεία Λόγια με αδιάστροφα νοήματα δεν θα αντείπει σ' αυτό, ότι δηλαδή όλα τα θεοπρεπή πράγματα ανήκουν στη σύνολη θεαρχία κατά τον θεοτελή λόγο(2). Αφού λοιπόν αυτές οι αλήθειες έχουν αποδειχθεί και ορισθεί με βάση τα Λόγια σ' αυτό μεν το έργο συντόμως και μερικώς, σε άλλο δε εκτενώς(3), πρέπει ολόκληρη τη θεωνυμία που επιχειρούμε να εξηγήσωμε να την αποδώσωμε  σε ολόκληρη την θεότητα.


2. Αν δε είπει κανείς ότι με αυτά τα λόγια εισάγομε σύγχυση σε βάρος της θεοπρεπούς διαιρέσεως, εμείς νομίζομε ότι τέτοιος λόγος δεν είναι ικανός να πείσει ούτε τον ίδιο ότι είναι σωστός. Διότι αν αντιτίθεται κανείς κατ' αρχήν στα Λόγια, αυτός είναι οπωσδήποτε μακριά και από τη δική μας φιλοσοφία(4) . κι αφού αυτός δεν νοιάζεται για τη θεοσοφία των Λογίων, πώς εμείς θα νοιασθούμε για τη χειραγώγησή του στη θεολογική επιστήμη; Αν όμως αποσκοπεί στην αλήθεια των Λογίων, τέτοιο σκοπό θα χρησιμοποιήσουμε κι εμείς σαν κανόνα και φως, για να προχωρήσομε προς την απάντηση χωρίς παρέκκλιση, όσο μάς είναι δυνατό, λέγοντας ότι η θεολογία άλλα μεν ονόματα τα παραδίδει ηνωμένα κι άλλα διακεκριμένα(5). Δεν είναι λοιπόν επιτρεπτό ούτε τα ηνωμένα να διαιρούμε ούτε τα διακεκριμένα να συγχέωμε, αλλά ακολουθώντας τη θεολογία(6) κατά τη δύναμή μας να κοιτάζομε ψηλά προς τις θείες μαρμαρυγές. διότι, αφού παραλάβαμε από εκεί τις θείες αποκαλύψεις, σαν τον κάλλιστο κανόνα αληθείας, σπεύδωμε να περιφρουρήσωμε μέσα μας τα εκεί κείμενα αναύξητα, αμείωτα και αμετάτρεπτα, φρουρούμενοι στο οχυρό των Λογίων και φρουρώντας τα να παίρνωμε από αυτά δύναμη για να φρουρηθούμε.


3. Τα ενωτικά λοιπόν ονόματα ανήκουν στην όλη θεότητα, όπως απεδείξαμε εκτενέστερα στις Θεολογικές Υποτυπώσεις με βάση τα Λόγια, όπως το υπεράγαθο, το υπέρθεο, το υπερούσιο, το υπέρζωο, καθώς και όσα υπάγονται στην κατηγορία της υπεροχικής αφαιρέσεως(7), αλλά μαζί με αυτά και όλα τα αιτιολογικά, το αγαθό, το καλό, το ον, το ζωογόνο, το σοφό, και όσα ονόματα παίρνει η αιτία όλων των αγαθών από τις αγαθοπρεπείς δωρεές της. Τα δε διακεκριμένα ονόματα είναι το υπερούσιο όνομα και πράγμα του Πατρός και του Υιού και του Πνεύματος, στα οποία δεν χωρεί  καμμιά αντιστροφή(8) ή οποιουδήποτε είδους κοινότης. Είναι δε επίσης διακεκριμένο πράγμα, εκτός από αυτό, και η κατά τα ανθρώπινα τελεία και αναλλοίωτη υπόστασις του Ιησού, όπως και τα ουσιώδη μυστήρια που συνδέονται με τη φιλανθρωπία του ενανθρωπήσαντος.


4. Πρέπει όμως μάλλον να πάρωμε τα πράγματα από την αρχή, για να εκθέσωμε ολόκληρο τον τρόπο της θείας ενώσεως και διακρίσεως, ώστε όλη η έκθεσίς μας να γίνει ευσύνοπτη. ν' αποφύγει την παραλλαγή και την ασάφεια, και να καθαρίσει κατά δύναμη σαφώς και ευτάκτως τα θέματά της. Όπως πραγματικά είπα και αλλού, οι ιερομύστες της θεολογικής παραδόσεώς μας θείες μεν ενώσεις καλούν τις απόκρυφες και ακοινώνητες, τις υπερβατικές θέσεις της υπεράρρητης και υπεράγνωστης μονιμότητος. διακρίσεις δε καλούν τις αγαθοπρεπείς ενέργειες και και φανερώσεις της θεαρχίας. Και λέγουν, ακολουθώντας τα ιερά Λόγια, ότι της αναφερομένης ενώσεως, καθώς επίσης και της διακρίσεως, υπάρχουν ως χαρακτηριστικά γνωρίσματα ειδικές ενώσεις και διακρίσεις. Έτσι παραδείγματος χάριν, επί της θείας ενώσεως, δηλαδή της υπερουσιότητος, ηνωμένο και κοινό της εναρχικής Τριάδος είναι η υπερούσια ύπαρξις, η υπέρθεη θεότης, η υπεράγαθη αγαθότης, η επέκεινα όλων ταυτότης της επέκεινα ολικής ιδιότητος του Θεού, η υπεράνω εναρχίας ενότης, το άφθεγκτο, το πολύφωνο, η αγνωσία, το παννόητο(9), η ολική θέσις, η διαμονή και μεταξύ των εδραίωσις των εναρχικών υποστάσεων, ολικώς υπερηνωμένη και σε κανένα μέρος συγκεχυμένη.

Συμβαίνει ό,τι με τα φώτα λαμπτήρων, για να χρησιμοποιήσω αισθητά και οικεία παραδείγματα, που ευρίσκονται μέσα σ' ένα οίκο. είναι όλα το ένα μέσα στα άλλα κι έχουν ακραιφνή και ακριβή τη μεταξύ τους υφισταμένη ιδιαίτερη διάκριση, ηνωμένα κατά τη διάκριση και διακεκριμμένα κατά την ένωση. πραγματικά λοιπόν σ' ένα οίκο, όπου υπάρχουν πολλοί λαμπτήρες βλέπομε όλων αυτών τα φώτα να ενώνονται σε εναίο φως και ν' αναλάμπουν μια χωρίς διάκριση αίγλη, και, όπως νομίζω, κανείς δεν θα μπορούσε να διακρίνει στον αέρα που περιέχει όλα τα φώτα το φως του ενός λαμπτήρος από το φως των άλλων και να ιδεί το ένα φως χωρίς το άλλο, εφ' όσον όλα είναι αχώριστα συγκεκραμμένα με όλα.

Αλλά κι αν βγάλει κανείς τον ένα πυρσό από το δωμάτιο, θα βγει μαζί και όλο το δικό του φως, χωρίς να συμπαρασύρει τίποτε από τα άλλα φώτα ή να αφήσει κάτι από το δικό του στα άλλα. διότι, όπως είπα, η τελεία ένωσις όλων προς όλα ήταν γενικώς αμιγής και σε κανένα μέρος δεν ήταν συγκεχυμένη. Κι αυτά συμβαίνουν, όταν το φως είναι σε σώμα δηλαδή στον αέρα και συνδέεται με  υλικό στοιχείο δηλαδή το πυρ. Έτσι ισχυριζόμαστε ότι έχει υπερεδραιωθεί και η υπερούσια ένωσις. είναι όχι μόνο επάνω από τις σωματικές ενώσεις, αλλά και επάνω από τις ανάμεσα στις ψυχές και στους νόες ενώσεις, τις ενώσεις που έχουν αμιγείς και υπερκοσμίως όλα τα θεοειδή και υπερουράνια φώτα κατά μέθεξη της υπερκειμένης των όλων ενώσεως, ανάλογη με την ικανότητα των μετεχόντων.


5. Στις θεολογίες όμως περί της υπερουσιότητος η διάκρισις δεν συνίσταται μόνο σ' αυτό που ανέφερα, ότι δηλαδή η καθεμιά από τις εναρχικές υποστάσεις έχει εδραιωθεί αμιγώςκαι ασυγχύτως μέσα στην ίδια την ένωση, αλλά και στο ότι οι ιδιότητες της θεογονίας δεν αντιστρέφονται μεταξύ τους, μοναδική δε πηγή της υπερούσιας θεότητος είναι ο Πατήρ, ενώ ο Πατήρ δεν είναι Υιός ούτε ο Υιός είναι Πατήρ. οι ύμνοι(10) φυλάττουν ευλαβώς τα οικεία ιδιώματα για καθεμιά χωριστά από τις θεαρχικές υποστάσεις.

Αυτές λοιπόν είναι οι ενώσεις και διακρίσεις που αντιστοιχούν στην άφθεγκτη ένωση και υπόσταση. Αν όμως είναι αλήθεια ότι η αγαθοπρεπής πρόοδος(11) της θείας ενώσεως είναι θεία διάκρισις, καθώς από αγαθότητα πληθύνεται και πολλαπλασιάζεται υπερηνωμένως, πάντως οι ακατάσχετες μεταδόσεις είναι ηνωμένες κατά τη θεία διάκριση. οι ουσιώδεις δηλαδή, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις και οι  άλλες δωρεές της αγαθότητος που είναι αιτία των όλων, κατά τις οποίες, ξεκινώντας από τις μετοχές και τους μετέχοντες, υμνούνται τα αμεθέκτως μετεχόμενα(12) αγαθά. Εξ άλλου και τούτο είναι κοινό κι ηνωμένο και ένα σε όλη τη θεότητα, το ότι όλη της μετέχεται από τον καθένα μέτοχο ολόκληρη και συγχρόνως από κανένα σε κανένα μέρος. όπως συμβαίνει μ' ένα σημείο που είναι στη μέση ενός κύκλου και μετέχεται απ' όλες τις ευθείες που ξεκινούν από την περιφέρεια του κύκλου, και όπως συμβαίνει με το πλήθος των εντυπωμάτων μιας αφραγίδος που μετέχουν όλα της αρχέτυπης σφραγίδος, αλλά κανένα από αυτά δεν περιλαμβάνει ολόκληρη και αυτούσια τη σφραγίδα κατά κανένα μέρος της. Υπέρκειται δε και αυτών η αμεθεξία της παναίτιας θεότητος, κατά το ότι δεν υφίσταται με αυτήν ούτε επαφή ούτε καμμιά άλλη κοινωνία που προκαλεί μίξη.


6. Θα μπορούσε όμως κανείς να ειπεί, ότι η σφραγίς δεν είναι σε όλα τα εκμαγεία όλη και ταυτή. Τούτου όμως αιτία δεν είναι η σφραγίς, διότι εκείνη προσφέρει στο καθένα όλον και ταυτόν τον εαυτόν της, αλλά η διαφορότης των μετεχόντων που καθιστά ανόμοια τα εκτυπώματα της μιας και ολικής και ταυτής αρχετυπίας. Για παράδειγμα, αν αυτά είναι απαλά και καλοτύπωτα, λεία και αχάρακτα, και ούτε ελαστικά και σκληρά, ούτε ευδιάχυτα και ρευστά, θα έχουν καθαρό, σαφές και μόνιμο τύπωμα. αν όμως λείπει κάτι από τις ιδιότητες που αναφέραμε, θα είναι αίτιο του αμεθέκτου και ατυπώτου και του ασαφούς της σφραγίδος και όλων των άλλων ατελειών που προκαλούνται από την ακαταλληλότητα της μετοχής.

Είναι διακεκριμένο στοιχείο της αγαθοπρεπούς ενεργείας του Θεού προς εμάς(13)το ότι ο υπερούσιος Λόγος ουσιώθηκε κατά τη φύση μας από μας ολοκληρωτικώς και αληθώς, και έδρασε και έπαθε τα θαυμαστά και εξαίρετα πράγματα της ανθρωπικής θεουργίας του. Πράγματι ο Πατήρ και το Πνεύμα δεν μετείχαν σ' αυτά κατά κανένα τρόπο, εκτός αν κανείς εκλάβει τα πράγματα από την άποψη ότι ο αναλλοίωτος με την ενανθρώπησή του ενήργησε ως Θεός και ως Λόγος Θεού σύμφωνα με την υπερκείμενη και άρρητη ενέργεια του Θεού. Έτσι κι εμείς σπεύδομε και να ενώσωμε και να διακρίνωμε τα θεία με το λόγο, όπως τα ίδια τα θεία και ηνωμένα είναι και διακεκριμένα.


7. Αλλά τις θεοπρεπείς αιτίες, που ευρήκαμε στα Λόγια γι' αυτές τις ενώσεις και διακρίσεις, τις εκθέσαμε στις Θεολογικές Υποτυπώσεις, όπου πραγματευθήκαμε για το καθένα χωριστά. Εκεί άλλα μεν τα εξετάσαμε και τα εξηγήσαμε κατά τον αληθινό λόγο, πλησιάζοντας τα λαμπερά θεάματα  των Λογίων με αγνό και αθόλωτο νου, άλλα δε, ως μυστικά, τα προσεγγίσαμε κατά τη θεία παράδοση με τρόπο επάνω από κάθε νοερή ενέργεια(14). Διότι όλα τα θεία, όσα μας φανερώνονται, μόνο με τις μετοχές γνωρίζονται. ποια όμως είναι τα θεία καθ' εαυτά κατά την αρχή και ίδρυσή τους, είναι υπεράνω του νου και κάθε ουσίας και γνώσεως. Επί παραδείγματι, αν ονομάσωμε την υπερούσια κρυφιότητα Θεό ή ζωή ή ουσία, ή φως ή λόγο, δεν εννοοούμε τίποτε άλλο παρά τις δυνάμεις που προβάλλονται από αυτήν προς εμάς, τις θεοτικές, ή ουσιοποιές ή ζωογόνες ή σοφόδωρες. την ίδια όμως την υπερούσια κρυφιότητα προσεγγίζομε με την απαλλαγή μας από όλες τις νοερές ενέργειες, χωρίς να βλέπωμε καμμιά θέωση ή ζωή ή ουσία ικανή να εξισωθεί με την αιτία που επιναι απομακρυσμένη από όλα τα υπερβατικώτατα. Επίσης από τα ιερά Λόγια παρελάβαμε ότι ο Πατήρ είναι πηγαία θεότης(15), ο δε Ιησούς και το Πνεύμα είναι θεόφυτοι βλαστοί, αν επιτρέπεται να ειπούμε έτσι, της θεογόνου θεότητος, ένα είδος υπερούσια άνθη και φώτα της. Πώς όμως γίνονται αυτά, δεν είναι δυνατό ούτε να το ειπούμε ούτε να το εννοήσουμε.

8. Αλλά όλη η δύναμις της νοερής ενέργειάς μας φθάνει μόνο έως το σημείο να κατανοεί, ότι όλη η θεία πατρότης και υιότης έχει δοθεί και σ' εμάς και στις υπερουράνιες δυνάμεις από την υπερβατική  των όλων πατριαρχία και υιαρχία. κι από αυτήν οι θεοειδείς νόες καθίστανται και ονομάζονται θεοί και υιοί θεών και πατέρες θεών, με την έννοια ότι η πατρότης και υιότης του είδους τούτου συντελείται πνευματικώς, δηλαδή ασωμάτως, αΰλως, νοητώς, εφ' όσον το θεαρχικό Πνεύμα είναι υπερεδραιωμένο επάνω από κάθε αϋλία και θέωση, ο δε Πατήρ και ο Υιός ξεπερνούν υπεροχικώς κάθε θεία πατρότητα και υιότητα. Διότι δεν υπάρχει ακριβής ομοιότης ανάμεσα στα αιτιατά και στα αίτια. άλλα έχουν μεν τα αιτιατά τις οποιεσδήποτε εικόνες των αιτίων, τα ίδια όμως τα αίτια είναι  απομακρυσμένα και εδραιωμένα επάνω από τα αιτιατά κατά το λόγο της αρχής των. Και, για να χρησιμοποιήσω παραδείγματα δικά μας, ηδονές και λύπες λέγονται ότι είναι δημιουργικές του ήδεσθαι και του λυπείσθαι, οι ίδιες όμως ούτε ήδονται ούτε λυπούνται. και το πυρ, που θερμαίνει και καίει, δεν λέγεται ότι καίεται και θερμαίνεται. Κι αν κανείς έλεγε ότι η αυτοζωή ζει και το αυτοφώς φωτίζεται, δεν θα εκφραζόταν σωστά κατά την άποψή μου, εκτός αν τα ειπεί κατά διαφορετικό τρόπο, ότι δηλαδή τα στοιχεία των αιτιατών προϋπάρχουν στα αίτια υπερβατικώς και ουσιωδώς(16).


9. Αλλά και το επιφανέστερο γεγονός όλης της θεολογίας, η κατά τα ανθρώπινα θεοπλαστία(17) του Ιησού δηλαδή, είναι με κάθε λόγο άρρητη και σε κάθε νου άγνωστη, ακόμη και στον πρώτο από τους ανωτάτους αγγέλους. Και το μεν ότι αυτός ουσιώθηκε ανθρωπικώς, αυτό το παρελάβαμε με μυστικό τρόπο. αγνοούμε όμως, πως διαπλάσθηκε από παρθενικά αίματα με διαφορετικό από τον κατά φύση νόμο και πως επέρασε αβρόχως την υγρή και ρευστή ουσία με πόδια που έχουν σωματικό όγκο και υλικό βάρος, και όλα τα άλλα που ανήκουν στην υπερφυά φυσιολογία του Ιησού. Αυτά τα πράγματα κι εμείς τα διαπραγματευθήκαμε αλλού και ο κλεινός μας καθηγητής(18) τα ύμνησε πολύ υπερφυώς στις Θεολογικές Στοιχειώσεις του, ο οποίος είτε από άλλους ιερούς θεολόγους τα παρέλαβε είτε με την επιστημονική έρευνα των Λογίων τα συνέλαβε έπειτα από πολλή άσκηση γύρω από αυτά είτε τα εμυήθηκε με κάποια θειότερη έμπνευση, αφού όχι μόνο έμαθε αλλά κι έπαθε τα θεία και από την προς αυτά συμπάθειά του, αν έτσι πρέπει να ειπούμε, ετελειώθηκε στην αδίδακτη και μυστική τους ένωση και πίστη(19). Και για να παραθέσωμε συντομώτατα τα πολλά και μακάρια θεάματα της αρίστης εκείνης διάνοιας, τα εξής λέγει περί του Ιησού στο σύγγραμμά του Θεολογικές Στοιχειώσεις(20).


10. Του αγιωτάτου Ιεροθέου από τις Θεολογικές Στοιχειώσεις. Η θεότης του Ιησού, αιτία και πλήρης  αποτελείωσις των πάντων που διατηρεί τα μέρη σε αρμονία με την ολότητα και δεν είναι ούτε μέρος ούτε όλο, αλλά είναι και όλο και μέρος, αφού περικλείει μέσα της και υπερέχει και προέχει το παν, και το όλο και το μέρος, είναι στα μεν ατελή τελεία ως τελετάρχις, στα τέλεια ατελής ως υπερτελής και προτέλεια, στα ανείδεα ειδοποιό είδος ως ειδεάρχις, στα είοδη ανείδεα ως υπεράνω είδους, ουσία υπερούσια που επιβατεύει αχράντως όλες τις ουσίες, που ξεπερνά κάθε ουσία, που ορίζει όλες τις αρχές και τάξεις και είναι εδραιωμένη επάνω από κάθε αρχή και τάξη. είναι επίσης μέτρο των όντων, αιών και επάνω από τον αιώνα και πριν από τον αιώνα, πλήρης στα ελλιπή, υπερπλήρης στα πλήρη, άρρητη, άφθεγκτη, υπέρ νου, υπέρ ζωή, υπέρ ουσία, έχει υπερφυώς το υπερφυές, υπερουσίως το υπερούσιο. Γι' αυτό, όταν από φιλανθρωπία ήλθε έως την φύση μας και ουσιώθηκε αληθινά και κατέστη άνθρωπος υπέρθεος (είθε να μας φανούν ελεήμονα τα υμνούμενα από μας υπεράνω νου και λόγου μυστήρια), και πάλι σ' αυτήν την κατάσταση διατηρεί το υπερφυές και υπερούσιο, όχι μόνο καθ' ο μέρος έχει κοινωνήσει μαζί μας αναλλοιώτως και ασυγχύτως, χωρίς από την άφθεγκτη κένωση(Φιλ. 2,7) να έχει πάθει τίποτε στην υπερπληρότητά του, αλλά και, το παραδοξότατο όλων των πραγμάτων, μέσα στην φύση μας ήταν υπερφυής και μέσα στην ουσία μας ήταν υπερούσιος, παραέχοντας όλα τα δικά μας από μας επάνω από μας.


11. Αυτά λοιπόν είναι αρκετά. Ας προχωρήσομε τώρα στο σκοπό της πραγματείας, αναπτύσσοντας κατά τη δύναμή μας τα κοινά και ηνωμένα ονόματα της θείας διακρίσεως. Και για να δώσουμε από την αρχή σαφείς ορισμούς για όλα στη σειρά, θεία διάκριση αποκαλούμε, όπως έχει λεχθεί, τις αγαθοπρεπείς προόδους της θεαρχίας. Η Μονάς δωρίζοντας σε όλα τα όντα και εκχύνοντας τις μετουσίες όλων των αγαθών, διακρίνεται ηνωμένως, πληθύνεται ενικώς και πολλαπλασιάζεται αμεταδότως από το ένα. Έτσι λοιπόν, επειδή ο Θεός είναι υπερουσίως ων, ενώ από το άλλο μέρος δωρίζει την ύπαρξη στα όντα και παράγει όλες τις ουσίες, λέγεται ότι το ένα εκείνο ον πολλαπλασιάζεται με την από αυτό παραγωγή των πολλών όντων, ενώ αυτό παραμένει ένα κατά τον πληθυσμό, ηνωμένο κατά την πρόοδο και πλήρες κατά την διάκριση, εξ αιτίας του ότι είναι υπερουσίως απομακρυσμένο από όλα τα όντα και εξ αιτίας του ενιαίου του τρόπου παραγωγής των όλων και της αμείωτης εκχύσεως των αμειώτων μεταδόσεών του. Αλλά, ενώ είναι ένα, όταν μεταδίδει από το ένα στο παν, στο μέρος και στο όλο, στο ένα και στο πλήθος, ένα είναι επίσης υπερουσίως χωρίς να είναι ούτε μέρος από πλήθος ούτε όλο από μέρη, κι έτσι ούτε ένα μακριά από αυτά, επάνω από τα ανάμεσα στα όντα ένα, και πλήθος αμέριστο, υπερπλήρες απλήρωτο, που παράγει και τελειώνει και συνέχει το παν, ένα και πλήθος.

Επίσης, επειδή δια της θεώσεως που προέρχεται από αυτόν με βάση τη θεοείδεια που έχει ο καθένας κατά δύναμη γίνονται πολλοί θεοί, φαίνεται μεν ότι υπάρχει και αναφέρεται διάκρισις και πολλαπλασιασμός του ενός Θεού, αλλ' όμως δεν είναι λιγότερο ένας Θεός υπερουσίως ο αρχίθεος  και υπέρθεος, αμέριστος ανάμεσα στα μεριστά, ηνωμένος στον εαυτό του, αμιγής και απλήθυντος στα πολλά. Ο κοινός χειραγωγός εμού και του καθηγητού μου προς τη θεία φωτοδοσία, ο πολύς στα  θεία, το φως του κόσμου(21), κατανοώντας και τούτο υπερφυώς, λέγει ενθέως τα επόμενα στα ιερά του γράμματα. "Διότι, αν υπάρχουν οι λεγόμενοι θεοί, είτε στον ουρανό είτε επί της γης (όπως βέβαια υπάρχουν πολλοί θεοί και κύριοι πολλοί), αλλά για μας ένας Θεός υπάρχει, ο Πατήρ, από τον οποίο προέρχονται τα πάντα και στον οποίο οφείλομε εμείς την ύπαρξή μας"(Α΄ Κορ. 8,5). Διότι στα θεία πράγματα οι ενώσεις επικρατούν των διακρίσεων και προηγούνται από αυτές, και παρ' όλα αυτά μένουν ηνωμένες και μετά την αμετάδοτη και ενιαία διάκριση του ενός.

Αυτές τις κοινές και ηνωμένες διακρίσεις της σύνολης θεότητος, δηλαδή τις αγαθοπρεπείς προόδους, θα προσπαθήσωμε να υμνήσωμε κατά το δυνατό με βάση τις θεωνυμίες που τις αποκαλύπτουν στα Λόγια, αφού, όπως είπαμε, έχει αποσαφηνισθεί από πριν τούτο, ότι κάθε αγαθουργική θεωνυμία, σε όποια από τις θεαρχικές υποστάσεις κι αν αναφέρεται, θα εκληφθεί αδιακρίτως για όλη τη θεαρχική ολότητα(22).                  

1. Η αγαθότης καθ' εαυτήν, η απόλυτη αγαθότης, η ιδέα της αγαθότητος.
2. Θεοτελής λόγος είναι ο λόγος της θείας τελειότητος.
3. Εννοείται το έργο "Θεολογικές Υποτυπώσεις" που αναφέρθηκε ανωτέρω.
4. Κάνει διάκριση μεταξύ της δικής του ανθρώπινης φιλοσοφίας και της θεοσοφίας των Γραφών. 
5. Ηνωμένη θεολογία (ονόματα)είναι αυτή που αναφέρεται στην Ενάδα. 
6. Εννοείται πάντοτε η θεολογία των Γραφών.
7. Δύο ειδών ενωτικά του Θεού ονόματα υπάρχουν. τα υπερβατικά, που συνήθως φέρονται με το πρόθεμα υπερ, και τα αιτιολογικά που σχηματίζονται κατά τις δημιουργικές ενέργειες. ανάμεσα σ' αυτά είναι τα υπεροχικώς αφαιρετικά, που σχηματίζονται με το στερητικό άλφα (ά-κτιστο, ά-θάνατο κλπ.).
8. π.χ. το ότι ο Πατήρ είναι Θεός δεν μπορεί ν' αντιστραφεί, ώστε να λεχθεί ότι ο Θεός είναι Πατήρ. 
9. Αγνωσία της Τριάδος υπάρχεςι κατά την απλότητα του Θεού, παννόησις υπάρχει κατά τις πρόνοιές του. 
10. Οι διατυπώσεις περί Θεού , οι λόγοι περί Θεού.
11. Πρόοδος της θείας ενώσεως είναι η πορεία του Ενός, του θείου, προς την αποκάλυψη, την δημιουργία και την πρόνοια. 
12. Αμεθέκτως μετεχόμενα είναι τα θεία, μετέχοντες είναι οι νόες και οι ψυχές, μετοχές είναι οι δωρεές, οι ενέργειες. 
13. Δηλαδή της θείας ενανθρωπήσεως. 
14. Πρόκειται πάλι για τη διπλή προσέγγιση, την καταφατική και την αποφατική, τη λογική και τη μυστική.  
15. Μόνο ο Πατήρ είναι πηγή της θεότητος, "θεογόνος μονώτατος". 
16. Οι ιδιότητες των δημιουργημάτων προϋπάρχουν εν σπέρματι στα αίτιά τους.
17. Δηλαδή η ενανθρώπησις.
18. Ο διδάσκαλος του Διονύσιου, επίσκοπος Ιερόθεος. 
19. Η πίστις μαθαίνεται, η ένωσις παθαίνεται. και τα δύο όμως ο Ιερόθεος τα απέκτησε με τρόπο μυστικό και αδίδακτο. 
20. Η επόμενη παράγραφος είναι παράθεμα από τις Θεολογικές Στοιχειώσεις που φέρονται ως έργο του Ιεροθέου, αλλ'  είναι άγνωστο από αλλού. Ο τίτλος "του αγιωτάτου Ιεροθέου  εκ των Θεολογικών Στοιχειώσεων" κατά τη ροή της χειρόγραφης παραδόσεως από το περιθώριο μεταφέρθηκε στο κείμενο. 
21. Ο απόστολος Παύλος ήταν διδάσκαλος του Ιεροθέου και του Διονυσίου. 
22. Τα ιδιώματα των τριαδικών υποστάσεων είναι κοινά, ομοίως και οι ενέργειες. 
via


Ποια είναι η δύναμις της προσευχής και περί του μακαρίου Ιεροθέου και περί της ευλάβειας και της θεολογικής συγγαφής του.




(Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης)

Ποια είναι η δύναμις της προσευχής και περί του μακαρίου Ιεροθέου και περί της ευλάβειας και της θεολογικής συγγαφής του.

1. Αν τώρα το θεωρείς σωστό, ας εξετάσωμε πρώτη την αγαθωνυμία που εκφράζει τέλεια και αποκαλυπτικά όλες τις προόδους του Θεού, αφού επικαλεσθούμε την αγαθαρχική και υπεράγαθη Τριάδα που αποκαλύπτει όλες τις αγαθές πρόνοιές της.

Διότι σ' αυτήν πρέπει να ανεβαίνωμε πρώτα με τις ευχές, ως αγαθαρχία που είναι, και πλησιάζοντάς την περισσότερο, να μυούμαστε στα πανάγαθα δώρα που είναι τοποθετημέναγύρω της. διότι αυτή μεν είναι παρούσα σε όλα, δεν είναι όμως όλα παρόντα σ' αυτήν. Όταν όμως την επικαλούμαστε με πάναγνες ευχές, με αθόλωτο νου και με κατάλληλη για τη θεία ένωση διάθεση, τότε είμαστε κι εμείς παρόντες σ' αυτήν(1). διότι η αγαθότης δεν ευρίσκεται καν σε τόπο, ώστε ν' απουσιάσει από κάποιον ή να μεταβεί από άλλους σε άλλους. Αλλά και το να ειπούμε από το άλλο μέρος ότι η αγαθότης ευρίσκεται μέσα σε όλα τα όντα, αυτό απέχει από την απειρία που είναι επάνω από όλα και περιλαμβάνει όλα.


Ας προσπαθήσουμε λοιπόν ν' ανυψωθούμε με τις ευχές προς την υψηλότερη κορυφή των θείων και αγαθών αιτίων. Τότε θα συμβεί ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση μιας πολύφωτης αλυσίδας που είναι κρεμασμένη από την ουράνια κορυφή και κατεβαίνει έως εδώ. εμείς, πιάνοντάς την με τα χέρια, το ένα μετά το άλλο προς τα εμπρός, θα ενομίζαμε ότι κατεβάζομε εκείνη, που είναι παρούσα και άνω και κάτω, αλλ' ανεβαίνομε εμείς οι ίδιοι προς τις υψηλότερες μαρμαρυγές των πολυφώτων ακτίνων. Ή ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση που θα εμβαίναμε σε πλοίο. κρατώντας τα παλαμάρια που δεμένα από κάποια πέτρα εκτείνονται έως εμάς και προσφέρονται σαν σε βοήθειά μας, δεν φέρομε την πέτρα κοντά μας, αλλά στην πραγματικότητα φέρομε εμάς τους ιδίους και το πλοίο κοντά στην πέτρα. Ή πάλι ό,τι συμβαίνει με κάποιον που στέκεται επάνω στο πλοίο. αν απωθήσει την παραλιακή πέτρα, δεν θα προκαλέσει τίποτε στην στερεωμένη και ακίνητη πέτρα, αλλά θα αποχωρίσει τον εαυτό του από εκείνην και όσο περισσότερο την απωθήσει, τόσο περισσότερο θα εξακοντισθεί απ' αυτήν. Γι' αυτό και πριν από κάθε πράγμα, περισσότερο δε πριν από τη θεολογία, πρέπει να ξεκινούμε με ευχή, όχι για να ελκύσωμε την δύναμη, την παρούσα πανταχού και πουθενά, αλλά για να παραδώσωμε τους εαυτούς μας σ' αυτήν και να τους ενώσωμε προς αυτήν με τις θείες μνημονεύσεις και επικλήσεις.


2. Είναι ίσως και τούτο άξιο απολογίας εκ μέρους μας. ότι ενώ ο εξαίρετος καθοδηγητής μας Ιερόθεος συνέταξε υπερφυώς τις Θεολογικές Στοιχειώσεις, εμείς, σαν να μην ήσαν αρκετές εκείνες, συγγράψαμε κι άλλες θεολογικές πραγματείες και την παρούσα(2). Ασφαλώς, αν εκείνος απεφάσιζε να διαπραγματευθεί όλα τα θεολογικά θέματα και αν είχε αναπτύξει λεπτομερώς το σύνολο της θεολογίας, δεν θα εφθάναμε εμείς σε τέτοιο σημείο μανίας ή αγένειας, ώστε να νομίσομε ότι μπορούμε να διεισδύσωμε θεωρητικότερα και θειότερα από εκείνον στις θεολογίες ή να ματαιοπονήσωμε επαναλαμβάνοντας τα ίδια πράγματα, κι επιπλέον ν' αδικήσωμε τον διδάσκαλο και φίλο, εμείς που μετά τον Παύλο από τα δικά του λόγια εδιδαχθήκαμε, υποκλέπτοντας για τον εαυτόν μας την ένδοξη θεωρία και ερμηνεία. Στην πραγματικότητα, εκείνος, διδάσκοντας αυθεντικώς τα θεία, μας παρέδωσε συντόμους όρους που περιελάμβαναν πολλές έννοιες ο καθένας(3), παραγγέλοντας σ' εμάς και σε άλλους σαν εμάς διδασκάλους των μαθητευομένων ψυχών, όσο είναι δυνατό, ν' αναπτύξωμε και αναλύσωμε κατά το μέτρο του λόγου μας τις συνοπτικές και ενιαίες διατυπώσεις της μεγαλοφυΐας του ανδρός εκείνου. Άλλωστε και συ ο ίδιος πολλές φορές μας προέτρεψες σ' αυτό το εγχείρημα, αφού μάλιστα μάς έστειλες και το βιβλίο του Ιεροθέου με τη γνώμη ότι είναι εξαίρετης αξίας. Γι' αυτόν κι εμείς τον λόγο ως διδάσκαλο τελείων και ωρίμων διανοιών τον ξεχωρίζομε για την ικανοποίηση εκείνων που στέκουν επάνω από τους πολλούς, θεωρώντας τα γραπτά του σαν δεύτερες Γραφές, κατάλληλες για τους θεοχρίστους. στους ανθρώπους της δικής μας σειράς όμως θα διδάξωμε τα θεία εμείς ανάλογα με την ικανότητά μας. Διότι, αν η στερεά τροφή είναι κατάλληλη για τους τελείους, το να τρέφωμε εμείς άλλους με τέτοια τροφή πόση τελειότητα δεν φανερώνει;

Ορθώς λοιπόν ισχυρισθήκαμε και τούτο, ότι η μεν άμεση θέα των νοητών λογίων και η ευσύνοπτη διδασκαλία τους χρειάζεται πρεσβυτική δύναμη(4), η δε γνώσις και μάθησις των λόγων που οδηγούν σ' αυτό το ύψος αρμόζει στους κατωτέρους καθηγητάς και σπουδαστάς. Εμείς μάλιστα έχομε τηρήσει με πολλή επιμέλεια και τούτο. όσα δηλαδή έχουν διευκρινισθεί σαφώς από τον ίδιο τον θείο καθοδηγητή μας, να μη τα εξετάσωμε, να μην επιχειρήσωμε καν να ταυτολογήσωμε διασαφώντας πάλι κάποιο γραφικό χωρίο που ερμήνευσε εκείνος. Άλλωστε αυτός διακρίθηκε και ανάμεσα στους θεοπνεύστους ιεράρχες μας, όταν, όπως γνωρίζεις, κι εμείς και συ και πολλοί από τους ιερούς αδελφούς μας συναχθήκαμε για την θέα του ζωαρχικού και θεοδόχου σώματος(5), ήταν δε παρών κι ο αδελφόθεος Ιάκωβος και ο Πέτρος, η κορυφαία και πρεσβυτάτη ακρότης των θεολόγων. Όταν μετά τη θεά εκρίθηκε επιβεβλημένο να υμνήσουν όλοι οι ιεράρχες, κατά τη δύναμή του ο καθένας, την απειροδύναμη αγαθότητα της θεαρχικής ασθένειας που εκδηλώθηκε με τη συγκατάβαση του Λόγου, ο Ιερόθεος υπερέβαλε όλους τους άλλους ιερομύστες, μετά τους αποστολικούς λόγους, τελείως εκδημώντας, τελείως εξιστάμενος από τον εαυτό του και βιώνοντας την κοινωνία με τα υμνούμενα πράγματα. Όλοι όσοι τον άκουαν και τον έβλεπαν, τον εγνώριζαν ή δεν τον εγνώριζαν, εθεώρησαν ότι είναι θεόληπτος και θείος υμνολόγος. Τι χρειάζεται να σου διηγηθώ τα εκεί θεολογηθέντα; Διότι, αν δεν έχω αποξεχασθεί, θυμούμαι ότι πολλές φορές άκουσα από σένα να επαναλαμβάνεις μερικά μέρη των ενθέων εκείνων υμνωδιών(6). Τόση είναι η φροντίδα σου να μην ασχολείσαι παρέργως με τα θεία.


3. Αλλά ας παραλείψουμε τα μυστήρια που παρατηρήθηκαν εκεί, διότι είναι άρρητα για τους πολλούς  και γνωστά σ' εσένα, για να ειπούμε τούτο. όταν εχρειαζόταν να επικοινωνήσει με τους πολλούς και να φέρει όσους ήταν δυνατό στην ιερογνωσία μας(7), πόσο δεν υπερείχε τους πολλούς από τους ιερούς διδασκάλους κατά την εμπειρία από το χρόνο, κατά την καθαρότητα στο νου, κατά την ακρίβεια των αποδείξεων και κατά τα άλλα διδακτικά προσόντα, ώστε να μην επιχειρήσωμε  ποτέ ν' αντικρύσωμε κατά πρόσωπο ένα τόσο μεγάλο ήλιο; Εμείς πάντως έχοντας συναίσθηση του εαυτού μας γνωρίζομε ότι δεν είμαστε ικανοί να εννοήσωμε επαρκώς όσα είναι νοητά από τις θείες αλήθειες ούτε να εκφέρωμε και να εκφράσωμε όσα από τη θεογνωσία είναι ρητά. Επειδή δε είμαστε μακριά, υστερούμε στη γνώση της θεολογικής αλήθειας απέναντι στους θείους άνδρες, ώστε από περισσή ευλάβεια θα εφθάναμε και σε τούτο το σημείο ακόμη, δηλαδή να μη ακούωμε και να μη λέγωμε  τίποτε περί της θείας φιλοσοφίας, αν δεν είχαμε τη γνώμη ότι δεν πρέπει να παραμελούμε τη γνώση των θείων που είναι στη διάθεσή μας.

Και σ' αυτό μάς έπεισαν όχι μόνο οι φυσικές εφέσεις των νόων μας, που πάντοτε ποθούν ερωτικώς την θεμιτή θεωρία των υπερφυών πραγμάτων, αλλά και η ίδια η αρίστη εντολή των θείων θεσμών, που μας αποτρέπει μεν από το να πολυεξετάζωμε τα ευρισκόμενα επάνω από μας, ως ανώτερα από την αξία μας και ως ανέφικτα, μας παραγγέλει όμως να μαθαίνωμε συνεχώς όσα μάς έχει παραχωρήσει και δωρίσει, και να τα μεταδίδωμε αγαθοεργώς και σε άλλους. Αυτές λοιπόν τις παρακινήσεις ακολουθώντας κι εμείς, και μη αποκάμοντας ούτε δειλιάζοντας εμπρός στην προσπάθεια για την κατά το δυνατό εύρεση των θείων, αλλά και μη δεχόμενοι ν' αφήσωμε αβοηθήτως εκείνους που δεν μπορούν να εποπτεύσουν τα θεάματα που είναι ανώτερα από μας, επιδοθήκαμε στην συγγραφή. Δεν τολμούμε βέβαια να εισηγηθούμε τίποτε νέο, αλλά εξηγούμε και αποσαφηνίζουμε με λεπτότερες αναλύσεις αυτά που έχουν λεχθεί συνοπτικώς από τον όντως Ιερόθεο.

1. Όπως λέγεται στο τέλος αυτής της παραγράφου, η προσευχή ανεβάζει εμάς στο Θεό, δεν κατεβάζει το Θεό σ' εμάς. 
2. Σύμφωνα με αυτή τη μαρτυρία το παρόν Περί Θείων Ονομάτων έργο του Διονυσίου, δεν είναι το πρώτο, αλλά προηγήθηκαν από αυτό και άλλα, περισσότερα μάλιστα του ενός. 
3. Για το λόγο τούτο το βιβλίο του Ιεροθέου έχει τον τίτλο Στοιχειώσεις. περιλαμβάνει στοιχειώδη πράγματα που χρειάζεται να αναλυθούν και αναπτυχθούν. 
4. Ο Ιερόθεος φέρεται από τον συγγραφέα μας ν'ανήκει στην τάξη των γερόντων πρεσβυτέρων της αρχαίς Εκκλησίας που κατά τον Ειρηναίο τοποθετείται ανάμεσα στους Αποστόλους και τους επισκόπους. 
5. Ο συγγραφεύς εννοεί το σώμα της Θεοτόκου κατά την κοίμηση. Η υμνολογία της εορτής της κοιμήσεως ειναι επηρεασμένη από τη φρασεολογία του Διονυσίου. 
6. Σ' αυτό το σημείο η λέξις "υμνωδία" έχει μελωδική σημασία και αναφέρεται σε ύμνους προς τη Θεοτόκο. 
7. Δηλαδή στη χριστιανική πίστη.      
via


Περί αγαθού, φωτός, καλού, έρωτος, εκστάσεως, ζήλου και περί του ότι το κακό δεν είναι ούτε ον ούτε από το ον ούτε μέσα στα όντα

(Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης)

1. Ας είναι λοιπόν. Θα προχωρήσομε τώρα στην εξέταση αυτής της αγαθωνυμίας, την οποία οι θεολόγοι αποδίδουν κατ' εξοχήν στην υπέρθεη θεότητα και ξεχωρίζουν από όλα, ονομάζοντας την ίδια τη θεαρχική ύπαρξη αγαθότητα και βεβαιώνοντας ότι με το να υπάρχει το αγαθό, ως ουσιώδες αγαθό, επεκτείνει την αγαθότητα σε όλα τα όντα. Διότι, όπως ο δικός μας ήλιος, χωρίς να διαλογίζεται ούτε να έχει προαίρεση, αλλά με μόνη την ύπαρξή του φωτίζει όλα τα δυνάμενα να μετέχουν του φωτός του σύμφωνα με το λόγο που περικλείουν, έτσι και το αγαθό, το υπερβατικό αρχέτυπο, που ευρίσκεται πάνω από τον ήλιο, σαν επάνω από αμυδρή εικόνα με μόνη την ύπαρξή του εμβάλλει σε όλα τα όντα τις ακτίνες της ολικής αγαθότητας ανάλογα με τη δύναμή τους. Απ' αυτές έλαβαν υπόσταση όλες οι νοητές και νοερές ουσίες, και δυνάμεις και ενέργειες, γι' αυτές υπάρχουν κι έχουν ζωή ατελείωτη και αμείωτη, καθαρές από κάθε φθορά και θάνατο, ύλη και γένεση, κι επάνω από την άστατη και ρευστή και κάθε φορά διαφορετικά φερόμενη αλλοίωση, και νοούνται ως ασώματες και άϋλες, και ως νόες νοούν υπερκοσμίως και ελλάμπονται καταλλήλως τους λόγους των όντων κι επίσης διαπορθμεύουν τα ιδιώματά τους στα συγγενή όντα.


Κι έχουν την διαμονή τους από την αγαθότητα και από αυτήν επίσης έχουν την έδρα τους και τη συνοχή, τη φρούρηση και την εστία των αγαθών. Κι αυτήν ποθώντας έχουν και το είναι και το ευ είναι, και προς αυτήν αποτυπούμενες, όσο είναι εφικτό, είναι αγαθοειδείς και σύμφωνα με όσα διδάσκει ο θείος θεσμός μεταδίδουν τα δώρα που παρέλαβαν από το αγαθό.


2. Από αυτήν την αγαθότητα προέρχονται οι υπερκόσμιες τάξεις τους, οι μεταξύ τους ενώσεις και περιχωρήσεις, οι ασύγχυτες διακρίσεις, οι αναγωγικές δυνάμεις των κατωτέρων προς τις ανώτερες, οι προς τα δεύτερα πρόνοιες των πρεσβυτέρων, η φρούρησις των δυνάμεων καθεμιάς τους, οι αμετάβλητες συμπτύξεις γύρω από εαυτές, οι ταυτότητες και ακρότητες γύρω από την έφεση του αγαθού και όσα άλλα είπαμε εμείς στο έργο Περί των αγγελικών ιδιοτήτων και τάξεων, αλλά και όσα ανήκουν στην Ουράνια Ιεραρχία, οι αγγελοπρεπείς δηλαδή καθάρσεις, οι υπερκόσμιες φωταγωγίες, και τα τελεσιουργά αίτια όλης της αγγελικής τελειότητος. Όλα αυτά προέρχονται από την παναίτια και πηγαία αγαθότητα, από την οποία εδωρίσθηκε σ' αυτές και ο αγαθοειδής χαρακτήρ και η ικανότης ν' αποκαλύπτουν δι' εαυτών την κρυφία αγαθότητα και να είναι οι άγγελοι σαν εξαγγελικές της θείας σιγής δυνάμεις, οι οποίες προβάλλουν περίπου φώτα λαμπερά που ερμηνεύουν το ευρισκόμενο στα άδυτα φως. Αλλά και τα έπειτα από εκείνους τους ιερούς και αγίους νόες, οι ψυχές και τ' αγαθά των ψυχών, υπάρχουν εξαιτίας της υπεράγαθης αγαθότητος. το να είναι νοερές, το να έχουν ανώλεθρη την ουσιώδη ζωή, την ίδια την ύπαρξη, και να μπορούν, ανατεινόμενες προς τις αγγελικές ζωές, ν' ανάγωνται δι' αυτών ως αγαθών οδηγητών προς την αγαθαρχία όλων των αγαθών και να έρχονται σε μετουσία των από εκεί εκπεμπομένων ελλάμψεων κατά την ικανότητά τους και να μετέχουν με κάθε δύναμη της δωρεάς του αγαθοειδούς, και όσα άλλα έχομε απαριθμήσει στην πραγματεία Περί Ψυχής.

Αλλά αν πρέπει να μιλήσουμε και γι' αυτές τις άλογες ψυχές ή ζώα, όσα διασχίζουν τον αέρα και όσα βαδίζουν στη γη και όσα έρπουν στη γη και όσα έχουν λάβει υδρόβια ή αμφίβια ζωή και όσα ζούνε καλλυμένα ή καταχωμένα μέσα στη γη, γενικά όσα έχουν την "αισθητική" ψυχή ή ζωή, όλα λοιπόν αυτά χάρη στο αγαθό λαμβάνουν ψυχή και ζωή. Και τα φυτά όλα έχουν την θρεπτική και κινητική ζωή από το αγαθό. Και όλη η άψυχη και χωρίς ζωή φύση υπάρχει χάρη στο αγαθό και χάρη σ' αυτό έλαβε τις σταθερές ποιότητες της ύπαρξής της.


3. Αν λοιπόν το αγαθό είναι υπεράνω όλων των όντων (όπως πράγματι είναι), τότε προσφέρει μορφή και στο άμορφο. Μόνο στο αγαθό το χωρίς ουσία γίνεται υπερβολή της ουσίας και το χωρίς ζωή υπερέχουσα ζωή και το χωρίς νου υπερέχουσα σοφία. γενικά όσα υπάρχουν στο αγαθό προέρχονται από την κατά τρόπο απόλυτης υπεροχής μορφοποίηση των άμορφων. Και αν είναι θεμιτό να μιλήσω έτσι, και το ίδιο το μη ον επιθυμεί το αγαθό που είναι υπεράνω όλων των όντων και κατά κάποιο τρόπο φιλονικεί να βρίσκεται και το ίδιο στο αγαθό, που είναι πραγματικά υπερούσιο με την αφαίρεση των πάντων.


4. Αλλά και κάτι που ξεχάσαμε, καθώς μας διέφυγε στην πορεία του λόγου. το αγαθό είναι αιτία της θεμελίωσης και περάτωσης του σύμπαντος, της αναύξητης και αμείωτης και ολότελα αναλλοίωτης αυτής ουσίας. Είναι αιτία και των αθόρυβων, αν μπορώ να τις ονομάσω έτσι, κινήσεων του απέραντου ουρανίου συστήματος και της αστρικής τάξης και αρμονίας, των φωτισμών και εδραιώσεων, καθώς και της πολύπλοκης κινήσεως μερικών άστρων. Είναι αιτία και της περιοδικής περιστροφικής επαναφοράς των δύο φωστήρων, που οι Γραφές τους αποκαλούν μεγάλους, στο σημείο εκκίνησής τους, σύμφωνα με την οποία ορίζονται οι δικές μας ημέρες και νύχτες και μετριούνται οι μέρες και οι χρόνοι. Καθορίζονται έτσι και αριθμούνται και συντάσσονται και συγκρατούνται οι κυκλικές κινήσεις του χρόνου και όσων βρίσκονται μέσα στο χρόνο.

Και τι θα μπορούσε να πει κανείς γι' αυτό καθαυτό το ηλιακό φως; Γιατί το φως προέρχεται από το αγαθό και αποτελεί εικόνα της αγαθότητας. Γι' αυτό και το αγαθό υμνείται με ονομασίες που αναφέρονται στο φως, όπως το αρχέτυπο αποτυπώνεται στην εικόνα. Όπως δηλαδή η αγαθότητα της επέκεινα πάντων θεότητας διέρχεται από τις υψηλότερες και μεγαλύτερες ουσίες μέχρι και τις έσχατες και συνεχίζει να είναι υπεράνω όλων, χωρίς οι ανώτατες να φτάνουν την υπεροχή της και χωρίς οι κατώτατες να ξεφεύγουν από την εποπτεία της, αλλά φωτίζει όλα όσα μπορούν να δεχτούν φωτισμό και δημιουργεί και ζωοποιεί και συγκρατεί και οδηγείστην ολοκήρωση και είναι μέτρο του σύμπαντος και αιωνιότητα και αριθμητική αρχή και τάξη και συνεκτική δύναμη και αιτία και σκοπός. έτσι ακριβώς και η ορατή εικόνα της θείας αγαθότητας, ο μέγας αυτός και ολόλαμπρος και αείφωτος ήλιος, ελάχιστη και μακρινή απήχηση του αγαθού, φωτίζει όλα όσα μπορούν να μετέχουν στο φως του και το φως του υπερκαλύπτει τα πάντα, καθώς εξαπλώνει τις λάμψεις των ακτίνων του σε όλον τον ορατό κόσμο, τον πάνω και τον κάτω. κι αν κάποιο από τα όντα δεν μετέχει στον φωτισμό, αυτό δεν οφείλεται στην αδράνεια ή στην μικρή εμβέλεια της φωτιστικής του δύναμης, αλλά στα ίδια τα όντα, που από ανικανότητα να δεχτούν το φως δεν προχωρούν στην μετουσία του φωτός. Γιατί, αναμφίβολα, ο φωτισμός διέρχεται από πολλά όντα που βρίσκονται σ' αυτή την κατάσταση και φωτίζει όλα όσα βρίσκονται μετά από αυτά και δεν υπάρχει κανένα από τα ορατά που να μην το φτάνει με το υπερβάλλον μέγεθος της δικής του λαμπρότητας.

Αλλά συμβάλλει και στη γένεση των αισθητών σωμάτων, τα οποία κινητοποιεί προς τη ζωή, τα τρέφει, τα αυξάνει, τα τελειοποιεί, τα εξαγνίζει, τα ανανεώνει. Το φως είναι μέτρο και αριθμητική αρχή των εποχών, των ημερών και όλου του κοσμικού χρόνου. Γιατί είναι το ίδιο το φως (αν και τότε ήταν αδιαμόρφωτο) που είπε ο θεϊκός Μωυσής ότι όρισε και αυτή την πρώτη τριάδα ημερών κατά την αρχή του γήινου χρόνου. Και όπως ακριβώς η αγαθότητα επαναφέρει τα πάντα προς τον εαυτό της και είναι η αρχή της συναγωγής όσων είναι διασκορπισμένα, ως πρωταρχική και ενοποιητική θεότητα, και τα πάντα την επιθυμούν ως αρχή, ως συνοχή και ως σκοπό. και όπως το αγαθό είναι, όπως λένε οι Γραφές, εκείνο από το οποίο όλα τα όντα έλαβαν ύπαρξη και εξακολουθούν να υπάρχουν, επειδή έχουν παραχθεί από αιτία απολύτως τέλεια. εκείνο μέσα στα οποίο τα πάντα συγκροτούνται, καθώς φυλάγονται και συγκρατούνται όπως μέσα σ' έναν παντοδύναμο πυθμένα. εκείνο στο οποίο τα πάντα επιστρέφουν (όπως επιστρέφει το καθένα στο δικό του τέρμα). εκείνο το οποίο επιθυμούν τα πάντα, τα νοερά και λογικά με τη γνωστική τους ικανότητα, τα αισθητικά με την αισθητική τους ικανότητα, τα άμοιρα από αίσθηση με την έμφυτη κίνηση του ζωτικού ενστίκτου, αυτά που δεν έχουν ζωή και απλώς υπάρχουν με την επιτηδειότητα αυτής και μόνον της συμμετοχής στην ύπαρξη. έτσι και το φως, κατά την αναλογία της ορατής εικόνας του αγαθού, συλλέγει και επαναφέρει προς τον εαυτό του όλα τα όντα, αυτά που βλέπουν, αυτά που κινούνται, αυτά που φωτίζονται, αυτά που θερμαίνονται, αυτά που γενικά συγκρατούνται από τις δικές τους μαρμαρυγές. Γι' αυτό και ονομάζεται ήλιος, γιατί συναθροίζει όλα τα όντα και συγκεντρώνει τα διασκορπισμένα. Και όλα τα αισθητά επιθυμούν το φως, επειδή θέλουν να λάβουν την ικανότητα να βλέπουν ή να κινούνται και να φωτίζονται και να θερμαίνονται και γενικά να συγκρατούνται απ' αυτό. Και βέβαια δεν υποστηρίζω, όπως πίστευαν στην αρχαιότητα, ότι ο ήλιος είναι θεός και δημιουργός αυτού του σύμπαντος και ότι έχει αναλάβει την ιδιαίτερη φροντίδα του ορατού κόσμου, αλλά ότι "οι αόρατες δυνάμεις του Θεού μετά την δημιουργία του κόσμου βλέπονται καθαρά όταν τις εννοήσουμε δια μέσου των δημιουργημάτων, καθώς και η αΐδια δύναμη και τελειότητά του".


5. Αλλά αυτά τα πραγματευόμαστε στη "Συμβολική Θεολογία". Τώρα θέλω να υμνήσουμε την ονομασία του νοητού φωτός ως ιδιότητας του αγαθού και να εξηγήσουμε ότι ο αγαθός Θεός λέγεται φως νοητό, επειδή γεμίζει κάθε υπερουράνιο νου με νοητό φως και αφαιρεί κάθε άγνοια και πλάνη από όλες τις ψυχές οι οποίες τον έχουν δεχτεί. σε όλες αυτές μεταδίδει το ιερό φως και ανακαθαίρει τα νοερά μάτια τους από την αχλύ της άγνοιας που τα περιβάλλει, τα ανακινεί και τα διανοίγει, που είχαν κλείσει από το πολύ βάρος του σκοταδιού. τους μεταδίδει πρώτα μια μέτρια δόση φωτισμού και ύστερα όταν γεύονται κατά κάποιο τρόπο εκείνες το φως και το επιθυμούν περισσότερο, τότε τους προσφέρει τον εαυτό του περισσότερο και τις φωτίζει με αφθονία, "επειδή αγάπησαν πολύ", και τις υψώνει διαρκώς προς τα πάνω, ανάλογα με την έφεση που έχουν για ανύψωση.



6. Νοητό φως, λοιπόν ονομάζεται το αγαθό που είναι υπεράνω κάθε φωτός, επειδή είναι μια πηγαία ακτίνα και μια φωτοχυσία που ξεχειλίζει και καταλάμπει με την πληρότητά της κάθε νου που βρίσκεται υπεράνω του κόσμου, γύρω από τον κόσμο ή μέσα σ' αυτόν, που ανανεώνει όλες τις νοερές τους δυνάμεις, που τις περιέχει όλες με το να εκτείνεται πέρα απ' αυτές και υπερέχει απ' όλες με το να βρίσκεται υπεράνω αυτών. Είναι αυτή που, ως υπέρτατο αρχέτυπο του φωτός, συγκεντρώνει στον εαυτό της κατά τρόπο απόλυτο όλη την κυριότητα της φωτιστικής δύναμης, καθώς την κατέχει εκ των προτέρων και στον υπέρτατο βαθμό, και αυτή που συναθροίζει όλες τις νοερές και λογικές υπάρξεις, καθιστώντας τις ένα σύνολο. Γιατί όπως η άγνοια είναι διαιρετικός παράγοντας για όσα βρίσκονται σε πλάνη , έτσι και η παρουσία του νοητού φωτός είναι δύναμη που συνάγει και ενώνει όσους φωτίζονται, που τους τελειοποιεί και επιπλέον τους επαναφέρει στο αληθινό ον, καθώς τους αποσπά από τις πολλές δοξασίες και τις ποικίλες όψεις, ή, για να κυριολεκτήσω, φαντασίες και τους καθοδηγεί σε μια αληθινή, καθαρή και ομοιόμορφη γνώση, γεμίζοντας τους με ένα και ενωτικό φως.


7. Αυτό το αγαθό περιγράφεται από τους ιερούς συγγραφείς ταυτόχρονα και ως ωραίο και ως ωραιότητα, ως αγάπη και ως αγαπητό και με όσα άλλα θεία ονόματα ταιριάζουν στην καλλωπιστική και συνάμα πλήρη χαρίτων ωραιότητα. Στην αιτία που συμπεριλαμβάνει τα πάντα σε ένα δεν μπορεί να γίνει διάκριση ανάμεσα στο ωραίο και την ωραιότητα. Γιατί, αναφορικά με το σύνολο των όντων, αυτές τις έννοιες τις διαιρούμε σε "μετοχές" και σε "μετέχοντα": ωραίο ονομάζουμε αυτό που μετέχει στην ωραιότητα, ενώ ωραιότητα την μετεχόμενη αιτία που ωραιοποιεί όλα τα ωραία. Αλλά το υπερούσιο καλό λέγεται αφενός ωραιότητα, εξαιτίας της ωραιότητας που μεταδίδεται απ' αυτό σε όλα τα όντα, στο καθένα ανάλογα με τη φύση του, και επειδή είναι αίτιο της αρμονίας και της λάμψης όλων των όντων, αφού δίκην φωτός εναστράπτει σε όλα τα όντα τις καλλωπιστικές μεταδόσεις της πηγαίας ακτίνας του. και επειδή καλεί τα πάντα προς τον εαυτόν του (γι' αυτό και λέγεται κάλλος) και τα συνάγει όλα στο ίδιο σύστημα, το ένα μέσα στο άλλο. Λέγεται όμως και ωραίο, επειδή είναι συνάμα απόλυτα ωραίο και υπεράνω του ωραίου και είναι αιωνίως, χωρίς μεταπτώσεις και μεταβολές ωραίο. ούτε γίνεται ούτε καταστρέφεται ούτε αυξάνεται, ούτε φθίνει. ούτε είναι κατά ένα τρόπο ωραίο και κατά τον άλλο άσχημο, ούτε κάποτε είναι και κάποτε όχι και ούτε είναι αναφορικά με το ένα ωραιο και αναφορικά με το άλλο άσχημο. ούτε στο ένα μέρος ναι και στο άλλο όχι, σαν να είναι για κάποιους ωραίο και για κάποιους άλλους να μην είναι ωραίο. αλλά είναι αυτό καθ' εαυτό με τον εαυτό του αιωνίως και μοναδικά ωραίο και περικλείει εκ των προτέρων στον εαυτό του καθ' υπεροχή την πηγαία ωραιότητα κάθε ωραίου.

Γιατί στην απλά και υπερφυή φύση του συνόλου των ωραίων πραγμάτων προϋπάρχει μοναδικώς κατά την αιτία κάθε ωραιότητα και κάθε τι που είναι ωραίο. Στο ωραίο αυτό οφείλουν όλα τα όντα το να είναι ωραία, το καθένα ανάλογα με τη φύση του, και στο ωραίο έχουν την αιτία τους οι αλληλουχίες και οι φιλίες και οι επικοινωνίες όλων των πραγμάτων. Με το καλό ενώνονται τα πάντα. Το ωραίο είναι η αρχή όλων των όντων, ως δημιουργικό αίτιο και ως κινητήρια δύναμη των πάντων, που συνέχει τα πάντα με τον έρωτα της δικής του ωραιότητας. Αποτελεί επίσης και τον τελικό σκοπό των πάντων και είναι αγαπητό ως τελικό αίτιο (γιατί τα πάντα γίνονται εξαιτίας του ωραίου) και αποτελεί το πρότυπο, αφού με βάση αυτό καθορίζονται τα πάντα. Γι' αυτό και το ωραίο ταυτίζεται με το αγαθό, επειδή τα πάντα επιθυμούν το ωραίο και αγαθό αναφορικά με οποιαδήποτε αιτία, και δεν υπάρχει κανένα από τα όντα που να μην μετέχει στο ωραίο και αγαθό.

Θα τολμήσω να πω και τον εξής λόγο, ότι ακόμα και το μη ον μετέχει του ωραίου και αγαθού, γιατί τότε γίνεται και το ίδιο ωραίο και αγαθό, όταν με την αφαίρεση των πάντων αναφέρεται υπερούσια στον Θεό. Αυτό το ένα αγαθό και ωραίο είναι κατά τρόπο μοναδικό αίτιο όλων των πολλών αγαθών και ωραίων. Από αυτό προέρχονται όλες οι ουσιώδεις υπάρξεις των όντων, οι ενώσεις, οι διακρίσεις, οι ταυτότητες, οι ετερότητες, οι ομοιότητες, οι ανομοιότητες, οι επικοινωνίες των αντίθετων πραγμάτων, οι ασύγχυτες διακρίσεις των ενωμένων πραγμάτων, οι πρόνοιες των υπέρτερων όντων, οι αλληλουχίες αυτών που βρίσκονται στην ίδια τάξη, οι αναγωγές των υποδεέστερων, οι αμετακίνητες παραμονές και εδραιώσεις, με τις οποίες όλα εξασφαλίζουν την ταυτότητα τους. και επίσης, οι επικοινωνίες όλων των όντων με όλα τα όντα, ανάλογα με την φύση του καθενός, και οι αλληλουχίες και οι ασύγχυτες συνδέσεις και οι αρμονίες του σύμπαντος. οι συγκεράσεις στοιχείων μέσα στο σύμπαν, οι αδιάλυτοι συνεκτικοί δεσμοί των όντων, οι αδιάλειπτες διαδοχές των γεγονότων , όλες οι στάσεις και οι κινήσεις των νοητικών δυνάμεων, των ψυχών, των σωμάτων. γιατί στάση και κίνηση είναι για όλα τα όντα αυτό που βρίσκεται υπεράνω όλων των στάσεων και κινήσεων και εδραιώνει το καθένα στα όρια της δικής του λογικής φύσης και προσφέρει στο καθένα τη δική του κίνηση.


8. Και λέγεται ότι οι θείες νοητικές δυνάμεις κινούνται, αφενός κατά τρόπο κυκλικό, όταν ενώνονται με τις άναρχες και ατελεύτητες ελλάμψεις του ωραίου και του αγαθού, αφετέρου κατά τρόπο ευθύγραμμο, όταν προχωρούν στην εκπλήρωση της πρόνοιάς τους για τα κατώτερά τους όντα, ολοκληρώνοντας τα πάντα χωρίς παρέκκλιση, και επίσης κατά τρόπο ελικοειδή, γιατί παρά την πρόνοια για τα κατώτερα όντα παραμένουν αμετακίνητες στην ταυτότητά τους, καθώς χορεύουν ασταμάτητα γύρω από το ωραίο και αγαθό, που είναι η αιτία της ταυτότητάς τους.



9. Η κίνηση τώρα της ψυχής είναι αφενός κυκλική, δηλαδή η είσοδος στον εαυτό της από τα έξω πράγματα και η μονοειδής συσπείρωση των νοερών της δυνάμεων, η οποία της χαρίζει τη σταθερότητα, όπως μέσα σε ένα κύκλο, και την ανακαλεί από τα πολλά, που βρίσκονται έξω, και αφού πρώτα τη συνάγει στον εαυτό της, ύστερα, καθώς θα έχει γίνει μονοειδής, την ενώνει με τις κατά τρόπο ενιαίο ενωμένες δυνάμεις. Έτσι την οδηγεί στο ωραίο και αγαθό, που βρίσκεται υπεράνω όλων των όντων και είναι ένα και ίδιο με τον εαυτό του, χωρίς αρχή και χωρίς τέλος.


Η ψυχή κινείται επίσης και κατά τρόπο ελικοειδή, καθόσον δέχεται την έλλαμψη των θείων γνώσεων σύμφωνα με την φύση της, δηλαδή όχι νοερά και ενιαία, αλλά λογικά και διεξοδικά, με μικτές κατά κάποιο τρόπο και μεταβατικές ενέργειες.

Τέλος, κινείται σε ευθεία γραμμή, όχι όταν εισέρχεται στον εαυτό της και κινείται με την ενική νοερή της ικανότητα (γιατί αυτό, όπως είπα, αποτελεί την κυκλική κίνηση), αλλά όταν προχωρεί σ' αυτά που βρίσκονται γύρω από τον εαυτό της και όταν από τα έξω πράγματα, σαν από κάποια σύμβολα ποικίλα και πολλαπλασιασμένα, ανάγεται στα απλά και ενωμένα θεάματα.


10. Αιτία λοιπόν και συνεκτική δύναμη και τελικός σκοπός όλων αυτών των κινήσεων, καθώς επίσης και των τριών κινήσεων των αισθητών σωμάτων μέσα σ' αυτό το σύμπαν, αλλά πολύ περισσότερο και της παραμονής, της στάσης και της εδραίωσης του κάθε είδους, είναι το ωραίο και το αγαθό, που βρίσκεται υπεράνω κάθε στάσης και κίνησης. Γι' αυτό και κάθε στάση και κίνηση προέρχεται απ' αυτό, υπάρχει σε αυτό, επιστρέφει σ' αυτό και υπάρχει χάρη σ' αυτό. Γιατί "απ' αυτό και δι' αυτού" προέρχεται κάθε ουσία και κάθε ζωή, καθώς και οι μικρότητες, οι ισότητες και οι μεγαλειότητες του νου και της ψυχής και κάθε φύσης. Προέρχονται όλα τα μέτρα και οι αναλογίες των όντων, οι αρμονίες, οι κράσεις, οι ολότητες, τα μέρη, κάθε μονάδα και πλήθος, οι συνδέσεις των μερών, οι ενώσεις κάθε πλήθους, οι τελειοποιήσεις των ολοτήτων, το ποιόν, το ποσόν, το μέγεθος, το άπειρο, οι συγκρίσεις, οι διακρίσεις, κάθε απειρία, κάθε πέρας, όλα τα όρια, οι τάξεις, οι υπεροχές, τα στοιχεία, τα ειδη, κάθε ουσία, κάθε δύναμη, κάθε ενέργεια, κάθε έξη, κάθε αίσθηση, κάθε λόγος, κάθε νόηση, κάθε επαφή, κάθε επιστήμη, κάθε ένωση. Γενικά, κάθε όν προέρχεται από το ωραίο και το αγαθό, υπάρχει μέσα στο ωραίο και αγαθό και επιστρέφει στο ωραίο και αγαθό.


Και όλα, όσα υπάρχουν και γίνονται, εξαιτίας του ωραίου και αγαθού υπάρχουν και γίνονται. Όλα αποβλέπουν σ' αυτό και απ' αυτό λαμβάνουν κίνηση και συγκρότηση. Εξαιτίας αυτού και χάρη σ' αυτό και μέσα σ' αυτό υπάρχει κάθε αιτία παραδειγματική, τελική, ποιητική, ειδική, στοιχειώδης, και γενικά κάθε αρχή, κάθε συνεκτική δύναμη, κάθε τέλος. ή για να το πω περιληπτικά, όλα τα όντα προέρχονται από το ωραίο και αγαθό και όλα τα μη όντα βρίσκονται κατά τρόπο υπερούσιο στο ωραίο και αγαθό, το οποίο είναι για όλα τα όντα αρχή και τέλος υπεράνω κάθε αρχής και τέλους. Γιατί, όπως λέει η Αγία Γραφή, "από αυτόν και μέσω αυτού και μέσα σ' αυτόν και προς αυτόν τα πάντα".

Όλα λοιπόν τα όντα επιθυμούν, ερωτεύονται και αγαπούν το ωραίο και αγαθό. Εξαιτίας του και για χάρη του τα κατώτερα όντα ερωτεύονται τα ανώτερα κατά τρόπο που τα στρέφει προς αυτά, όσα βρίσκονται στην ίδια τάξη τα ισότιμά τους κατά τρόπο αμοιβαίας επικοινωνίας, τα ανώτερα τα κατώτερα κατά τρόπο προνοητικής φροντίδας και το καθένα ξεχωριστά τα στοιχεία του εαυτού του κατά τρόπο συνεκτικό. όλα τα όντα πράττουν και σκέφτονται όσα πράττουν και σκέφτονται παρακινούμενα από την επιθυμία τους για το ωραίο και το αγαθό.

Θα τολμήσει να πει και αυτή την αλήθεια ο λόγος μας, ότι και ο ίδιος ο αίτιος των πάντων από υπερβολική αγαθότητα ερωτεύεται τα πάντα, δημιουργεί τα πάντα, τελειοποιεί τα πάντα, συνέχει τα πάντα, επαναφέρει κοντά του τα πάντα. Είναι και ο θεϊκός έρωτας αγαθός, ανήκει στο αγαθό, αποβλέπει στο αγαθό. Γιατί ο ίδιος ο έρωτας που δημιουργεί αγαθοεργώς τα όντα, προϋπάρχοντος καθ' υπερβολή στο αγαθό, δεν το άφησε να παραμείνει στον εαυτό του άγονο, αλλά το ώθησε να αναπτύξει την αφθονία των δυνάμεών του για τη δημιουργία του σύμπαντος.


11. Και μη νομίσει κανείς ότι με το να αποδίδουμε ιδιαίτερη σημασία στην επωνυμία του έρωτα ερχόμαστε σε αντίθεση με τη Γραφή. Γιατί είναι παράλογο, νομίζω, και ανόητο να μην επικεντρωνόμαστε στη δύναμη του σκοπού αλλά στις λέξεις. Και αυτό δεν είναι χαρακτηριστικό όσων θέλουν να στοχάζονται τα θεία, αλλά αυτών που αποδέχονται ήχους κούφιους, τους οποίους μάλιστα συγκρατούν έξω από τα αυτιά τους χωρίς να τους αφήσουν να περάσουν. αυτών που δεν θέλουν να καταλάβουν τι σημαίνει η συγκεκριμένη λέξη και με ποιο τρόπο πρέπει να τη διασαφηνίσουν και με άλλες ισοδύναμες και πιο εκφραστικές λέξεις. αυτών που διακατέχονται παθιασμένα από στοιχεία και γραμμές χωρίς νόημα και συλλαβές και λέξεις ακατανόητες, οι οποίες δεν εισχωρούν στο νοερό μέρος της ψυχής τους, αλλά βομβούν απ' έξω, γύρω από τα χείλη και την ακοή τους, λες και δεν είναι δυνατόν να δηλώσουμε τον αριθμό τέσσερα με το "δύο επί δύο" ή τα ευθύγραμμα με τα "ορθόγραμμα" ή τη μητρική γη με την πατρίδα ή κάτι άλλο από όσα δηλώνουν με πολλά μέρη του λόγου το ίδιο πράγμα. Αντίθετα, θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι σύμφωνα με τον ορθό λόγο τα στοιχεία, τις συλλαβές, τις λέξεις, τις γραφές και τους λόγους τους χρησιμοποιούμε για τις αισθήσεις, γιατί όταν η ψυχή μας κινείται προς τα νοητά με τις νοερές ενέργειες, είναι περιττές οι αισθήσεις μαζί με τα αισθητά, όπως ακριβώς είναι περιττές και οι νοερές δυνάμεις, όταν η ψυχή γίνεται θεοειδής και με μια ακατανόητη ένωση, χωρίς να χρησιμοποιεί υλικά μάτια, συλλαμβάνει τις ακτίνες του απρόσιτου φωτός. Όταν τώρα ο νους μέσω των αισθητών σπεύδει να ανέλθει σε νοητικά θεάματα, τότε είναι οπωσδήποτε χρησιμότερες οι πιο φανερές διαβιβάσεις των αισθήσεων, οι πιο σαφείς λόγοι, τα πιο ευδιάκριτα από τα ορατά, γιατί όταν είναι ακαθόριστα όσα υποπίπτουν στις αισθήσεις, τότε ούτε αυτές οι ίδιες δεν θα μπορέσουν να παρουσιάσουν σωστά τα αισθητά στο νου.

Αλλά για να μη φανούμε ότι τα λέμε αυτά παρερμηνεύοντας την αγία Γραφή, ας ακούσουν όσοι διαβάλλουν την ονομασία του έρωτα: "ερωτεύσου την, λέει, και θα σε φυλάξει. περιχαράκωσέ την και θα σε υψώσει. τίμησέ την, για να σε αγκαλιάσει. ας ακούσουν, επίσης, και ό,τι άλλο σχετικό με τον έρωτα αναφέρεται στην θεολογία.


12. Εξάλου, μερικοί από τους θεολόγους μας πιστεύουν ότι το όνομα του έρωτα είναι ιερότερο από το όνομα της αγάπης. Γράφει και ο ιερός Ιγνάτιος: "ο δικός μου έρωτας έχει σταυρωθεί". Και στα προεισαγωγικά της Γραφής θα συναντήσεις κάποιον να λέει για τη θεία σοφία: "έγινα εραστής της ομορφιάς της". Επομένως ας μη φοβηθούμε αυτό το όνομα του έρωτα, ούτε να μας θορυβήσει οποιοσδήποτε τρομακτικός λόγος λέγεται γι' αυτόν. Εγώ λοιπόν πιστεύω ότι οι θεολόγοι θεωρούν μεν κοινό το όνομα της αγάπης και του έρωτα, αλλά αποδίδουν στα θεία περισσότερο τον όντως έρωτα για τον εξής λόγο: "εξαιτίας της παράλογης πρόσληψής του από τέτοιους άνδρες.

Γιατί, ενώ ο όντως έρωτας υμνείται κατά τρόπο θεοπρεπή, όχι μόνο από μας αλλά και από την ίδια την Γραφή, τα πλήθη μη κατονοώντας το ενιαίο του θείου ονόματος του έρωτα, διολίσθησαν από ροπή της φύσης τους προς τον μεριστό και σωματικό και διηρημένο έρωτα, που δεν είναι αληθινός έρωτας, αλλά είδωλο ή καλύτερα έκπτωση του οντως έρωτα. Είναι, πράγματι, ακατανόητο για το πλήθος το εναίο του θείου και ενός έρωτα. γι' αυτό επειδή δημιουργεί στους πολλούς την εντύπωση της απρέπειας, χρησιμοποιείται για τη θεία σοφία, με σκοπό να αναχθούν και να ανυψωθούν στη γνώση του πραγματικού έρωτα, έτσι ώστε να απαλλαγούν από την αποστροφή που τους προκαλεί.

Στα ανθρώπινα πράγματα τώρα, όπου οι χαμερπείς πολλές φορές θα μπορούσαν να φανταστούν κάτι άτοπο, χρησιμοποιείται κατά τρόπο που φαίνεται πιο εύφημος. "Έπεσε, λέει κάποιος, η αγάπη του σε μένα, οπως η αγάπη των γυναικών". Για όσους αφουγκράζονται σωστά τα θεία, το όνομα της αγάπης χρησιμοποιείται από τους ιερούς θεολόγους με την ίδια σημασία όπως το όνομα του έρωτα, σύμφωνα με τις θεϊκές αποκαλύψεις.

Αυτό λοιπόν το όνομα δηλώνει μια δύναμη ενοποιητική και συνδετική, εξαιρετικά συνεκτική, που προϋπάρχει μέσα στο ωραίο και αγαθό εξαιτίας του ωραίου και αγαθού, που συγκρατεί όσα ανήκουν στην ίδια τάξη με μια αμοιβαία αλληλοσύνδεση, που κινεί τα ανώτερα στην πρόνοια για τα κατώτερα και που εδραιωνει τα κατώτερασε μια κατάσταση ανάνηψης προς τα ανώτερα.


13. Ο θεϊκός έρωτας οδηγεί και σε έκσταση, αφού δεν αφήνει τους εραστές να ανήκουν στους εαυτούς τους αλλά στους ερωμένους. Το φανερώνουν αυτό τα ανώτερα όντα που επιδίδονται στην πρόνοια των κατωτέρων και όσα ανήκουν στην ίδια τάξη με την μεταξύ τους σύνδεση και τα κατώτερα με την θεϊκότερη ανάνηψη προς τα ανώτερα. Γι' αυτό και ο μέγας Παύλος, που κυριεύτηκε από το θείο έρωτα και κοινώνησε την εκστατική του δύναμη, λέει με ένθεο στόμα: "δεν ζω εγώ πλέον, ζει μέσα μου ο Χριστός", ως αληθινός εραστής, που βρίσκεται, όπως λέει ο ίδιος, σε έκσταση προς τον Θεό και δεν ζει την δική του ζωή αλλά τη ζωή αυτού που ερωτεύτηκε, που του είναι εξαιρετικά αγαπητή.

Πρέπει να τολμήσουμε να πούμε για χάρη της αλήθειας και το εξής: ότι και ο ίδιος o αίτιος των πάντων, με τον ωραίο και αγαθό έρωτα των πάντων, από υπερβολή της ερωτικής αγαθότητας, εξέρχεται από τον εαυτό του με την πρόνοιά του για όλα τα όντα, και κατά κάποιο τρόπο θέλγεται από αγαθότητα, αγάπη και έρωτα. Και από το να είναι υπεράνω όλων και να υπερέχει συντριπτικά απ' όλα κατέρχεται στην κατάστασή του να είναι μέσα σε όλα, σύμφωνα με μια υπερούσια εκστατική δύναμη, που όμως δεν τον μετακινεί από τον εαυτό του. Γι' αυτό και οι δεινοί στην ερμηνεία των θείων τον αποκαλούν "ζηλωτή", επειδή είναι μεγάλος ο αγαθός έρωτάς του προς τα όντα και επειδή ο έρωτας αυτός διεγείρει σε ζήλο την ερωτική του έφεση και έτσι τον αποδεικνύει "ζηλωτή", που στρέφεται με ζήλο σε όσα τον επιθυμούν και σε όσα δέχονται την πρόνοιά του. Γενικά, και ο έρωτας και το αντικείμενο του έρωτα ανήκουν στο ωραίο και αγαθό και προϋπάρχουν στο ωραίο και αγαθό και εξαιτίας του ωραίου και αγαθού υπάρχουν και λαμβάνουν ύπαρξη.


14. Τι είναι τώρα αυτό που εννοούν οι ιεροί συγγραφείς, όταν μερικές φορές ονομάζουν τον Θεό έρωτα και αγάπη και μερικές φορές εραστό και αγαπητό; Γιατί του έρωτα είναι αίτιος και κατά κάποιο τρόπο προβολέας και γεννήτορας, ενώ αντικείμενο του έρωτα είναι ο ίδιος. Με το ένα κινείται, ενώ με το άλλο κινεί, γιατί όντως ο ίδιος προάγει και κινεί τον εαυτό του μέσω του εαυτού του. Έτσι, λοιπόν, από τη μια τον ονομάζουν αγαπητό και εραστό, επειδή είναι ωραίος και αγαθός, ενώ από την άλλη έρωτα και αγάπη, επειδή είναι δύναμη κινητική και συγχρόνως αναγωγική προς τον εαυτό του. Αποτελεί τον μόνο που είναι αυτός καθ' εαυτόν ωραίος και αγαθός και κατά κάποιο τρόπο φανέρωση του εαυτού του μέσω του εαυτού του και αγαθή επίλαμψη της ασυγκρίτως υπερέχουσας ένωσης και ερωτική κίνηση απλή, που κινείται και ενεργεί από μόνη της, που προϋπάρχει στο αγαθό και από το αγαθό αναβλύζει σε όλα τα όντα και πάλι επιστρέφει στο αγαθό. Στο αγαθό ο θείος έρωτας φανερώνει με εξαίρετο τρόπο την δίχως τέλος και δίχως αρχή φύση του, σαν ένας αιώνιος κύκλος, που περιστρέφεται εξαιτίας του αγαθού, από το αγαθό, μέσα στο αγαθό και προς το αγαθό με μια σταθερή ανακύκληση, προχωρώντας αιωνίως και μένοντας και επιστρέφοντας στα ίδια κατά τον ίδιο τρόπο. Αυτά εισηγήθηκε κατά τρόπο ένθεο και ο ξακουστός μας μυσταγωγός στους ερωτικούς του ύμνους, τους οποίους δεν θα ήταν άτοπο να θυμηθούμε και να τοποθετήσουμε σαν μια ιερή κορωνίδα στο τέλος του λόγου μας για τον έρωτα.


Από τους ερωτικούς ύμνους του αγιοτάτου Ιεροθέου

15. Τον έρωτα, είτε θείο είτε αγγελικό είτε νοερό είτε ψυχικό είτε φυσικό τον ονομάσουμε, θα τον εννοήσουμε ως μια ενωτική και συνεκτική δύναμη, που κινεί κατά πρώτον τα ανώτερα στην πρόνοια για τα κατώτερα, κατά δεύτερον όσα βρίσκονται στην ίδια τάξη σε μια κοινωνική αλληλοσύνδεση και τέλος τα κατώτερα σε ανάνηψη προς τα καλύτερα και ανώτερα.


16. Αφού ταξινομήσαμε τους πολλούς έρωτες που προέρχεονται από τον ένα αναφέροντάς τους με τη σειρά, έχουμε κατόπιν αναπτύξει καταλλήλως και ποιες είναι οι δυνάμεις και οι γνώσεις και οι δυνάμεις των εγκόσμιων και υπερκόσμιων ερώτων, από τους οποίους υπερέχουν, σύμφωνα με τον προαναφερθέντα σκοπό του λόγου, οι τάξεις και διαβαθμίσεις των νοερών και νοητών ερώτων, μετά τους οποίους τοποθετούνται πιο ψηλά οι αυτοδύναμοι και θεϊκοί από τους εκεί πραγματικά ωραίους έρωτες. Τώρα πάλι, αφού τους συγκεντρώσουμε όλους εκ νέου στον ένα και συνεπτυγμένο έρωτα, που είναι ο πατέρας όλων αυτών, ας συσπειρώσουμε και συνάμα ας συναγάγουμε τις συνολικές ερωτικές τους δυνάμεις, συναιρώντας την πολλαπλότητά τους σε δύο καταρχήν είδη. Σ' αυτές βέβαια κυριαρχεί και με κάθε τρόπο προηγείται η επέκεινα πάντων απόλυτη αιτία κάθε έρωτα, προς την οποία ανυψώνεται, σύμφωνα με την φύση κάθε όντος, ο ολικός έρωτας που συνάγεται από όλα τα όντα.


17. Εμπρός λοιπόν, αφού συγκεντρώσουμε αυτές τις δυνάμεις και πάλι σε ένα, ας εξηγήσουμε ότι υπάρχει μία μόνο απλή δύναμη, η οποία αφ' εαυτού κινείται προς μία ενωτική συγχώνευση: ξεκινώντας από το αγαθό μέχρι το τελευταίο από τα όντα και από κείνο πάλι περνώντας διαδοχικά απ' όλα μέχρι το αγαθό, ανακυκλώνει τον εαυτό της εξαιτίας του εαυτού της και μέσω του εαυτού της και επί του εαυτού της και αιωνίως περιστρέφεται αμετάβλητα στον εαυτό της.


18. Θα μπορούσε τώρα κάποιος να παρατηρήσει: αν το ωραίο και αγαθό είναι σε όλα εραστό, επιθυμητό και αγαθό (γιατί το επιθυμεί, όπως έχουμε πει, και το μη ον και πασχίζει κατά κάποιο τρόπο να βρίσκεται μέσα σ' αυτό. επίσης, αυτό είναι που μορφοποιεί και τα άμορφα και πάνω σ' αυτό λέγεται και υπάρχει κατά τρόπο υπερούσιο ακόμη και το μη ον), πώς τότε το πλήθος των δαιμόνων δεν επιθυμούν το ωραίο και αγαθό, αλλά με το να μένουν προσκολλημένοι στην ύλη και να έχουν εκπέσει από την σταθερή αγγελική ιδιότητα, τη σχετική με την έφεση του αγαθού, γίνονται αιτία όλων των κακών και για τους εαυτούς τους και για τα άλλα όντα, όσα λέγεται ότι είναι γεμάτα κακία; Πώς ενώ το φύλο των δαιμόνων προήλθε καθ' ολοκληρία από το αγαθό δεν είναι αγαθόμορφο ή πώς αλλοιώθηκε, αν και προήλθε αγαθό από το αγαθό; Τι ήταν αυτό που το οδήγησε στο κακό και ποια είναι γενικά η φύση του κακού; Από ποια αιτία προήλθε και σε ποιο είδος όντων ανήκει; Και πώς θέλησε ο αγαθός να το δημιουργήσει; Κι αφού το θέλησε πώς μπόρεσε; Και αν προήλθε από άλλη αιτία το κακό, ποια άλλη αιτία εκτός από το αγαθό υπάρχει στα όντα; Και πώς τη στιγμή που υπάρχει η πρόνοια εξακολουθεί το κακό να υπάρχει, ή με το να συμβαίνει γενικά ή με το να μην αναιρείται; Και πώς κάποιο από τα όντα επιθυμεί το κακό και όχι το αγαθό;


19. Αυτόν λοιπόν τον λόγο απορίας θα μπορούσε ενδεχομένως να αρθρώσει κάποιος. Εμείς όμως θα αξιώσουμε να προσβλέψει απευθείας στην αλήθεια των πραγμάτων και θα τολμήσουμε κατά πρώτον την εξής απάντηση. το κακό δεν προέρχεται από το αγαθό και αν προέρχεται από το αγαθό δεν είναι κακό. Γιατί, όπως δεν είναι χαρακτηριστικό του πυρός να ψύχει, έτσι και το αγαθό δεν μπορεί να μην παράγει τα αγαθά. Και αν τα όντα όλα προέρχονται από το αγαθό (γιατί η φύση του αγαθού είναι να παράγει και να διασώζει, ενώ του κακού να φθείρει και να καταστρέφει), τότε κανένα ον δεν προέρχεται από το κακό. Ούτε το ίδιο το κακό μπορεί να υπάρχει, αν βέβαια είναι κακό από τη φύση του. Και αν δεν ισχύει αυτό, τότε το κακό δεν είναι ολοκληρωτικά κακό, αλλά έχει μια μοίρα αγαθού, στην οποία οφείλει γενικά την ύπαρξή του. Και αν τα όντα επιθυμούν το ωραίο και αγαθό και κάνουν όλες τις πράξεις τους για χάρη αυτού που τους φαίνεται αγαθό και αν συνολικά ο σκοπός των όντων έχει ως αρχή και τέλος το αγαθό (γιατί κανένα ον δεν κάνει τα έργα του αποβλέποντας στην φύση του κακού), τότε πώς μπορεί να υπάρχει το κακό ανάμεσα στα όντα ή πώς μπορεί - στην περίπτωση που υπάρχει - να είναι εντελώς αποστερημένο από μια τέτοια αγαθή έφεση;

Αν βέβαια τα όντα όλα προέρχονται από το αγαθό και το αγαθό βρίσκεται επέκεινα των όντων, τότε και το μη ον βρίσκεται μέσα στο αγαθό, ενώ το κακό ούτε ον είναι, αν βέβαια δεν είναι ολοκληρωτικά κακό, ούτε μη ον, γιατί το καθαυτό μη ον δεν είναι τίποτα, αν δεν εννοηθεί κατά τρόπο υπερούσιο μέσα στο αγαθό. Το αγαθό λοιπόν είναι πολύ πιο μπροστά εδραιωμένο πιο πάνω και από το απλώς ον και από το μη ον. Αντίθετα, το κακό δεν ανήκει ούτε στα όντα ούτε στα μη όντα, αλλά, επειδή απέχει από το αγαθό περισσότερο απ' ότι το ίδιο το μη ον, είναι πιο ξένο και πιο ανυπόστατο απ' ότι το μη ον.

Θα μπορούσε, ωστόσο, να ρωτήσει κάποιος: "Από που προέρχεται τότε το κακό; Γιατί αν δεν υπάρχει το κακό, αρετή και κακία θα είναι το ίδιο πράγμα και στην ολοκληρία τους και στις επί μέρους αναλογίες τους κι ούτε αυτό που μάχεται την αρετή θα είναι κακό. Και όμως είναι αντίθετα η εγκράτεια και η ακολασία, η δικαιοσύνη και η αδικία. Και δεν αναφέρομαι, βέβαια, ανάμεσα στον δίκαιο και τον άδικο, τον εγκρατή και τον ακόλαστο. αλλά και πριν από την εξωτερική διάσταση ανάμεσα στον ενάρετο και τον αντίθετό του, υπάρχει πολύ πιο μπροστά μέσα στην ίδια την ψυχή απόλυτη διάσταση των αρετών από τις κακίες, όπως επίσης και ασυμφωνία των παθών με την λογική. επομένως, είναι αναγκη να εννοήσουμε κάτι κακό που θα είναι αντίθετο στο αγαθό. Γιατί το αγαθό δεν μπορεί να είναι αντίθετο στον εαυτό του, αλλά επειδή προέρχεται από μια αρχή και είναι αποτέλεσμα μιας αιτίας, ευφραίνεται με επικοινωνία, ενότητα και φιλία. Ούτε το μικρότερο αγαθό είναι αντίθετο στο μεγαλύτερο, γιατί ούτε το λιγότερο θερμό ή ψυχρό είναι αντίθετο στο περισσότερο. Το κακό, λοιπόν, ανήκει στα όντα και έχει ύπαρξη και βρίσκεται σε διαρκή αντίθεση και διαμάχη με το αγαθό. Και αν το κακό αποτελεί φθορά των όντων, αυτό δεν το αποκλείει από το να έχει ύπαρξη, αλλά και το ίδιο να έχει ύπαρξη και να αποτελεί την γενεσιουργό αιτία άλλων όντων. Ή μήπως δεν γίνεται συχνά η καταστροφή του ενός να αποτελεί γένεση του άλλου; Και γίνεται μ' αυτόν τον τρόπο το κακό συντελεστής στην ολοκλήρωση του σύμπαντος, αφού προσφέρει με την παρουσία του στο σύμπαν τη δυνατότητα να μην είναι ατελές".


20. Να τι απαντά σε όλα αυτά ο λόγος της αλήθειας: το κακό ως κακό δεν αποτελεί την αιτία καμιάς ύπαρξης ή γένεσης, παρά μόνο κακοποιεί και καταστρέφει όσο εξαρτάται από αυτό, την υπόσταση των όντων. Αν κάποιος υποστηρίζει ότι αυτό είναι γενεσιουργός αιτία και ότι με τη φθορά του ενός προσφέρει γένεση σε κάποιο άλλο, μπορούμε να αποκριθούμε με γνώμονα την αλήθεια: δεν προσφέρει γένεση με την φθορά, αλλά ως φθορά και κακό φθείρει και κακοποιεί μόνο, ενώ η γένεση και η ύπαρξη δίνεται εξαιτίας του αγαθού. κι έτσι το κακό είναι φθορά από τον εαυτό του, ενώ γίνεται γενεσιουργός αιτία εξαιτίας του αγαθού. Επομένως, ως κακό ούτε έχει ύπαρξη ούτε δημιουργεί όντα, εξαιτίας ομως του αγαθού γίνεται και ον και αγαθό και δημιουργική αιτία αγαθών. Ή καλύτερα, δεν μπορεί να είναι το ίδιο πράγμα καθ' εαυτό και αγαθό και κακό, ούτε η ίδια δύναμη καθ' εαυτή να αποτελεί και φθορά και γένεση του ίδιου όντος ούτε καθαυτό δύναμη ή καθαυτό φθορά.


Το καθ' εαυτό κακό, λοιπόν, ούτε έχει ύπαρξη ούτε είναι αγαθό ούτε αποτελεί γενεσιουργό αιτία ούτε δημιουργεί όντα και αγαθά. Αντίθετα, το αγαθό κάνει τέλεια και αμιγή και εξ ολοκλήρου αγαθά τα όντα στα οποία εμφυτεύεται τελείως, ενώ όσα μετέχουν λιγότερο σ' αυτό γίνονται ατελώς αγαθά και αναμειγνύονται με άλλα στοιχεία εξαιτίας της ελλιπούς παρουσίας του αγαθού. Ώστε, το κακό δεν είναι καθόλου ούτε αγαθό ούτε αγαθοποιός δύναμη, αλλά αυτό που προσεγγίζει λιγότερο ή περισσότερο το αγαθό θα είναι και στον ανάλογο βαθμό αγαθό. Γιατί βέβαια η υπερτέλεια αγαθότητα, που διαπερνά όλα τα όντα, δεν προχωρίε μόνο μέχρι τις πανάγαθες ουσίες που βρίσκονται γύρω της, αλλά εκτείνεται ως τα έσχατα όντα και σε άλλα είναι ολικώς παρούσα, σε άλλα λιγότερο και σε άλλα ελάχιστα, ανάλογα με την δυνατότητα που έχει το κάθε ον να μετέχει σ' αυτήν.


Μερικά λοιπόν μετέχουν πλήρως στο αγαθό, άλλα το στερούνται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, άλλα έχουν μια πολύ αμυδρή συμμετοχή στο αγαθό και σε άλλα υπάρχει το αγαθό κατά μία έσχατη μόνο αντανάκλαση. Γιατί αν η παρουσία του αγαθού δεν αντιστοιχούσε στην αξία κάθε όντος, θα ήταν δυνατόν τα θεϊκότερα και ανώτερα όντα να κατέχουν την θέση των εσχάτων όντων. Εξάλλου, πώς θα ήταν δυνατόν όλα τα όντα να μετέχουν του αγαθού κατά τον ίδιο τρόπο, τη στιγμή που δεν είναι όλα κατά τον ίδιο τρόπο ικανά για την ολική μέθεξη του αγαθού;


Τώρα, βέβαια, αυτή είναι η ασύγκριτη υπεροχή της δύναμης του αγαθού, ότι δηλαδή ενδυναμώνει αυτά που το στερούνται και συνάμα ενισχύει την στέρηση του εαυτού του, με σκοπό όλα γενικά νε μετέχουν σ' αυτό. Κι αν πρέπει να πω την αλήθεια με τολμηρό τρόπο, και όσα αντιμάχονται το αγαθό με τη δική του δύναμη υπάρχουν και μπορούν να το αντιμάχονται. Ή καλύτερα, για να συνοψίσω, όλα τα όντα, ως προς το ότι έχουν ύπαρξη, είναι αγαθά και προέρχονται από το αγαθό, ενώ ως προς το ότι στερούνται το αγαθό, ούτε είναι αγαθά ούτε ανήκουν στα όντα. Γιατί στην περίπτωση των άλλων ιδιοτήτων, όπως η θερμότητα ή η ψυχρότητα, εξακολουθούν να υπάρχουν αυτά που θερμαίνονται ή ψυχραίνονται, ακόμα κι όταν τα εγκαταλείψει η θερμότητα ή η ψυχρότητα, όπως επίσης υπάρχουν πολλά όντα που είναι άμοιρα και ζωής και νου. Και ο Θεός βρίσκεται έξω από κάθε ουσία, υπάρχει όμως κατά τρόπο υπερούσιο. Και απλώς, σχετικά με όλα τα άλλα, κι όταν χαθεί μια ιδιότητα ή χωρίς αυτή να έχει εμφανιστεί ποτέ, τα όντα υπάρχουν και μπορούν να υφίστανται. Αντίθετα, αυτό που με κανένα τρόπο δεν έχει μετοχή στο αγαθό, πουθενά και με κανένα τρόπο ούτε υπήρξε ούτε υπάρχει ούτε θα υπάρξει ούτε μπορεί να υπάρχει. Για παράδειγμα ο ακόλαστος, αν και έχει στερηθεί το αγαθό λόγω της άλογης επιθυμίας, δεν βρίσκεται βέβαια σ' αυτό ούτε επιθυμεί τα όντα, αλλά μετέχει του αγαθού, τουλαχιστον κατά την αμυδρή αυτή αντιλαμπή της ένωσης και αγάπης. Και ο θυμός μετέχει του αγαθού, επειδή ακριβώς είναι κίνηση και ωθεί στην επιθυμία αυτά που θεωρούνται κακά να ανορθωθούν και να επανέλθουν σε αυτά που θεωρούνται καλά. Ακόμα κι αυτός που επιθυμεί τη χειρότερη ζωή, επειδή γενικά επιθυμεί τη ζωή και μάλιστα αυτή που του φαίνεται καλύτερη, μετέχει του αγαθού, τουλάχιστον κατά το ότι επιδεικνύει επιθυμία και επιθυμεί τη ζωή και αποσκοπεί στην άριστη ζωή.


Και αν εξαφανίσεις ολότελα το αγαθό, ούτε ουσία θα υπάρχει, ουτε ζωή ούτε έφεση ούτε κίνηση ούτε τίποτε άλλο. Επομένως, και το να προκαλείται από τη φθορά γένεση δεν είναι δύναμη του κακού, αλλά μικρότερη παρουσία του αγαθού, όπως και η νόσος είναι έλλειψη τάξεως, όχι βέβαια ολόκληρης. γιατί αν γίνει αυτό, δεν θα υπάρχει ούτε η ίδια η νόσος. η νόσος παραμένει και υπάρχει μόνο όταν έχει ουσία την ελάχιστη τάξη, μέσα στην οποία στηρίζει την ύπαρξή της. Γιατί οτιδήποτε είναι εντελώς άμοιρο του αγαθού ούτε υπάρχει ούτε ανήκει στα όντα. Αυτό όμως που έχει μικτή φύση εξαιτίας του αγαθού ανήκει στα όντα. Μάλιστα ανήκει στα όντα και υπάρχει μόνο στο βαθμό που μετέχει στο αγαθό. Ή μάλλον, όλα τα όντα μπορούν να έχουν μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ύπαρξης ανάλογα με το βαθμό μετοχής στο αγαθό. Γιατί όσον αφορά στο καθαυτό "είναι", αυτό που δεν υπάρχει με κανένα τρόπο δεν πρόκειται ουτε να υπάρξει. Αυτό όμως που εν μέρει είναι ον και εν μέρει μη ον δεν έχει ύπαρξη στο βαθμό που έχει εκπέσει από το αιώνιο ον, ενώ στο βαθμό που μεταλαμβάνει το "είναι" υπάρχει και ανάλογα, και έτσι διατηρείται και διασώζεται τόσο η όλη ύπαρξή του όσο και η μη ύπαρξή του.


Και το κακό που έχει εκπέσει εντελώς από το αγαθό δεν μπορεί να είναι αγαθό ούτε σε μεγάλο βαθμό ούτε σε μικρότερο. Όμως αυτό που εν μέρει είναι αγαθό και εν μέρει μη αγαθό, αντιμάχεται βέβαια μέρος του αγαθού, όχι όμως ολόκληρο το αγαθό. Διατηρείται μάλιστα και αυτό χάρη στη μετουσία του αγαθού και έτσι το αγαθό δίνει ύπαρξη ακόμα και στην στέρηση του εαυτού τουμέσω της όλης μέθεξής του. Γιατί αν απομακρυνθεί εντελώς το αγαθό, δεν θα υπάρχει τίποτα ούτε ολοκληρωτικά αγαθό ούτε ανάμμικτο ούτε καθαυτό κακό. Αν το κακό είναι ατελές αγαθό, με την παντελή απουσία του αγαθού θα χαθεί και τι ατελές και το τέλειο αγαθό. Και μόνο τότε μπορεί να υπάρχει και να εμφανίζεται το κακό όταν είναι κακό απέναντι σ' αυτά στα οποία εναντιώνεται και όταν απομακρύνεται από άλλα επειδή είναι αγαθά. Γιατί σε κάθε περίπτωση είναι αδύνατο να μάχονται μεταξύ τους τα ίδια πράγματα σε σχέση με τα ίδια πράγματα. Επομένως, το κακό δεν είναι ον.



21. Αλλά ούτε μέσα στα όντα δεν υπάρχει το κακό. Γιατί αν όλα τα όντα προέρχονται από το αγαθό, αν το αγαθό βρίσκεται σε όλα τα όντα και αν το αγαθό περιλαμβάνει όλα τα όντα, τότε ή δεν υπάρχει το κακό στα όντα ή βρίσκεται μέσα στο αγαθό. Αλλά βέβαια στο αγαθό δεν μπορεί να βρίσκεται, γιατί όπως το ψυχρό δεν μπορεί να βρίσκεται μέσα στο πυρ, έτσι και η κακία δεν μπορεί να βρίσκεται μέσα σ' αυτό που μετατρέπει και το κακό σε αγαθό. Αν όμως υπάρχει, με ποιο τρόπο υπάρχει μέσα στο αγαθό το κακό; Να προέρχεται από το ίδιο το αγαθό είναι άτοπο και αδύνατο. γιατί "δεν μπορεί", όπως λέει η αλήθεια των Γραφών, "δέντρο αγαθό να κάνει πονηρούς καρπούς" ούτε βέβαια το αντίθετο. Αν λοιπόν δεν προέρχεται από το αγαθό, είναι φανερό ότι προέρχεται από άλλη αρχή και αιτία. Έτσι όμως ή το κακό προέρχεται από το αγαθό ή το αγαθό από το κακό. κι αν αυτό δεν είναι δυνατό, τότε και το αγαθό και το κακό προέρχεονται από άλλη αρχή και αιτία. Γιατί καμιά δυάδα δεν μπορεί να είναι αρχή. η μονάδα είναι η αρχή κάθε δυάδας.


Και όμως είναι άτοπο από ένα και το αυτό να προέρχονται και να λαμβάνουν ύπαρξη δύο εντελώς αντίθετα. Αυτή η αρχή δεν θα μπορούσε να είναι απλή και ενιαία, αλλά διαιρετή και δίμορφη, αντίθετη στον εαυτό της και αλλοιωμένη. Και βέβαια ούτε είναι δυνατόν να υπάρχουν δύο αντίθετες αρχές των όντων, κι αυτές να βρίσκονται η μια στην άλλη και στο σύμπαν και να έχουν αμοιβαία αντιπαλότητα. Γιατί αν αυτό θεωρηθεί δεδομένο, ο Θεός δεν θα είναι απαθής ούτε έξω από κάθε διαταραχή. Κι αν υπήρχε κάτι που να τον ενοχλεί , σ' αυτήν την περίπτωση θα έπρεπε όλα να είναι σε αταξία και σε διαρκή αντιπαράθεση. Αντίθετα, το αγαθό μεταδίδει σε όλα τα όντα την αγάπη και οι ιεροί συγγραφείς το εξυμνούν ως απόλυτη ειρήνη και χορηγό της ειρήνης.


Γι' αυτό και τα αγαθά είναι φιλικά μεταξύ τους και βρίσκονται όλα σε κατάσταση αρμονίας. όλα είναι βλαστήματα μιας ζωής και αποβλέπουν προς ένα αγαθό. όλα είναι προσηνή, έχουν όμοια φύση και είναι ευπροσήγορα το ένα στο άλλο. Επομένως, το κακό δεν βρίσκεται στον Θεό ούτε το κακό είναι ένθεο.


Αλλά ούτε από το Θεό προέρχεται το κακό. Γιατί ή δεν είναι αγαθός ο Θεός ή αγαθοποιεί και παράγει αγαθά. Δεν γίνεται κάποτε να παράγει αγαθά και μόνο μερικά, κάποτε όμως όχι και όχι όλα. Γιατί σε μια τέτοια περίπτωση θα υποστεί μεταβολή και αλλοίωση και μάλιστα αναφορικά με το πιο θεϊκό απ' όλα, την αιτία. Αν λοιπόν το αγαθό είναι μέσα στο Θεό ύπαρξη, ο θεός που μετακινείται από το αγαθό θα είναι πότε ων και πότε μη ων. Κι αν πάλι έχει το αγαθό από μέθεξη, αναμφίβολα θα το έχει από κάποιον άλλο, κι έτσι πότε θα το έχει και πότε δεν θα το έχει. Επομένως, το κακό δεν προέρχεται από τον Θεό και δεν βρίσκεται μέσα στον Θεό, ούτε σε απόλυτο βαθμό ούτε με χρονική σχέση.



22. Αλλά ούτε στους αγγέλους βρίσκεται το κακό. Γιατί αν ο αγαθόμορφος άγγελος είναι αγγελιοφόρος της θείας αγαθότητας (και έτσι είναι κατά δεύτερο λόγο και κατόπιν μέθεξης ό,τι είναι το αγγελόμενο κατά τρόπο πρωταρχικό και ως αιτία), τότε ο άγγελος είναι εικόνα του Θεού, φανέρωση του αφανούς φωτός, κάτοπτρο αστραφτερό, διαυγέστατο, άφθαρτο, άχραντο, ακηλίδωτο, που δέχεται μέσα του, αν επιτρέπεται να μιλήσω έτσι, όλη την ωραιότητα της αγαθόμορφης θεϊκής οντότητας και που ακτινοβολεί στον εαυτό του κατά τρόπο αμιγή (όσο είναι αυτό δυνατόν) την αγαθότητα της μυστικής σιγής. Άρα, το κακό δεν βρίσκεται ούτε στους αγγέλους.


Αλλά μήπως αυτοί είναι κακοί με το να τιμωρούν αυτούς που αμαρτάνουν; Κάτω απ' αυτή τη λογική, όμως, θα είναι κακοί και αυτοί που σωφρονίζουν τους παραβάτες και οι ιερείς που αποκλείουν τον βέβηλο από τα θεία μυστήρια. Ωστόσο, δεν είναι κακό το να τιμωρείται κανείς, αλλά το να γίνεται άξιος τιμωρίας, ούτε το να εμποδίζεται, όπως το αξίζει, από τα ιερά, αλλά το να γίνεται μιαρός και ανίερος και ακατάλληλος για τα άχραντα μυστήρια.


23. Αλλά ούτε οι δαίμονες είναι κακοί από τη φύση τους. Γιατί αν είναι κακοί από τη φύση τους, ούτε προέρχονται από το αγαθό ούτε ανήκουν στα όντα ούτε έχουν εκπέσει από το αγαθό, μια και είναι πάντοτε και από τη φύση τους κακοί. Επιπλέον, είναι κακοί για τους εαυτούς τους ή για άλλους; Αν ισχύει η πρώτη περίπτωση, τότε καταστρέφουν τον εαυτό τους. Αν ισχύει η δεύτερη περίπτωση, πώς καταστρέφουν ή τι καταστρέφουν; Ουσία δύναμη ή ενέργεια; Αν καταστρέφουν την ουσία, κατά πρώτον δεν μπορούν να το κάνουν αντίθετα στη φύση τους, γιατί δεν μπορούν να φθείρουν αυτά που είναι άφθαρτα από τη φύση τους, παρά μόνο αυτά που επιδέχονται φθαρτά. Κατά δεύτερον, αυτή η φθορά δεν είναι κακό σε κάθε περίπτωση και κάτω από όλες τις συνθήκες. Ούτε βέβαια μπορεί να καταστραφεί κάποιο ον αναφορικά με την ουσία και τη φύση του, αλλά με την έλλειψη της φυσικής τάξης ο λόγος της αρμονίας και της συμμετρίας αδυνατεί να παραμείνει στην ίδια κατάσταση. Η αδυναμία αυτή δεν είναι πλήρης. Γιατί αν ήταν πλήρης, θα κατάστρεφε και τη φθορά και το υποκείμενο της φθοράς και έτσι μια τέτοια φθορά θα ήταν και φθορά τους εαυτού της. Επομένως, μια τέτοια αδυναμία δεν είναι κακό, αλλά ελλιπές αγαθό, γιατί το ολωσδιόλου άμοιρο του αγαθού δεν μπορεί να υπάρχει ούτε ανάμεσα στα όντα, Και σχετικά με τη φθορά της δύναμης και της ενέργειας ισχύουν τα ίδια πράγματα.


Ακολούθως, πώς γίνεται οι δαίμονες, αφού προήλθαν από τον Θεό, να είναι κακοί; Γιατί το αγαθό παράγει και δίνει υπόσταση μόνο σε αγαθά. Θα μπορούσε βέβαια κανείς να απαντήσει ότι λέγονται κακοί, αλλά όχι για την ουσία της ύπαρξής τους (γιατί προέρχονται από το αγαθό και τους έχει δοθεί αγαθή ουσία), αλλά σχετικά μ' αυτό που δεν είναι, επειδή δεν είχαν το σθένος, όπως λένε οι Γραφές, "να διατηρήσουν το αξίωμά τους". Γιατί, πες μου, σε τι λέμε ότι έγιναν κακοί οι δαίμονες, αν όχι στη διακοπή της επιθυμίας και της πραγματοποίησης των θείων αγαθών;

Εξάλλου αν είναι από την φύση τους κακοί οι δαίμονες, θα πρέπει να είναι πάντοτε κακοί· κι όμως το κακό είναι ασταθές. Επομένως, εάν παραμένουν πάντοτε στήν ίδια κατάσταση δεν είναι κακοί· γιατί το να παραμένει πάντοτε αμετάβλητο είναι ίδιον του αγαθού. Αν όμως δεν είναι πάντοτε κακοί, δεν είναι από την φύση τους κακοί, αλλά από έλλειψη των αγγελικών αγαθών. Και δεν είναι εντελώς άμοιροι του αγαθού, καθότι έχουν λάβει ύπαρξη και ζουν και σκέφτονται και γενικά υπάρχει σ' αυτούς κάποια κίνηση επιθυμίας. Κακοί ονομάζονται εξαιτίας της αδυναμίας τους να ενεργούν σύμφωνα με τη φύση τους. Το κακό είναι λοιπόν σ' αυτούς μια παρεκτροπή, μια παρέκκλιση απ'αυτά που ανήκουν στη φύση τους, αποτυχία, ατέλεια, αδυναμία, καθώς επίσης εξασθένιση, απομάκρυνση καί έκπτωση της δύναμης που διασώζει σ'αυτούς την τελειότητα.

Εξάλλου, τι είναι το κακό στους δαίμονες; Παράλογος θυμός, ανόητη επιθυμία, αχαλίνωτη φαντασία. Αλλά αυτά, αν και υπάρχουν στους δαίμονες, δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις ή για όλα τα όντα κακάούτε είναι αυτά καθ' εαυτά κακά. Γιατί υπάρχουν και άλλοι ζωντανοί οργανισμοί, στους οποίους δεν είναι η πρόσκτηση αυτών των ιδιοτήτων αλλά η έλλειψή τους που αποτελεί για το ζώο φθορά και κακό· η πρόσκτησή τους σώζει και οδηγεί στην ύπαρξη τη φύση του ζώου που τις έχει. Άρα, δεν είναι κακό το φύλο των δαιμόνων σ'ότι είναι σύμφωνα με τη φύση του, αλλά σ'ότι δεν είναι. Και δεν αλλοιώθηκε το συνολικό αγαθό που τους δόθηκε, αλλά αυτοί εξέπεσαν από το συνολικό αγαθό που τους δόθηκε. Και δεν μπορούμε να πούμε ότι αλλοιώθηκαν ποτέ οι αγγελικές δωρεές που έλαβαν αυτοί, αλλά υπάρχουν και μάλιστα είναι ακέραιες και ολόλαμπρες, κι ας μην τις βλέπουν οι ίδιοι, επειδή σφράγισαν την ικανότητά τους να βλέπουν το αγαθό. Επομένως, ως προς την ουσία τους, και από το αγαθό προέρχονται και αγαθοί είναι και για το ωραίο και αγαθό δείχνουν έφεση, καθώς επιθυμούν την ύπαρξη, τη ζωή, τη νόηση των όντων· ονομάζονται κακοί με τη στέρηση, αποφυγή και έκπτωση από τα αγαθά που ανήκουν στη φύση τους. Είναι κακοί αναφορικά μ' αυτό που δεν είναι. Επιθυμούν το κακό, γιατί επιθυμούν το μη ον.

24. Αλλά ίσως κάποιος μιλήσει για κακές ψυχές. Αν εννοεί ότι είναι κακές, επειδή έρχονται σε επαφή με κακούς, όταν προνοούν για τη σωτηρία τους, αυτό δεν είναι κακό αλλά αγαθό και προέρχεται από το αγαθό που οδηγεί και το κακό στο αγαθό. Κι αν λέμε ότι οι ψυχές γίνονται κακές, δεν γίνονται κακές  για τίποτε άλλο, παρά για την έλλειψη αγαθών έξεων και ενεργειών, καθώς επίσης και για την αποτυχία τους -εξαιτίας της δικής τους αδυναμίας -να πετύχουν το αγαθό και για την έκπτωσή τους από το αγαθό. Γιατί και για τον αέρα που μας περιβάλλει λέμε ότι σκοτεινιάζει εξαιτίας της έλλειψης και απουσίας του φωτός, ενώ το ίδιο το φως είναι πάντοτε φως,  αυτό που φωτίζει και στο σκοτάδι. Επομένως, ούτε στους δαίμονες ούτε σε μας δεν υπάρχει το κακό, ως ουσία του κακού, αλλά ως έλλειψη και στέρηση της τελειότητας των αγαθών της φύσης μας.


25.  Αλλά ούτε στα άλογα ζώα δεν υπάρχει το κακό. Γιατί αν αφαιρέσεις το θυμό, την επιθυμία και τα άλλα, όσα λέγεται ότι είναι κακά, αλλά δεν είναι απολύτως κακά, αναφορικά με τη δική τους φύση, τότε το λιοντάρι, για πάραδειγμα, αν χάσει τη δύναμή του και την υπερηφάνειά του δεν θα είναι λιοντάρι· κι αν το σκυλί γίνει φιλικό προς όλους, δεν θα είναι σκυλί, αν βέβαια χαρακτηριστικό του σκύλου είναι η ιδιότητα του φύλακα, καθώς και το να δέχεται τον δικό του και να διώχνει τον ξένο. Ώστε, το να μην αλλοιώνεται η φύση δεν είναι κακό· αλλοίωση της φύσης είναι η αδυναμία και η έλλειψη των φυσικών έξεων και ενεργειών και δυνάμεων. Κι αν όλα όσα γεννιούνται αποκτούν την τελειότητα με τον χρόνο, ούτε το ατελές  δεν είναι εντελώς αντίθετο γενικά με τη φύση.                         


26. Αλλά ούτε στη φύση συνολικά δεν υπάρχει το κακό. Γιατί αν όλοι οι φυσικοί λόγοι προέρχονται από το καθολικό σύστημα της φύσης, τίποτα δεν είναι αντίθετο σ' αυτή. Στα επιμέρους όμως, το ένα είναι σύμφωνο με τη φύση και το άλλο δεν είναι είναι σύμφωνο με τη σφύση. Γιατί σε κάθε περίπτωση είναι και διαφορετικό αυτό που είναι αντίθετο στη φύση· στη μια περίπτωση είναι κατά φύση και στην άλλη παρά φύση. Κακία της φύσης είναι το παρά φύση, η στέρηση δηλαδή των στοιχείων της φύσης. Επομένως δεν υπάρχει κακή φύση, αλλά το κακό στη φύση είναι το εξής:  το να αδυνατούν τα φυσικά στοιχεία να εκτελούν όσα συμφωνούν με τη φύση τους.


27. Αλλά το κακό δεν υπάρχει ούτε μέσα στα σώματα. Γιατί η ασχήμια και η αρώστια είναι έλλειψη μορφής καί στέρηση τάξης του σώματος. Αυτό όμως δεν είναι ολότελα κακό, αλλά μικρότερο καλό. Γιατί αν συνέβαινε ολική απώλεια της ομορφιάς, της μορφής και τής τάξης, τότε θα χανόταν και τό ίδιο το σώμα. Ότι μάλιστα το σώμα δεν είναι αίτιο ούτε κακίας στη ψυχή γίνεται φανερό από το ότι είναι δυνατόν και χωρίς το σώμα να υποβόσκει η κακία, όπως γίνεται στους δαίμονες. Γιατί αυτό είναι το κακό και για τους νόες και τις ψυχές και τα σώματα, η αδυναμία δηλαδή της κατοχής των οικείων για το καθένα αγαθών και η έκπτωση από αυτά.


28. Αλλά ούτε βέβαια το περιβόητο, που λένε, ότι "στην ύλη βρίσκετια το κακό, καθότι είναι ύλη" ισχύει. Γιατί και η ίδια η ύλη έχει συμμετοχή στην ευταξία, την ομορφιά και την μορφή. Αν η ύλη βρισκόταν έξω από όλα αυτά και ήταν καθ' εαυτήν χωρίς ποιόν και χωρίς μορφή, πώς θα δημιουργούσε οτιδήποτε, τη στιγμή που η ίδια καθ' εαυτήν δεν θα είχε ούτε την δυνατότητα να πάσχει;
Άλλωστε πώς μπορεί η ύλη να είναι κακό; Αν δεν υπάρχει πουθενά και με κανένα τρόπο, δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό. Αν όμως έχει με κάποιο τρόπο ύπαρξη, δεδομένου ότι όλα τα όντα προέρχονται από το αγαθό, τότε και η ύλη πρέπει να προέρχεται από το αγαθό, οπότε ή το αγαθό δημιουργεί το κακό ή το κακό, ως προερχόμενο από το αγαθό, είναι αγαθό· ή το κακό είναι δημιουργικός παράγοντας αγαθού ή το αγαθό, ως προερχόμενο από το κακό, είναι κακό· ή πάλι θα υπάρχουν δύο αρχές, και αυτές εξαρτημένες από μια άλλη κορυφή.

Αν η ύλη είναι, όπως λένε, αναγκαία για τη συμπλήρωση του σύμπαντος κόσμου, πώς μπορεί η ύλη να είναι κακό; Γιατί άλλο είναι το κακό και άλλο το αναγκαίο. Πώς λοιπόν ο αγαθός από το κακό οδηγεί μερικά πράγματα προς τη γένεσή τους; Ή πώς είναι κακό  αυτό που έχει ανάγκη του αγαθού; Γιατί αποφεύγει τη φύση του αγαθού το κακό. Πώς μπορεί να γεννά και να τρέφει τη φύση η ύλη, αν είναι κακή; Γιατί το κακό, ως κακό, δεν μπορεί να γεννήσει τίποτα ή να θρέψει  ή γενικά να δημιουργήσει ή να σώσει;

Αν τώρα υποστήριζε κάποιος ότι η ύλη δεν δημιουργεί κακία στις ψυχες, αλλά τις έλκει προς το κακό, πώς μπορεί αυτό να είναι αληθινό; Γιατί πολλές ψυχές αποβλέπουν στο αγαθό. Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό, αν η ύλη οπωσδήποτε τις τραβούσε αυτές στο κακό; Επομένως, το κακό στις ψυχές δεν προέρχεται από την ύλη, αλλά από την άτακτη και πλημμελή κίνηση. Αν βέβαια ισχυριστούν και αυτό, ότι η κίνηση αυτή ακολουθεί οπωσδήποτε την ύλη, και η άστατη ύλη είναι αναγκαία για όσους δεν μπορούν να εδραιωθούν από μόνοι τους, τότε πώς μπορεί το κακό να αναγκαίο ή το αναγκαίο κακό;


29. Αλλά ούτε αυτό που λέμε συνήθως ισχύει, ότι η στέρηση μάχεται το αγαθό με δύναμη δική της. Γιατί η ολική στέρηση είναι εντελώς αδύναμη, ενώ η μερική στέρηση οφείλει τη δύναμή της όχι στο ότι είναι στέρηση, αλλά στο ότι δεν είναι ολική στέρηση. Όταν δηλαδή έχουμε μερική στέρηση του αγαθού, δεν έχουμε ακόμη κακό· όταν πάλι συμβεί ολική στέρηση του αγαθού, τότε χάνεται και η φύση του κακού.


30. Θα συνοψίσω λέγοντας ότι το αγαθό προέρχεται από τη μια και καθολική αιτία, ενώ το κακό από πολλές και μερικές ελλείψεις του αγαθού. Ο Θεός γνωρίζει το κακό σ'ότι είναι αγαθό και γι' αυτόν οι αιτίες των κακών είναι δυνάμεις αγαθοεργές. Γιατί αν το κακό είναι αΐδιο και δημιουργεί και έχει δύναμη και υπάρχει και δρα, από που λαμβάνει όλες αυτές τις ικανότητες; Από το αγαθό ή μήπως το αγαθό από το κακό ή πάλι και τα δύο από άλλη αιτία; Κάθε τι που είναι σύμφωνο με τη φύση γεννάται από ορισμένη αιτία. Αν λοιπόν το κακό είναι αναίτιο και αόριστο, δεν είναι κατά φύση, γιατί το παρά φύση δεν βρίσκεται μέσα στη φύση, οπως η αιτία της ατεχνίας δεν βρίσκεται στην τέχνη; Μήπως τότε αιτία των κακών είναι η ψυχή, όπως το πυρ είναι αιτία του "θερμαίνειν", και όλα όσα πλησιάζει τα γεμίζει κακία; Ή μήπως είναι αγαθή η φύση της ψυχής και μόνο με τις ενέργειές της πότε εμφανίζεται έτσι και πότε αλλιώς; Αν βέβαια η ύπαρξη της ψυχής είναι από τη φύση της κακή, τότε από που προέρχεται η ύπαρξή της; Μήπως από την αγαθή αιτία που δημιούργησε όλα τα όντα; Αλλά, αν προέρχεται απ' αυτή πώς μπορεί να έχει ουσία κακή; Για΄τι όλα όσα προέρχεονται από αυτή είναι αγαθά. Αν τώρα είναι κακή ως προς τις ενέργειες, ούτε αυτό δεν είναι αμετάβλητο. Αν όχι, από που προέρχονται οι αρετές της, αν αυτή δεν έχει γίνει αγαθόμορφη; Απομένει λοιπόν το συμπέρασμα ότι το κακό είναι αδυναμία και έλλειψη του αγαθού.


31.  Το αίτιο των αγαθών είναι ένα. Αν το κακό είναι αντίθετο στο αγαθό, τα αίτια του κακού είναι πολλά. Δεν είναι βέβαια δημιουργικές αιτίες των κακών κάποιες αρχές και δυνάμεις, αλλά η αδυναμία και η ασθένεια και η ασύμμετρη ανάμειξη των ανόμοιων πραγμάτων. Τα κακά δεν είναι ακίνητα και πάντοτε αμετάβλητα, αλλά άπειρα και αόριστα και μεταφέρονται σε άλλα που είναι κι αυτά άπειρα. Των πάντων, άρα και των κακών, αρχή και τέλος δεν μπορεί παρά να είναι το αγαθό· γιατί εξαιτίας του αγαθού υπάρχουν τα πάντα και τα αγαθά και τα αντίθετά τους. Γιατί και αυτά τα κάνουμε από πόθο του αγαθού· κανένας βέβαια δεν κάνει ό,τι κάνει αποσκοπώντας στο κακό. Γι' αυτό το κακό δεν έχει υπόσταση παρά μόνο μια εκφυλισμένη ύπαρξη, αφού αποκτά ύπαρξη εξαιτίας του αγαθού και όχι από τον εαυτό του.


32. Την ύπαρξη του κακού πρέπει να την εκλάβουμε κατά "συμβεβηκός" και από άλλη αιτία και όχι από δική του αρχή. Ώστε αυτό που γίνεται φαίνεται βέβαια ότι είναι ορθό, επειδή γίνεται εξαιτίας του αγαθού, στην πραγματικότητα όμως δεν είναι ορθό, γιατί θεωρούμε αγαθό το μη αγαθό. Έχει αποδειχθεί ότι άλλο είναι το απιθυμητό κι άλλο αυτό που γίνεται. Το κακό λοιπόν είναι παρέκκλιση από την πορεία, από τον σκοπό, από την φύση, από την αιτία , από την αρχή, από το τέλος, από το όριο, από τη βούληση και από την υπόσταση. Επομένως το κακό είναι στέρηση και έλλειψη και ασθένεια και ασυμμετρία και αμαρτία, απουσία σκοπού και ομορφιάς, έλλειψη ζωής, νου και λογικής· είναι ατελές, αθεμελίωτο, αναίτιο, αόριστο, άγονο, ανενεργό, και αδρανές, χωρίς τάξη, ανόμοιο, άπειρο, σκοτεινό και χωρίς ουσία· καθεαυτό είναι ολωσδιόλου και παντοιοτρόπως χωρίς ύπαρξη.

Πώς όμως το κακό αποκτά γενικά κάποια δύναμη με την ανάμειξή του με το αγαθό; Γιατί αυτό που είναι εντελώς άμοιρο του αγαθού δεν έχει ούτε κάποιο είδος ύπαρξης ούτε δύναμη. Κι όμως, αν το αγαθό είναι ον, με βούληση, δύναμη και ενεργητικότητα, πώς έχει κάποια δύναμη το αντίθετο του αγαθού, που είναι στερημένο από ουσία, βούληση, δύναμη και ενέργεια; Δεν είναι όλα στα πάντα και σε κάθε περίπτωση τα ίδια και κάτω από τις ίδιες συνθήκες κακά. Για τον δαίμονα κακό είναι η παρέκκλιση από τον αγαθόμορφο νου· για την ψυχή η παρέκκλιση από την λογική· για το σώμα η παρέκκλιση από τη φύση.


33. Πώς μπορούν γενικά να υπάρχουν τα κακά τη στιγμή που υπάρχει πρόνοια; Το κακό, ως κακό, ούτε ύπαρξη έχει ούτε βρίσκεται μέσα στα όντα. Και κανένα από τα όντα δεν βρίσκεται εκτος προνοίας, γιατί το κακό δεν έχει ούτε καν ύπαρξη, αν είναι ανεξάρτητο από το αγαθό. Κι αν κανένα από τα οντα δεν είναι αμέτοχο του αγαθού και κακό είναι η έλλειψη του αγαθού, ενώ κανένα από τα όντα δεν στερείται εντελώς το αγαθό, τότε σε όλα τα όντα υπάρχει η θεία πρόνοιακαι κανένα από τά όντα δεν είναι εκτός πρόνοιας. Αλλά και αυτούς που γίνονται κακοί η πρόνοια τους χρησιμοποιεί κατά τρόπο αγαθοπρεπή για ωφέλεια των ιδίων ή άλλων, ατομική ή κοινή, και προνοεί για το καθένα από τα όντα κατά τρόπο που του ταιριάζει.

Γι' αυτό και δεν θα αποδεχθούμε τον πρόχειρο λόγο των πολλών, οι οποίοι λένε ότι πρέπει η πρόνοια να μας οδηγεί στην αρετή και χωρίς τη θέλησή μας· το να αλλοιώνει τη φύση δεν είναι χαρακτηριστικό της πρόνοιας. Επομένως, ως πρόνοια που διασώζει τη φύση κάθε όντος, προνοεί για τα αυτεξούσια ως αυτεξούσια και για τα συνολικά και τα καθ' έκαστον κατά τρόπο που είναι οικείος στο καθολικό και ατομικό, στο βαθμό που η φύση των αντικειμένων της πρόνοιας επιδέχεται τις προνοητικές ευεργεσίες της καθολικής και παντοειδούς πρόνοιας, που παρέχονται ανάλογα με το κάθε ον.


34. Επομένως, το κακό δεν είναι ον ούτε ανήκει στα όντα. Πουθενά δεν υπάρχει το κακό ως κακό. Και το κακό συμβαίνει όχι κατά δύναμη, αλλά από αδυναμία. Και η ουσία της ύπαρξης των δαιμόνων προέρχεται από το αγαθό και είναι αγαθή. Το κακό σ' αυτούς προέρχεται από την έκπτωση των αγαθών της φύσης τους και αλλοίωση είναι η αδυναμία τους να παραμένουν σταθεροί στην κατοχή της αγγελικής τελειότητας που τους ταιριάζει. Επιθυμούν το αγαθό, στο βαθμό που επιθυμούν την ύπαρξη, τη ζωή και τη νόηση. Στο βαθμό όμως που δεν επιθυμούν το αγαθό, επιθυμούν το μη ον. Και δεν είναι αυτό έφεση, αλλά αστοχία της πραγματικής εφέσεως.


35. Οι Γραφές ονομάζουν "εν γνώσει αμαρτάνοντας" αυτούς που παρουσιάζονται αδύναμοι σχετικά με την αληθινή γνώση ή την πραγματοποίηση του αγαθού και αυτούς που γνωρίζουν το θέλημα του Θεού και δεν το εκτελούν· επίσης αυτούς που έχουν ακούσει μεν, αλλά είναι αδύναμοι στην πίστη ή την πραγματοποίηση του αγαθού. Μερικοί μάλιστα δεν έχουν τη βούληση να κατανοήσουν την ενέργεια της διάπραξης του αγαθού, εξαιτίας της παρεκτροπής ή της αδυναμίας της βούλησής τους. Και γενικά το κακό, όπως έχουμε πει πολλές φορές, είναι ασθένεια και αδυναμία και έλλειψη ή της γνώσης ή της αληθινής γνώσης ή της πίστης ή της έφεσης ή της διάπραξης του αγαθού.

Και όμως θα μπορούσε να πει κάποιος: η ασθένεια δεν είναι κάτι που πρέπει να τιμωρείται, αλλά αντίθετα κάτι που πρέπει να συγχωρείται. Ο λόγος αυτός θα ήταν σωστός αν δεν υπήρχε  στον άνθρωπο το "δύνασθαι". Αν όμως το "δύνασθαι" προέρχεται από το αγαθό, που δίνει, σύμφωνα με τις Γραφές, σε όλους ανεξαιρέτως τα χαρακτηριστικά τους, τότε σίγουρα δεν είναι επαινετή η αδυναμία και παρεκτροπή και αποφυγή και απόπτωση από την εκ του αγαθού προερχομένη απόκτηση των αγαθών της φύσης μας. Αλλά όλα αυτά έχουν λεχθεί από μας, στο "Περί δικαίου και θείου δικαιωτηρίου". Σ' αυτήν την ιερή πραγματεία η αλήθεια των Γραφών απέκρουσε τα σοφιστικά λόγια που αποδίδουν στον Θεό αδικία και ψεύδος.

Τώρα όμως έχουμε, όσο μας ήταν δυνατό, υμνήσει επαρκώς το αγαθό ως πραγματικά θαυμαστό, ως αρχή και τέλος των πάντων, ως τη δύναμη που περιβάλλει όλα τα όντα, ως αυτό που δίνει μορφή στα μη όντα, ως αιτία όλων των αγαθών, ως την αιτία που δεν δημιουργεί κακά, ως πλήρως τέλεια πρόνοια και αγαθότητα, που υπερέχει από τα όντα και τα μη όντα και που μετατρέπει το κακό και την στέρηση του εαυτού της σε αγαθό, ως αυτό που είναι σε όλα επιθυμητό και εραστό και αγαπητό, καθώς και όσα άλλα απέδειξε προηγουμένως, όπως νομίζω, ο αληθινός λόγος.    
 
via